Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει σημαντικά πράγματα στο χώρο του βουνού από Έλληνες. Η ευκολία της πρόσβασης στα μεγάλα βουνά εκτός Ελλάδας και οι τεράστιες δυνατότητες πρόσβασης σε πληροφορίες μέσω διαδικτύου ή περιοδικών, μας κάνουν και καταλαβαίνουμε τι γίνεται εκεί “έξω”.
60 χρόνια πριν όμως, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά για τους Έλληνες ορειβάτες. Η απομόνωσή τους σε μια υπανάπτυκτη γωνιά της Ευρώπης, η έλλειψη μέτρου σύγκρισης με αυτά που συνέβαιναν στα βουνά και τις ορθοπλαγιές των ανεπτυγμένων ορειβατικά χωρών, οι διαφορές κουλτούρας (δεν είχαμε ακόμα ενσωματωθεί και «εκπολιτιστεί» πλήρως από τη Δύση) αλλά και ο μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των Συλλόγων (βασικά μεταξύ του «συστημικού» ΕΟΣ και του «αριστερού» ΣΕΟ) οδηγούσε σε υπερβολές, πιθανότατα ψεύτικες «πρώτες» (πολλά έχουν ακουστεί, λίγα έχουν αποδειχθεί) και άλλα τραγελαφικά. Αλλά είναι σίγουρο ότι οι Έλληνες ορειβάτες προσπαθούσαν και στην προσπάθεια αυτή καλούσαν γνωστούς ορειβάτες για να τους διδάξουν τα μυστικά του βουνού. Σπάνιες είναι οι αναφορές από πρώτο χέρι γι’ αυτές τις προσπάθειες. Μια από αυτές είναι και ένα μικρό κείμενο του Noel Blotti, ενός φημισμένου Γάλλου αναρριχητή με την ευκαιρία της επίσκεψής του στην Ελλάδα.
Ο Blotti βρέθηκε για δέκα μέρες (18-28/7/59), στην Γκιώνα (Βαθιά Λάκα) σε σχολή του Σ.Ε.Ο. Αθηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας παρέδωσε αναρριχητικά μαθήματα και πήρε μέρος σε αναρριχητικές διαδρομές.
Να σημειώσουμε εδώ ότι τότε δεν υπήρχε η έννοια της σχολής όπως την ξέρουμε σήμερα, ούτε καν η αναρρίχηση σαν αυτόνομη δραστηριότητα. Αν ήθελες να μάθεις αναρρίχηση, έπρεπε να ενταχθείς σε σύλλογο και να σε προσέξει ένας ήδη αναρριχητής που θα σε «τράβαγε» μαζί του, μαθαίνοντας σου το σπορ. Και οι σύλλογοι σε τακτά διαστήματα διοργάνωναν συναντήσεις σε μεγάλες βουνίσιες ορθοπλαγιές (Όλυμπος, Κούβελος, Πυραμίδα κλπ.), όπου οι εκπαιδευτές (Έλληνες αλλά κάποιες φορές και ξένοι) δίδασκαν τους αρχάριους και συνήθως άνοιγαν μαζί τους νέες διαδρομές (αφού δεν υπήρχαν τότε και πολλές παλιές, ουσιαστικά οι ορθοπλαγιές ήταν όλες ασκαρφάλωτες). Αυτές οι συναντήσεις ονομαζόντουσαν «Σχολές» και μια τέτοια έγινε τότε στη Γκιώνα.
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο δελτίο του Τμήματος Paris-Chamonix του C.A.F. (τεύχος Απριλίου 1960, σελ. 8) με τον τίτλο «Histoire d’ une escalade choisie…» και αναδημοσεύτηκε στο περιοδικό του ΣΕΟ «Βουνό», τ. 214, Μάϊ – Ιούν. 1960, σ. 78-79, απ’ όπου με τη σειρά μας το δημοσιεύουμε κι εμείς (κρατώντας τη μετάφραση). Είναι πιθανό ο Blotti στο κείμενο του να περιγράφει το άνοιγμα της διαδρομής που φέρει το όνομα του (Blotti, 250μ. TD+, N. Blotti – G. Τσαμακίδης) και είναι από τις κλασικές των βουνών μας. Πάντως σε κάθε περίπτωση, αποτυπώνει το τεράστιο χάσμα μεταξύ του Blotti και των μαθητών του εκείνα τα “πέτρινα” χρόνια. Ένα χάσμα που με τις άοκνες και ανιδιοτελείς προσπάθειες των πρωτοπόρων τότε αναρριχητών έκλεισε σιγά – σιγά. Για παράδειγμα δυο χρόνια μετά (το 1961), ο ΣΕΟ εξέδωσε ένα εγχειρίδιο του Blotti (Στοιχεία αναρριχήσεως βράχου – Techique et ecole d’ escalade / Noel Blotti), σε μετάφραση Κατερίνας Γκέκα.
Αλλά ας απολαύσουμε το κείμενο.
«Μου ήρθε έτσι ξαφνικά, η ιδέα να πάω για αναρρίχηση στην Ελλάδα και τα ξημερώματα, έπειτα από την τρίτη σιδηροδρομική διανυκτέρευση… βρίσκομαι στην Αθήνα. Οι φιλοξενούντες με περιμένουν και αρχίζουν οι συστάσεις… συμπεριλαμβανομένου και του υλικού. Όπως φαίνεται είναι πολύ λαίμαργοι για καρφιά και τεχνητή αναρρίχηση, όπως οι νεαροί μαθητευόμενοί μας, που μπήγουν ένα σωρό καρφιά πριν φθάσουν στον 5ο…
Αυτά κάνουν τα ακατάλληλα αναγνώσματα! (Στο τέλος της διαμονής μου θα μου χαρίσουν όλες τις φωτογραφίες που τράβηξαν του ταπεινού εαυτού μου… φωτογραφίες που σε κάνουν να πιστεύεις πως τα ελληνικά βουνά έχουν μόνον αρνητικά περάσματα) (sic).
Φεύγουμε όμως πολύ γρήγορα για το βουνό, αφού φαίνεται πως τα αρχαία ερείπια δεν παρουσιάζουν αναρριχητικό ενδιαφέρον, είναι δε και πολλά. Μόλις περάσουμε τις μεγάλες πόλεις, οι δρόμοι μοιάζουν με της Σαχάρας. Ο οδηγός του λεωφορείου ανοίγει ένα απαίσιο μεγάφωνο: δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο, από δύο ώρες λειτουργίας, για να γίνουν τα ταρακουνήματα πιο υποφερτά…
Με οδηγούν στους πρόποδες μιας μεγάλης ορθοπλαγιάς, όπου πρέπει (sic) να «βγει» οπωσδήποτε μια «πρώτη» διαδρομή. Πολύ ευγενείς! Σύμφωνα με τις πληροφορίες θα είναι σκληρή…. γι’ αυτό…. οι προετοιμασίες και οι πελώριοι σάκοι. Διαλέγω το σύντροφο της σχοινοσυντροφιάς μου και ξεκινάμε… Πορεία για να πλησιάσουμε την ορθοπλαγιά, δέκα λεπτά. Και έπειτα στάση για ξεκούραση άλλα δέκα λεπτά… Ξαναφεύγουμε…. Στη δεύτερη στάση γευόμαστε ένα τεράστιο καρπούζι, που το βάλαμε να δροσιστεί στο νερό… Δεν έχω αντιρρήσεις και ακολουθώ την κίνηση αυτού του νέου για μένα ρυθμού. Πρέπει να πω ότι Ελλάδα και Σαμονί δεν συγκρίνονται. Έτσι λοιπόν, προσαρμόζομαι… άσχημα.
Επιτέλους, μόνον δέκα λεπτά ακόμη και αρχίζει η αναρρίχηση. Η παρέα σκορπίζεται στα γύρω και μένουμε οι δυο μας, χωρίς κοινή γλώσσα (!) και με 50 καρφιά… Η μεγάλη περιπέτεια αρχίζει! Ξεκινώ για την πρώτη σχοινιά, κάνω ό,τι μπορώ από την αρχή, αλλά μαζί αρχίζει και το τσίρκο… μπήγω ένα καρφί, βλέπω τον σύντροφό μου, αυτός χαμογελάει, σηκώνω από την ανάποδη το χέρι μου στο κούτελό μου και το κουνάω στο κενό, γουρλώνοντας τα μάτια μου και κάμπτοντας συγχρόνως τα μπράτσα και τους ώμους μου, για να υποδείξω τη συνέχεια του περάσματος…. Και όλα αυτά για να του δώσω να καταλάβει πως είναι δύσκολο και πως πρέπει να προσέξει… αλλά δεν γίνεται τίποτα, δεν καταλαβαίνει καθόλου.
Μου είχαν, βέβαια, δώσει πριν φύγω ένα μικρό λεξικό, με τις ελληνικές λέξεις που αντιστοιχούν στις δικές μας: σχοινί, καρφώνω, ασφαλίζω, απότομα, μαλακά… αλλά δεν υπήρχαν αυτές που ήθελα να πω: κάνει ζέστη, διψάω, σταματάμε; κατεβαίνουμε; είναι κουτό πράγμα η αναρρίχηση… και πολλά άλλα παρόμοια.
Παρ’ όλα αυτά προχωρούμε, εγώ κάνοντας χειρονομίες, εκείνος αναθεματίζοντας μόνος του (αυτός ο Έλληνας δεν έχει το χάρισμα να μιμείται). Αλλά λίγο – λίγο η συνομιλία αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρουσα. Μας λυπήθηκαν οι Θεοί, αναλαμπές μεγαλοφυΐας μας έρχονται, μαθαίνω την πρώτη μου ελληνική λέξη: «petra», χάρις σε μερικά αγριοκάτσικα που τριγύριζαν πάνω από τα κεφάλια μας, έπειτα «kalimera», χάρις σ’ έναν περαστικό βοσκό. Κατορθώσαμε να κάνουμε κριτική των δυσκολιών της διαδρομής με δύο λέξεις σε κοινή μας χρήση: efcolo και discolo.
Φτάνουμε στην ευεργετική και φιλόξενη σκιά ενός δένδρου. Δύσκολο να ξαναβγούμε μέσα στο καταμεσήμερο και με τον ήλιο που χτυπά κατακέφαλα. Ας είναι. Δεν κοιμόμαστε μια – δυο ώρες;… Και ο ήλιος έγειρε… Πρέπει να συνεχίζουμε μ’ αυτά τ’ αναθεματισμένα 50 καρφιά. Οι μυς μου είναι κουρασμένοι και το μυαλό μου επίσης, χωρίς αμφιβολία, γιατί από την υπόλοιπη ημέρα δεν θα καταλάβω τίποτα πια! Αναγκαστικά, οι εντυπώσεις μου πάντα οι ίδιες, γίνονται τόσο μονότονες… και καθένας μας μουρμουρίζει για λογαριασμό του. Το φτάσιμό μας στην κορυφή επισφραγίζεται με το χάσιμο του λεξικού μου. Όλα τελείωσαν: η τρεμουλιαστή φλόγα του διαλόγου μας σβήνει και κατεβαίνουμε μέσα στη σιωπή, να συναντήσουμε τους μικρούς μας συντρόφους, που μας περιμένουν για άλλες περιπέτειες».