Ανηφορίζουμε τις στροφές για τους Λιγγιάδες, ένα όμορφο χωριό στις νότιες πλαγιές στο Μιτσικέλι, με υπέροχη θέα στα Γιάννενα και τη λίμνη τους. Η πορεία μας θα ξεκινήσει αύριο το πρωί από εδώ, με στόχο να καταλήξουμε, περνώντας μέσα από το Ζαγόρι και τη Γκαμήλα στη Κόνιτσα.

Είμαστε τρεις. Παρέα είχα το Γιώργο και τη Νάνσυ το «Λιοντάρι» ή «Nancy Lee» (μετά το ταξίδι της στη Κίνα). Και οι δύο τους δεν είχαν ξαναπερπατήσει την περιοχή κι έτσι δεν χρειάστηκε να τους «ψήσω» για να βρεθούμε εδώ πάνω ένα βράδυ φθινοπωρινής Τρίτης. Όσο για μένα, όσες φορές κι αν «ανέβω» στο Ζαγόρι είναι πάντα σαν την πρώτη φορά.

Διασχίζοντας το Μιτσικέλι.

Νωρίς – νωρίς το επόμενο πρωί, πάνω από μία θάλασσα από σύννεφα που σκέπαζαν τη λίμνη και το κάμπο χαμηλά, ξεκινάμε για το πρώτο κομμάτι της διαδρομής μας, το Μιτσικέλι. Ένα βουνό τόσο οικείο οπτικά, αλλά που κανένας μας δεν το είχε περπατήσει. Θα ακολουθήσουμε το εθνικό μονοπάτι Ο3 που θα μας πάει έως το Δίκορφο ένα καταπληκτικό, αν και κάπως άγνωστο χωριό στις Β.Α. πλαγιές του βουνού.

Κατηφορίζουμε λοιπόν την άσφαλτο και ένα χιλιόμετρο πιο κάτω, σε φουρκέτα με λατομείο, βρίσκουμε πινακίδα «προς καταφύγιο». Εδώ ξεκινά το μονοπάτι. Τραβερσάρουμε πολύ ελαφρά ανηφορικά, πλαγιές με χαμηλή βλάστηση σε ένα μονοπάτι ιδανικό για ξεκίνημα. Κάποτε θα πρέπει να ήταν πολυσύχναστο μιας και είναι φαρδύ και καλοπατημένο, προφανώς θα ήταν ο δρόμος που από τον κάμπο σε ανέβαζε ψηλά στα βοσκοτόπια γύρω από τις κορφές.

Προχωράμε για κάμποσο έτσι και βγαίνουμε σε ξέφωτο με λάκκο συλλογής βρόχινου νερού. Εδώ φεύγουμε αριστερά επάνω. Σήμανση δεν υπάρχει παρά μόνο αφού έχουμε προχωρήσει λίγο ψηλότερα. Αυτό είναι η συνηθισμένη κατάσταση της σήμανσης: στα προφανή υπάρχει, στα κρίσιμα σημεία λείπει και αν πάρεις τη σωστή κατεύθυνση τη ξαναβρίσκεις. Έτσι και εδώ, ενώ πιο χαμηλά η σήμανση Ο3 ήταν σχετικά συχνή, σ’ αυτή τη λάκα απουσίαζε εντελώς. Εσείς που θα περπατήσετε εδώ απλώς ακολουθήστε μας και δεν θα έχετε πρόβλημα.

Αγναντεύοντας τη συννεφιασμένη Γκαμήλα από το Δίκορφο. Κάτω μας έχουμε το απαλό ανάγλυφο του κεντρικού Ζαγορίου.

Φεύγουμε  λοιπόν δεξιά επάνω και λίγο ψηλότερα μπαίνουμε σε ρηχή ρεματιά με κατεύθυνση τώρα Ν.Α. Η βλάστηση σιγά – σιγά «ψηλώνει» και μπαίνουμε σε παλιά χωράφια. Το μονοπάτι κινείται αριστερά τους και σιγά – σιγά φεύγοντας όλο αριστερά (Β), πέφτουμε σε δρόμο δίπλα ακριβώς σε πόρτα στάνης. Εδώ φεύγουμε δεξιά επάνω το δρόμο και πενήντα μέτρα ψηλότερα συναντάμε σήμανση που μας οδηγεί αριστερά σε μονοπάτι. Σχεδόν αμέσως πάλι βγαίνουμε σε δρόμο, περνάμε ξωκλήσι και ξαναφεύγουμε σε μονοπάτι αριστερά. Μία σύντομη ανηφόρα και φτάνουμε έξω από το καταφύγιο «Απ. Βερτόδουλος» του ΕΟΣ Ιωαννίνων. Έως εδώ κάνουμε περίπου 1.45’. Το τοπίο είναι ότι θα περίμενε κανείς από ένα υπερβοσκημένο ασβεστολιθικό βουνό. Λάκες, με λίγο χώμα και αραιά δέντρα, πουρνάρι και πολλή πέτρα. Η μέρα ήταν ιδανική για περπάτημα: ψύχρα και συννεφιά, το καλοκαίρι όμως εδώ ο ήλιος θα «βαράει». Γεμίζουμε τα παγούρια στη βρύση πάνω από το καταφύγιο, (όπου έρχεται άσφαλτος από τους Λιγγιάδες), και συνεχίζουμε για πάνω. Περπατάμε στο σημασμένο μονοπάτι παράλληλα και κάτω από το δρόμο και σε 5’ βγαίνουμε σε διασελάκι. Σήμανση πουθενά. Αποφασίζουμε να περάσουμε πάνω (δεξιά) από το δρόμο και να βγούμε ψηλότερα, παρακάμπτοντας πολλά χιλιόμετρα και φουρκέτες. Πράγματι υπάρχει μονοπάτι (όχι όμως και σήμανση) που μπαίνοντας σε ρηχή ρεματιά μας ανέβασε γρήγορα ψηλά πάλι στην άσφαλτο. Ανηφορίζουμε κόβοντας τις φουρκέτες και έχουμε τώρα μια σαφή εικόνα της περιοχής. Ψηλά δεξιά είναι η ψηλότερη κορφή, απέναντί μας έχουμε τη κορυφογραμμή που φεύγει προς τα Β.Δ. προς τα εκεί που κατευθυνόμαστε και εμείς και ανάμεσα σ’ αυτή και σ’ εμάς μιας κάπως βαθιά ρεματιά. Έτσι ανηφορίζουμε λίγο ακόμα και αφήνουμε το δρόμο τραβερσάροντας στην κορφή της ρεματιάς από πολύ καλό μονοπάτι. Σήμανση πουθενά. Αποφασίζουμε να πιάσουμε το μονοπάτι που ούτε φεύγει ψηλά προς τη κορφή Καμίνια (1740μ.) ούτε χαμηλά προς τη τοποθεσία Λεπτοκαρυά, αλλά κρατιέται σε ένα υψόμετρο γύρω στα 1550 – 1600 μ. Και δεν κάναμε λάθος. Κατηφορίζοντας ομαλά, παράλληλα με τη κορυφογραμμή, πέφτουμε σε λάκκο συλλογής βρόχινου νερού και σε ένα σήμα Ο3. Διασχίζουμε πουρναροτόπια, με αγελάδες να βοσκούν γύρω μας και σκυλιά να μας γαυγίζουν – χωρίς πολύ ζήλο όμως, ίσα – ίσα να τρομάζουν τη Νάνσυ. Πέφτουμε σε στάνη. Μπροστά μας έχουμε ένα πολύ μεγάλο οροπέδιο που το διασχίζει ο δρόμος. Στο βάθος πάνω σ’ ένα ύψωμα (1397μ.) διακρίνουμε το ξωκλήσι της Αγ. Παρασκευής, όπου είναι καιρός να κάνουμε μια στάση για κολατσιό. Γύρω μας στάνες, που βέβαια τώρα είναι άδειες, το καλοκαίρι όμως τα σκυλιά θα είναι πρόβλημα για κάποιο μοναχικό πεζοπόρο. Κάτω από τους ήχους μπουμπουνητών ξεκινάμε πάλι το περπάτημα. Συνεχίζουμε στο δρόμο και λίγο μετά ανηφορίζοντας ελαφρά φτάνουμε σε διασταύρωση. Εδώ είναι ένα κομβικό σημείο: δεξιά επάνω ο δρόμος ανεβαίνει στη κορυφογραμμή και κάνοντας κύκλο καταλήγει στο Δίκορφο. Αριστερά πάει σε στάνες, ενώ ευθεία οδηγεί προς το κάμπο των Ιωαννίνων. Πουθενά σήμανση, έχουμε τις αμφιβολίες μας. Αποφασίζουμε να φύγουμε ευθεία και πράγματι λίγο πιο κάτω ένα σήμα Ο3 μας επιβραβεύει. Κατηφορίζοντας έχουμε κάτω αριστερά στάνες, αλλά πριν φτάσουμε σ’ αυτές συναντάμε διασταύρωση και φεύγουμε δεξιά όπου λίγο πιο κάτω συναντάμε βρύση. Εδώ χρειάζεται προσοχή. Δεν ακολουθούμε το δρόμο, αλλά το μονοπάτι που φεύγει προς τα δεξιά και τραβερσάροντας τη δασωμένη πλαγιά βγαίνει σε διασελάκι. Έχουμε αφήσει πια πίσω μας τις γυμνές πλαγιές, το τοπίο αλλάζει, έλατα και διάφορα πλατύφυλλα με όλες τις αποχρώσεις του κίτρινου και του κόκκινου γεμίζουν το τοπίο. Ήδη έχει αρχίσει να βρέχει και τα αδιάβροχα έχουν γίνει απαραίτητα. Προσπαθούμε να βρίσκουμε κάποιο μονοπάτι και να μη χάνουμε ύψος ώστε να βγούμε στο διασελάκι σε υψόμετρο 1200μ. Είναι αργά το μεσημέρι, μάλλον απόγευμα. Βγαίνουμε στο διάσελο και πιάνουμε καλό μονοπάτι που μπαίνει δεξιά στο πυκνό δάσος, σχολιάζοντας την απουσία σήμανσης και αναρωτώμενοι αν πάμε σωστά. Όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά σιγά – σιγά το φως πέφτει και το Δίκορφο ούτε που φαίνεται.

Οι ψηλές κορυφές της Γκαμήλας, όπως τις αντικρίζουμε πάνω από το Βραδέτο.

Βγαίνουμε σε όμορφη λάκκα και το μονοπάτι μας ανεβάζει, αφού περάσει από βροχοδεξαμενή, σε δρόμο που διασχίζει τη κορυφογραμμή και είναι αυτός που έρχεται από την Αγ. Παρασκευή και καταλήγει στο Δίκορφο. Η τοποθεσία λέγεται Μπούτινα και απ’ εδώ έχουμε πια θέα προς τη Β.Α. πλαγιές του βουνού και το Ζαγόρι. Μες το ψιλόβροχο μετά βίας διακρίνουμε το Δίκορφο, 600μ. χαμηλότερα. Τώρα η πορεία είναι προφανής: κατηφορίζουμε το δρόμο προς τα αριστερά όπου ξαναβρίσκουμε σήμανση και αφού περάσουμε στάνη βρίσκουμε πολύ καλό μονοπάτι (με σήμανση Ο3) που φεύγει δεξιά κάτω. Περνάμε τη βρύση Κανάλες και ξαναπέφτουμε στο δρόμο που τον αφήνουμε πάλι για λίγο μπαίνοντας σε ρεματιά με πυκνό ελατόδασος, που αυτή με τη σειρά της μας ξαναφέρει στο δρόμο χαμηλότερα. Σε κάτι παραπάνω από ένα χιλιόμετρο μπαίνουμε, καθώς πέφτει η νύχτα, στο Δίκορφο.

Διαβάστε ακόμα:  Το Ζαγόρι μου. Ένα νέο βιβλίο – οδηγός για το Ζαγόρι

Η βροχή δυναμώνει και το μόνο που βρίσκουμε ανοιχτό είναι το καφενεδάκι της πλατείας. Το χωριό φαντάζει έρημο. Είναι ζήτημα αν ζουν εδώ 15 – 20 γέροι το χειμώνα. Ζωντανεύει μόνο το καλοκαίρι και τα Σαββατοκύριακα. Η γιαγιά Καλυψώ που κρατά το καφενεδάκι μας φτιάχνει τσάι. Λίγο μετά έρχεται άλλη μια γιαγιά. Η τηλεόραση ανοίγει και πίνοντας τσίπουρα παρακολουθούμε – όλοι μαζί – το «Καλημέρα ζωή». Η βροχή σταματά και εμείς αποσυρόμαστε στο φιλόξενο χαγιάτι της εκκλησίας.

gamila anevenontas.gr 8
Ανηφορίζοντας κάτω από το φθινοπωρινό ήλιο. Πίσω μας το Μιτσικέλι και ακόμα πιο πίσω διακρίνεται η Ολύτσικα (Τόμαρος).

Πρωί – πρωί σηκωνόμαστε όλο κέφι. Ο ουρανός έχει καθαρίσει, μόνο στο βάθος η Γκαμήλα είναι ακόμα συννεφιασμένη. Στα πόδια μας απλώνονται απέραντα δάση. Ξεκινάμε πιάνοντας το δρόμο προς Ελάτη. Τρία χιλιόμετρα άσφαλτος και δεν συναντήσαμε ούτε ένα αμάξι. Γαλήνη. Συναντούμε χωματόδρομο (σήμανση) που φεύγει προς τα δεξιά και πέφτουμε σε δύο ξωκλήσια, πρώτα του Πρφ. Ηλία και κατόπιν της Παναγίας. Στο δεύτερο, αυτό της Παναγίας, αφήνουμε το δρόμο και φεύγουμε αριστερά πιάνοντας μισοχαλασμένο χωματόδρομο που μας κατεβάζει στο ρέμα «Ντόβρης». Ο δρομος κινείται δεξιά (ανατολικά) του ρέματος και στο τέρμα του αρχίζει μονοπάτι. Το τοπίο δεν έχει καμία σχέση με το χθεσινό. Είμαστε μέσα σε ένα απέραντο δάσος βελανιδιάς, με μαλακούς λόφους και πλαγιές. Το μονοπάτι είναι εμφανές και μας φέρνει έως μικρό γεφύρι όπου περνάμε αριστερά. Εδώ το δάσος πυκνώνει και όπως το μονοπάτι δεν πατιέται συχνά, τα κλαδιά και τα δένδρα που έχουν λυγίσει από το χιόνι κάνουν το πέρασμα προβληματικό. Η σήμανση αλλά και κορδέλες πάνω σε κλαδιά βοηθούν στο ψάξιμο. Βέβαια το ίχνος του μονοπατιού είναι σαφές και αρκεί να προσέχουμε παραμένοντας λίγο ψηλότερα από το ρέμα. Τόσο όμορφο και εύκολο μονοπάτι να παραμένει σ’ αυτή τη κατάσταση! Θα αρκούσαν δύο μεροκάματα για να καθαριζόταν σωστά. Κατά τα άλλα ήπιος τουρισμός. Αφού ξεμπλέκουμε από τη πυκνούρα, βγαίνουμε σε δεύτερο γεφύρι όπου περνάμε πια δεξιά. Κατηφορίζουμε πιο άνετα πια και πέφτουμε σε παλιό δρόμο που μας κατεβάζει στο Μπαγιώτικο ρέμα, το ρέμα που περνά κάτω από τους Κήπους. Περνάμε ένα μικρότερο ρέμα και γρήγορα βγαίνουμε στην άσφαλτο Νεγάδες – Κήποι. Δύο ακόμα χιλιόμετρα και απλωνόμαστε στο καφενείο. Ανεφοδιασμοί σε ψωμί και στάση για μεσημέρι. Μια ηπειρώτικη πίτα δεν θα μας βαρύνει, ώστε να συνεχίσουμε για Βραδέτο. Η μέρα είναι λαμπερή, η διαύγεια μετά τη χθεσινή βροχή καταπληκτική, έχουμε ανεβασμένη διάθεση. Τα παιδιά που δεν είχαν ξανάρθει εδώ είναι ενθουσιασμένα.

Φεύγουμε για Κουκούλι. Πιάνουμε το δρόμο για Γιάννενα και στα εκατό μέτρα συναντάμε την έξοδο του φαραγγιού Βικάκη. Πιάνουμε το μονοπάτι και σε 5’ συναντάμε το μικρό αλλά εντυπωσιακό γεφύρι του Κοντοδήμου. Περνάμε απέναντι και πιάνουμε το λιθόστρωτο που σταματά μόλις βγαίνουμε από τις απότομες πλαγιές και μπαίνουμε σε ομαλότερες αλλά αρκετά ανηφορικές. Στη σωστή τήρηση της πορείας μας βοηθούν κόκκινα σημάδια και κούκοι κι έτσι σιγά – σιγά μέσα από ένα όμορφο δάσος βγαίνουμε στον άσφαλτο Κήποι – Κουκούλι λίγο πριν την είσοδο του χωριού. Ο κόσμος λίγος, μόνο εργάτες που επισκευάζουν ένα μισογκρεμισμένο σπίτι. Μπαίνουμε στην όμορφη πλατεία με το εντυπωσιακό δημοτικό κατάστημα που κάποτε με είχε κοιμίσει και τώρα έχει μετατραπεί σε ξενώνα. Εντάξει και τώρα μπορείς να κοιμηθείς εδώ αλλά η διαφορά είναι προφανής.

Στο Κουκούλι.

Οι τόποι που μπορούν να «φιλοξενήσουν» έναν άφραγκο περιηγητή όλο και λιγοστεύουν, αλλά εμείς τώρα πια δεν είμαστε άφραγκοι, οπότε δεν μας απασχολούν τέτοιες λεπτομέρειες. Τέλος πάντως δεν μπορούμε παρά να μη θαυμάσουμε γι’ άλλη μια φορά την αρχιτεκτονική ιδιοφυΐα των λαϊκών μαστόρων της πέτρας.

Όμως πρέπει να συνεχίσουμε για Βραδέτο. Από το καφενείο ακούγεται μουσική και η κοπέλα εκεί πρόθυμα μας δείχνει την αρχή του μονοπατιού για Καπέσοβο. Ανηφορίζουμε για εκατό μέτρα περίπου πάνω από την πλατεία και βρίσκουμε βρύση στο δεξί μας χέρι. Το μονοπάτι ξεκινά από εδώ φεύγοντας αμέσως δεξιά. Περπατάμε μέσα σε δάσος πάνω από το χωριό και γρήγορα βγαίνουμε σε χωματόδρομο. Κόβουμε τις φουρκέτες (εδώ μας οδηγούν κάποιοι κούκοι) κα συναντάμε την άσφαλτο που ανηφορίζει προς το Καπέσοβο. Η άσφαλτος, όλοι όσοι περπατάνε το ξέρουν, είναι πολύ κουραστική για τα πόδια, οπότε περνάμε κατευθείαν απέναντι στην ράχη αριστερά από αυτή. Αριστερά μας το Καπέσοβο κι ακόμα αριστερότερα η χαράδρα του Βίκου με τη Βίτσα και το Μονοδένδρι χτισμένο στις απέναντι πλαγιές. Η διάθεση στο κατακόρυφο, γρήγορα φτάνουμε έξω από το Καπέσοβο και συνεχίζουμε την άσφαλτο για Βραδέτο. Σε κάτι λιγότερο από πεντακόσια μέτρα συναντάμε χωματόδρομο που κατηφορίζει προς το ρέμα Μεζαριά. Απέναντί μας ανηφορίζει ανάμεσα στα βράχια η περίφημη Σκάλα του Βραδέτου. Κατηφορίζουμε έως το ρέμα όπου δύο μικρά γεφύρια μας βοηθούν να περάσουμε απέναντι. Αρχίζουμε τον ανήφορο. Η Σκάλα του Βραδέτου ήταν ένα σημαντικό δημόσιο έργο για την εποχή της. Η μαστοριά του τεχνίτη δεν είναι μόνο στο πως έδεσε τη πέτρα ή από που πέρασε το λιθόστρωτο αλλά και οι κλίσεις που έδωσε, καθώς και η απόσταση των σκαλοπατιών, το βήμα. Πράγματι το περπάτημα, παρ’ όλη την ανηφόρα είναι ξεκούραστο και τα 1300 σκαλοπάτια που λένε ότι έχει η Σκάλα (δεν τα μετρήσαμε) περνάνε εύκολα. Βγαίνουμε σε πιο ομαλό τόπο και αφού περάσαμε δίπλα από ξωκλήσι γρήγορα μπαίνουμε στο χωριό και κατευθυνόμαστε κατ’ ευθείαν στην πλατεία.

gamila anevenontas.gr 14
Ανηφορίζοντας τη Σκάλα του Βραδέτου!

Το Βραδέτο είναι το πιο εγκαταλελειμμένο από τα χωριά του κεντρικού Ζαγοριού και σίγουρα το πιο απομονωμένο. Ο δρόμος για εδώ, προκειμένου να αποφύγει τις αποτομιές σκαρφαλώνει έως τα 1550μ. Απρόσμενα βρίσκουμε το καφενείο της πλατείας που το κρατά η κυρά Κωνσταντίνα ανοιχτό. Απλωνόμαστε στο χαγιάτι της εκκλησίας και απολαμβάνουμε το ηλιόλουστο απόγευμα και τη καταπληκτική θέα όλου του Ζαγοριού, έως πέρα το Περιστέρι. Το Βραδέτο είναι το μπαλκόνι του Βίκου. Η βραδιά περνά παρέα με τη κυρά Κωνσταντίνα που είχε πολλά να μας πει για το χωριό της.

Διαβάστε ακόμα:  Δυο ενδιαφέρουσες καταβάσεις με σκι, σε Πυραμίδα Γκιώνας και Γκαμήλα II!

Το Βραδέτο έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα αν θέλεις να ανέβεις από εδώ Γκαμήλα. Ξεκινάς από ψηλά, από τα 1340μ. Έτσι και εμείς αποφασίζουμε να φτάσουμε σε μια μέρα Κόνιτσα. Η απόσταση είναι μεγάλη αλλά όχι απαγορευτική. Ο Γιώργος που κουβαλά τη σκηνή διαμαρτύρεται. Λογικό, δεν τη χρησιμοποιήσαμε καθόλου.

Πρωί – πρωί ξεκινάμε μ’ ένα υπέροχο πρωινό. Ορατότητα όσο πάει το μάτι, αέρας σχεδόν καθόλου, θερμοκρασία ίσα – ίσα να μην ιδρώνουμε και ούτε ένα συννεφάκι στον ουρανό.

gamila anevenontas.gr 9
Προς το πέρασμα του Καρτερού. Στην καρδιά του βουνού!

Ανεβαίνουμε πάνω από την πλατεία, βγαίνουμε στον δρόμο και πιάνουμε τις πολύ ομαλές πλαγιές από πάνω. Περπατάμε σε ατέλειωτα, ομαλά λιβάδια περνώντας από βρύση και λίγο πιο πάνω από το ξωκλήσι του Πρφ. Ηλία. Ακολουθούμε συνεχώς τη ράχη περνώντας από διαδοχικά υψώματα έως ότου βγαίνουμε σε ομαλό ύψωμα με κολονάκι (1706μ.). Αριστερά μας οι πλαγιές καταλήγουν στα βράχια του Μέγα Λάκκου, το μεγαλύτερο παρακλάδι του Βίκου. Κατηφορίζουμε λίγο προς τα δεξιά, συναντάμε χωματόδρομο που λίγο μετά τελειώνει και ακολουθούμε τη σήμανση που μας οδηγεί σε λάκα όπου έρχεται από τα δεξιά και το μονοπάτι από Τσεπέλοβο. Το μονοπάτι φεύγει αριστερά και κατηφορίζει προς το Μέγα Λάκκο. Το τοπίο εντυπωσιακό με τις κορφές της Γκαμήλας στο βάθος. Αρχίζουμε ακολουθώντας το καλογραμμένο μονοπάτι να τραβερσάρουμε κάτω από βράχια και περνώντας τη πηγή Κρούνια κατεβαίνουμε έως το πάτο του Μέγα Λάκκου, που εδώ πάνω ονομάζεται Βεράνια. Περνάμε απέναντι και ανηφορίζουμε τις πλαγιές που όσο ανεβαίνουμε γίνονται ομαλότερες. Το βουνό είναι έρημο, ούτε τσοπάνηδες, ούτε κοπάδια, ούτε άλλοι πεζοπόροι. Γρήγορα βγαίνουμε σε στάνη με βρύση όπου ανεφοδιαζόμαστε σε νερό και αφού ανηφορίσουμε λίγο πέφτουμε πάνω στη λούτσα του Ραμπόζη που είναι παγωμένη. Απέναντί μας οι εντυπωσιακές ορθοπλαγιές της Αστράκας και από κάτω το ομώνυμο καταφύγιο. Είμαστε στα 2000μ. και έχουμε στο δεξί μας χέρι (βόρεια) τις κορυφές της Γκαμήλας. Που είναι το πέρασμα του Καρτερού; Δύσκολο να το βρεις εάν δεν έχει ξανάρθει. Πιάνουμε το μονοπάτι που φεύγει προς τα ανατολικά και ξανασυναντάμε τη σήμανση του Ο3 που έρχεται ως εδώ από τη χαράδρα του Βίκου και το Πάπιγκο.

Στις Κοπάνες κάτω από την κορυφή.

Ανηφορίζουμε σε όλο και πιο πετρώδες έδαφος δεξιά από τη Γκαμήλα Ι και ΙΙ. Η σήμανση γίνεται όλο και πιο σχολαστική κάτι απαραίτητο, μιας και το μονοπάτι σιγά – σιγά χάνεται αφού περπατάμε σε ατέλειωτους λιθοσωρούς. Ανηφορίζουμε συνεχώς και περνώντας δεξιά από τη Γκαμήλα ΙΙ πέφτουμε πάνω από το περίφημο πέρασμα. Βρισκόμαστε στη καρδιά του βουνού. Άγριο και εντυπωσιακό τοπίο. Αρχίζουμε να κατηφορίζουμε στη σάρα χάνοντας γρήγορα ύψος. Δίπλα μας οι ορθοπλαγιές της Γκαμήλας ΙΙ και του Καρτερού μας «αποκόβουν» από τον υπόλοιπο κόσμο. Κατεβαίνουμε στη βάση της σάρας όπου ακόμα υπάρχουν χιονούρες, αφήνοντας δεξιά μας το Ο3 που κατευθύνεται προς λάκκα Κάτσανου και Βρυσοχώρι. Τώρα σήμανση δεν υπάρχει. Συνεχίζουμε περνώντας κάτω από τα βράχια της Γκαμήλα ΙΙ και με κατεύθυνση όλο αριστερά (Β – ΒΔ) φτάνουμε στη λάκα Κοπάνες, στην άκρη του δάσους. Το τοπίο είναι από τα τρία – τέσσερα που κάθε ορειβάτης πρέπει να δει. Ένα κοπάδι αγριόγιδα φεύγει τρομαγμένο. Εδώ επιβάλλεται μια καλή στάση. Κολατσίζουμε, είναι η μόνη άξια λόγου στάση της ημέρας. Το μονοπάτι τώρα προχωρά πίσω από ένα ύψωμα στη βάση της Μεσορράχης και πέφτει πάλι σε λάκα την οποία περνάμε δεξιά της. Λίγο ακόμα και αντικρίζουμε κάτω μας το Σάδι της Μύγας, με τη χαράδρα του Αώου και την όμορφη Τραπεζίτσα. Το μονοπάτι γίνεται φανερό, ενώ υπάρχει και κόκκινη σήμανση. Μπαίνουμε στο δάσος και κατηφορίζουμε συνεχώς έως το Σάδι τη Μύγας όπου συναντάμε το μονοπάτι που έρχεται από Βρυσοχώρι. Το απόγευμα έχει έρθει, ο ήλιος εδώ στις βορινές πλαγιές του βουνού έχει χαθεί. Χωνόμαστε στο δάσος και πιάνουμε ο  καθένας το δικό του ρυθμό. Καλογερικό, Αμάραντος, Μονή Στομίου, Αώος, καταπληκτικά τοπία που όσο και να τα ξαναπερπατήσεις είναι πάντα σαν τη πρώτη φορά.

Το γεφύρι της Κόνιτσας είναι το τέρμα της τριήμερης πορείας μας. Τρεις μέρες στο πιο όμορφο ορεινό συγκρότημα της χώρας μας. Τρεις μέρες ελευθερίας.

Η διαδρομή Λιγγιάδες – Κήποι – Κόνιτσα

Η διαδρομή αυτή είναι μια από τις θεαματικότερες και εντυπωσιακότερες που μπορείτε να κάνετε, όχι μόνο στο Ζαγόρι αλλά και γενικώς. Το Μιτσικέλι θα σας προσφέρει όμορφη θέα, η διαδρομή από Δίκορφο έως Βραδέτο, περνά από φανταστικά χωριά, γεφύρια, σκάλες, λιθόστρωτους μουλαρόδρομους, ξωκλήσια και βέβαια φυσική ομορφιά που δύσκολα θα συναντήσεις αλλού.

Τέλος το κομμάτι από Βραδέτο έως Κόνιτσα, η Γκαμήλα δηλαδή, είναι μία από τις καλύτερες ορεινές διασχίσεις.

Τα απαλά λιβάδια πάνω από το Βραδέτο, τα ατελείωτα οροπέδια γύρω από τις κορφές, οι ορθοπλαγιές, ο Καρτερός, οι Κοπάνες – η λάκα κάτω από τη κορφή – η φημισμένη χαράδρα του Αώου, δε χρειάζονται συστάσεις. Πρέπει να περπατήσετε εδώ.

Εμείς κάναμε τη πορεία σε τρεις ημέρες. Θα προτείναμε τέσσερις. Πρώτη μέρα ύπνος στο Δίκορφο, δεύτερη στο Βραδέτο, τρίτη στη λούτσα Ρομπόζη. Έτσι θα υπάρχει άνεση χρόνου ειδικά πάνω στη Γκαμήλα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εύρεση της πορείας θα το βρείτε από τους Λιγγιάδες έως τους Κήπους. Παρ’ ότι είναι τμήμα του Ο3, η σήμανση είναι χάλια, γι’ αυτό ακολουθήστε τις οδηγίες του άρθρου. Στη Γκαμήλα η σήμανση είναι καλή. Νερό θα βρείτε αρκετά συχνά οπότε ένα παγούρι του 1,5lt είναι αρκετό. Από εξοπλισμό θα χρειαστείτε ένα καλό άρβυλο, καπέλο, καλό αδιάβροχο και σκηνή εάν κατασκηνώσετε Γκαμήλα, αλλιώς στα χωριά θα βρείτε κάπου να απλώσετε τον υπνόσακό σας ή να κοιμηθείτε σε δωμάτιο. Τέλος από τη Κόνιτσα υπάρχει λεωφορείο για Γιάννενα κάθε 1 – 2 ώρες κάθε μέρα, ενώ αν έχετε αφήσει αυτοκίνητο στους Λιγγιάδες υπολογίστε 10Ε για το taxi από τα ΚΤΕΛ έως το χωριό. Χάρτης: Ζαγόρι 1:50000 εκδόσεις ΑΝΑΒΑΣΗ

Κείμενο: Μίλτος Ζέρβας
SHARE
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1964. Μικρός κοίταζα την Πάρνηθα από το πατρικό μου με τις ώρες. Ήταν για μένα ένας άγνωστος μαγικός κόσμος που άφηνε ελεύθερη τη φαντασία μου. Πεζοπορώ, ορειβατώ, σκαρφαλώνω και φωτογραφίζω στα βουνά από το 1984 και άρχισα να αρθρογραφώ σε ανάλογα περιοδικά από το 1990. Η αγάπη μου για το βουνό με έκανε το 1998 να εκδώσω το περιοδικό ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (1998 – 2015), ενώ από το 2006 έως το 2010 πρόσθεσα και το περιοδικό ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ. Έχω γράψει πεζοπορικούς οδηγούς για την Πάρνηθα, τον Όλυμπο, τον Παρνασσό, τα Βαρδούσια κ.α.