Μια στροφή στο χωματόδρομο έκρυψε τις κορφές μπροστά. Παρά το θολό πέπλο σκόνης που σήκωσαν τα Land Cruisers μας, τρεις άντρες μετακινούσαν πέτρες, κατασκευάζοντας ένα νέο δρόμο που θα διέσχιζε τη γυμνή θιβετιανή πεδιάδα. Ντυμένος με ένα συνδυασμό από παραδοσιακά και μοντέρνα ρούχα, με τα πρόσωπά τους μισοκρυμμένα από χωμάτινες μάσκες, έμοιαζαν σαν να έψαχναν κάτι καθώς έσκυβαν ανάμεσα στις πέτρες και τη σκόνη.
«Θηρευτές τιρκουάζ!» αναφώνησε ο Lori, με ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Τους παρακολούθησα καθώς τους προσπερνούσαμε. Κι εμείς ήμασταν επικεντρωμένοι στην αναζήτηση ενός θησαυρού, ενός θησαυρού ο οποίος είχε δώσει ζωή στη μικρή μας ομάδα τα τελευταία δύο χρόνια. Εμπρός μας μια λευκή χιονισμένη μάζα έμοιαζε να «αρμενίζει» στον ορίζοντα, εν μέρει συγκαλυμμένη από σύννεφα.
«Κοιτάξτε!» φώναξαν ο Damijan και ο Samo σχεδόν ταυτόχρονα. Με δυσκολία διακρινόταν στο κάτωχρο τοπίο το αμυδρό σχήμα του Chomolhari.
Μετακινηθήκαμε στα καθίσματά μας, μιλώντας όλοι μαζί πάνω στον ενθουσιασμό μας. Ο οδηγός σταμάτησε δίπλα σε μια κοντινή λίμνη. Πηδώντας από το όχημα, έκρυψα τα συναισθήματά μου πίσω από τη φωτογραφική μου, βγάζοντας φωτογραφίες του βουνού που σκεφτόμουν εδώ και μια δεκαετία. Φρέσκο χιόνι κάλυπτε την κορφή, ενώ ο αέρας παρέσυρε στήλες χιονιού στον αέρα πέρα από τη βορειοδυτική κόψη. Εκστασιασμένος ατένιζα επίμονα προς την κορφή μέχρι που με συνεπήρε.
Είχα ήδη κατορθώσει να κάνω τρία ταξίδια σε δέκα μήνες εκείνη τη χρονιά, 2006: στην Παταγονία, στην Αλάσκα και τώρα στο Θιβέτ. Αυτή τη φορά ήμουν επικεφαλής μιας αποστολής της Ορειβατικής Ομοσπονδίας της Σλοβενίας, η οποία είχε σχεδιαστεί για να προσφέρει στους νεαρούς αλπινιστές την ευκαιρία να σκαρφαλώσουν στα Ιμαλάια. Ο Boris “Lori” Lorencic, ένας φιλικός και χωρίς έπαρση οδηγός βουνού γύρω στα 35, θα ήταν ο σχοινοσύντροφός μου σε αυτό το ταξίδι, ενώ ο γιατρός μας, Damijan Mecko, και οι νεαροί μας σχοινοσύντροφοι, Samo Krmelj, Rok Blagus, Marej Kladnik και Tine Cuder, προσέγγιζαν το βουνό με μια αθωότητα που σε συμπαρέσυρε.
Κατά τις αναρριχήσεις μου στην Παταγονία και την Αλάσκα ήταν αμέτρητες οι στιγμές που οι αμφιβολίες και τα προβλήματα πυροδότησαν ένα απρόσμενο θαύμα, και είχα την ελπίδα ότι ίσως με περίμεναν περισσότερες τέτοιες στιγμές στο μέλλον. Όμως αυτού του είδους τα ξεσπάσματα ενθουσιασμού, το ήξερα, χάνονταν σχεδόν στη στιγμή, αφήνοντας μόνο μια αμυδρή ανάμνηση και τις στάχτες των λέξεων.
Κι αυτή η στιγμή ακόμα σύντομα ξεθώριασε. Όταν κοίταξα πίσω, οι άλλοι κρύβονταν μέσα στα Land Cruisers. Φυσούσε πολύ για να σταθούν έξω, μου εξήγησαν γρήγορα. Καθώς όμως έσκυβαν πάνω στο φαγητό τους, όλοι έμοιαζαν καθυποταγμένοι. Το βουνό ήταν απόκρημνο και πιο χιονισμένο από ό,τι περίμεναν, έμοιαζε δε έτοιμο να αποτινάξει τις θύελλες που το σκέπαζαν.
«Δεν σκαρφαλώνεται», είπε ο Damijan σπάζοντας τη σιωπή. «Έχει μεγαλύτερη κλίση από τη νότια ορθοπλαγιά του Μakalu. Θεέ μου, εσείς είστε καλοί…».
Ανταλλάξαμε χαμόγελα που φανέρωναν το άγχος μας. Η συζήτηση εξασθένησε. Όταν ζωήρεψε ξανά, έμοιαζε μόνο να σκεπάζει τις αμφιβολίες που μας έτρωγαν μέσα μας.
Καθώς απομακρυνθήκαμε, σκέφτηκα τους θηρευτές τιρκουάζ του Lori. Ήξερα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να καταλάβω πλήρως τις ιστορίες τους, όπως κι εκείνοι δεν θα κατανοούσαν ποτέ τις δικές μου.
>> Παταγονία
ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΔΕΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΜΑΣ. Άλλες φορές αυτό που συμβαίνει ακολουθεί πιστά τις πιο μύχιες επιθυμίες μας. Είχα περάσει δύο χρόνια προετοιμάζοντας μια αποστολή στην Παταγονία για το σλοβένικο στρατό. Μέχρι τη στιγμή που ακυρώθηκε το ταξίδι, είχα ήδη ταξιδέψει εκεί νοερά.
Λίγο καιρό πριν από το γάμο του το Σεπτέμβριο του 2005, ο Stephen Koch μού έγραψε: «Το σκαρφάλωμα μαζί σου ήταν από τις πιο θαυμάσιες εμπειρίες στη ζωή μου και θέλω να το επαναλάβουμε την άνοιξη».
Το 2001 ο Stephen κι εγώ είχαμε βρεθεί μαζί σε μια ιδανική αποστολή στην Αλάσκα – το είδος ταξιδιού που προσφέρει απροσδόκητες καταστάσεις, αβέβαια αποτελέσματα και ξεπερνούσε κάθε προσδοκία. *Είχα απολαύσει την παρέα του, ενώ η κοινωνικότητά του έμοιαζε να βγάζει τον καλύτερο εαυτό όλων, συχνά προς όφελός μας: στην κατασκήνωση, οι ορειβάτες που κατέβαιναν μάς πρόσφεραν το φαγητό που τους περίσσευε και τρώγαμε νόστιμα γεύματα κάθε βράδυ.
Απάντησα αμέσως: «Έχω πωρωθεί με την Παταγονία».
Η 28η Δεκεμβρίου είναι μια απαράδεκτη ημερομηνία για να ταξιδέψει κανείς ως το τέλος του κόσμου.
Η αυγή χάραξε σαν ένας καινούργιος κόσμος, ασυγκράτητος και χρυσαφένιος. Επέστρεψα το παντελόνι στον Dean, o οποίος σκαρφάλωσε τρέχοντας τον τοίχο από πάνω μας. Τρεις ώρες αργότερα ήμασταν πάνω στο μανιτάρι της κορφής, χορεύοντας στον άνεμο.
Στο Buenos Aires ο υπεύθυνος του τελωνείου μου είπε ότι οι αποσκευές μου δεν θα έφταναν νωρίτερα από το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Όταν του εξήγησα ότι έπρεπε να είμαι στην πτήση για το Calafate το επόμενο πρωί, απάντησε με ένα ψεύτικο χαμόγελο: «Que lindo» – υπέροχα. Στην έκκλησή μου για βοήθεια είπε απλά, «No. No es possible». Και οι δύο απαντήσεις θα γίνονταν τα σλόγκαν της αποστολής. Πλήρωσα τον υπάλληλο του πρακτορείου μεταφορών και αναχώρησα, ελπίζοντας το καλύτερο. Στο Calafate συναντήθηκα με τον Stephen και υποδεχτήκαμε τον καινούργιο χρόνο εν μέσω ατελείωτων τηλεφωνημάτων με τον πράκτορα. Ο εξοπλισμός μου έφτασε στις 3 Ιανουαρίου, μισή ώρα πριν από την αναχώρησή μας για το Chalten. Ο Stephen, με τη μοναδική γοητεία του, έπεισε τον οδηγό του λεωφορείου μας να μας πάει ως την είσοδο του πανδοχείου μας. Το ταξίδι μας είχε ξεκινήσει.
ΣΤΟ NORWEGOS BIVOUAC ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΥΡΓΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΤΑΓΟΝΙΑΣ, ένα χαμογελαστό πρόσωπο ξεπρόβαλε από μια μικρή σκηνή σαν καφέ ποντικός από ένα σακί αλεύρι. «Γεια χαρά. Dean», μας συστήθηκε ο Dean Potter. Ο Stephen με κοίταξε με βλέμμα που πετούσε σπίθες. «Δεν περίμενα κανέναν μ’ αυτό τον καιρό», πρόσθεσε, με φωνή όλο ελπίδα που μ’ έκανε να σκεφτώ πως ίσως έψαχνε για σχοινοσυντρόφους. Μισή ώρα αργότερα οι τρεις μας κατεβαίναμε τον παγετώνα Torre Glacier, με τις ιστορίες και τις ιδέες να ξεπηδούν πιο γρήγορα από τα βήματά μας. «Θέλεις να έρθεις μαζί μας για σκαρφάλωμα;» ρώτησα τον Dean στην κατασκήνωση. «Τέλεια! Αν πραγματικά με θέλετε». Το πρόσωπό του έλαμψε ξαφνικά. Δεν χρειάστηκε να το συζητήσουμε περισσότερο. Είχαμε γίνει ομάδα.
ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΕΣ ΒΡΟΧΕΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ ΒΑΣΗΣ η συσσωρευμένη μας ενέργεια άρχισε να ξεχειλίζει. Τελικά ξεκινήσαμε για το Cerro Torre με συννεφιασμένο ουρανό. Ο Stephen κι εγώ είχαμε σκεφτεί αρχικά να ενώσουμε τις διαδρομές Marsigny-Parkin και Ferrari, όμως από τον παγετώνα μπορούσαμε να δούμε το λιωμένο νερό να κυλάει στο βράχο. Έκανε πολλή ζέστη, συμφωνήσαμε ο Dean κι εγώ. Ο Stephen δεν είχε πειστεί. «Μπορούμε τουλάχιστον να προσπαθήσουμε», επέμενε. Κατανοούσα την απροθυμία του: ίσως ένιωθε έξω από το στοιχείο του αν σκαρφάλωνε μια διαδρομή βράχου αντί για μια μικτή. Σταδιακά όμως, ακόμα κι εκείνος συμφώνησε με το Σχέδιο Β: από τον παγετώνα θα ανεβαίναμε και θα περνούσαμε πάνω από το El Mocho, κατά μήκος μιας κόψης χιονιού και πάγου μήκους 800 μ. ως το Col of Patience κι από κει στην κορυφή του Cerro Torre μέσω της διαδρομής Compressor.
«STEPHEN», ΕΙΠΑ, «ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΘΕΣΕΙΣ;». Ήταν η δεύτερη προσπάθεια. Η πρώτη είχε καταλήξει στο Col με άθλιες συνθήκες. Αυτή τη φορά ο Dean κι εγώ είχαμε ξανασκαρφαλώσει επικεφαλής το μεγαλύτερο τμήμα της El Mocho, και καθώς συνεχίζαμε την ανάβασή μας στην κόψη στον καυτό ήλιο άρχισα να κουράζομαι από το άνοιγμα των βημάτων. «Συνέχισε Marco, κάνεις καλή δουλειά», με παρότρυνε με επαγγελματική σοβαρότητα ο Stephen, γυμνός ως τη μέση μέσα στον ήλιο. Θα μπορούσε ν’ ανοίξει κι αυτός λίγα βήματα, σκέφτηκα, και ξανάπιασα την κοπιαστική δουλειά.
Στο Col έλιωσα νερό και μαγείρεψα ενώ ο Dean έφτιαχνε τα υλικά. Ο Stephen καθόταν από πάνω μας, ξυπόλυτος.
«Μου δίνεις σε παρακαλώ λίγα φουντούκια;» μου είπε ευγενικά. Ένα λεπτό αργότερα είπε: «Μπορώ να έχω λίγο χυμό;». Την επόμενη φορά που μια τέτοια ερώτηση διέκοψε το αδέξιο μαγείρεμά μου, ο Dean τον αποπήρε. «Γιατί δεν κατεβαίνεις να το πάρεις μόνος σου;».
Μέχρι εκείνη τη στιγμή o Dean ήταν διαχυτικός και φιλικός και προς τους δυο μας. Η δωρεά εκ μέρους του εξοπλισμού για τη διαδρομή μας μάς είχε βοηθήσει να συμπληρώσουμε τα υλικά μας, ενώ είχε δεχτεί τις σχοινιές που θα έκανε επικεφαλής χωρίς σχόλιο. Τώρα, ξαφνιάστηκα που άκουγα τέτοια ορειβατικού στιλ επικοινωνία, όπως επίσης παρατήρησα τη σπίθα που ξανάναψε στο σκοτεινό βλέμμα του. Χωρίς να περιμένει την απάντηση του Stephen, άρπαξε τα υλικά και κατευθύνθηκε προς την Compressor Route.
O Dean είχε σολάρει τη διαδρομή το 2001, και τώρα σκαρφάλωσε το διαγώνιο τμήμα της δεύτερης σχοινιάς μηχανικά, χωρίς να τοποθετήσει καμία ασφάλεια ως το τέρμα της. Σύντομα ο Stephen κι εγώ ακολουθούσαμε το ίδιο σχοινί, με απόσταση 5 μέτρων μεταξύ μας.
Στα μισά της σχισμής ο Stephen φώναξε, «Γαμώτο, δεν μπορώ να τη σκαρφαλώσω!». Ύστερα έκανε εκκρεμές έξω στη λεία πλάκα, βρίζοντας δυνατά.
«Τι κάνω τώρα;» ρώτησε.
«Σκαρφάλωσε στο σχοινί», του είπα, ξαφνιασμένος από την ερώτηση. Ήταν τόσο αναστατωμένος, που δεν με άκουσε. Αντ’ αυτού έβρισε ξανά λες κι έφταιγε η εξήγησή μου. Αυτός δεν ήταν ο Stephen που θυμόμουν.
«Τύλιξε έναν ιμάντα γύρω από το σχοινί για να ανέβεις!» του φώναξε ο Dean από πάνω.
«Εντάξει, το έκανα – και τώρα;».
Ενώ οι οδηγίες συνεχίζονταν, τον παρακολουθούσα από ένα σημείο όπου πατούσα καλά. Θα ήταν αρκετά κωμικό, μόνο που τώρα είχε διακοπεί ο ρυθμός της αναρρίχησής μας. Όμως, όταν φτάσαμε στο ρελέ του Dean, η ένταση είχε εξαφανιστεί, και ανακτήσαμε ξανά την ταχύτητά μας.
Άρχισα να σκαρφαλώνω επικεφαλής καθώς οι σκιές του Cerro Torre που μεγάλωναν πάνω στον παγετώνα μάς θύμισαν ότι το βράδυ πλησίαζε. Στην πρώτη σειρά πλακετών του Maestri o Dean μάς έδειξε πώς να κινούμαστε γρήγορα μέσα από τα ιστορικά χειροτεχνήματα και ώσπου να σκοτεινιάσει είχαμε φτάσει τους Ice Towers σε ένα καλό ρελέ.
«Θα πάω εγώ μπροστά», ανακοίνωσε ο Stephen.
O Dean κι εγώ ανταλλάξαμε ένα βλέμμα με νόημα. Ύστερα από ένα τέταρτο έπεσε η νύχτα. Μισή ώρα μετά ο Stephen υποχώρησε στο ρελέ, έχοντας χάσει και το τελευταίο ίχνος από τον ενθουσιασμό του.
«Θα οδηγήσει ο Marco», πρόσταξε ο Dean. Ξεκίνησα μέσα στο σκοτάδι με ζήλο, και είκοσι λεπτά αργότερα ήμουν στο ρελέ. Καθώς τους ασφάλιζα άκουγα τον Dean να μιλά στον Stephen όπως μιλά ένας πατέρας στο γιο. Εκείνη στη στιγμή κατάλαβα ότι ένα εγώ είχε καταρρεύσει.
Στις 2 π.μ. η ησυχία μας είχε έναν αέρα μεταμέλειας. Καθόμασταν στον καναπέ που είχαμε σμιλέψει στον πάγο, με τα πόδια μας να κρέμονται μέσα στη νύχτα. Τα δικά μου ήταν ζεστά, χάρη στον Dean, ο οποίος μου είχε δανείσει την πουπουλένια σαλοπέτα του. Η εκτίμησή μου γι’ αυτόν μεγάλωνε.
Η αυγή χάραξε σαν ένας καινούργιος κόσμος, ασυγκράτητος και χρυσαφένιος. Επέστρεψα το παντελόνι στον Dean, o οποίος σκαρφάλωσε τρέχοντας τον τοίχο από πάνω μας. Τρεις ώρες αργότερα ήμασταν πάνω στο μανιτάρι της κορφής, χορεύοντας στον άνεμο. Τα κοκκινισμένα μάτια του Stephen έλαμπαν από ευχαρίστηση καθώς έβγαζε φωτογραφίες τον εαυτό του. Γέλασα, κόλλησα το κέφι του και απαθανάτισα τον Dean με τη μηχανή μου, με τα μαύρα μαλλιά του να πετούν στον αέρα, ενώ έψαχνε για ένα σημείο για να κάνει base jump από την κορφή. Όμως, no es possible, απ’ ό,τι διαπιστώσαμε, η κορυφή του Cerro Torre δεν έχει αρκετή κλίση για μια απογείωση.
Que lindo. Για να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η ζωή είναι πραγματικά μαγική και σπουδαία, έπρεπε να περάσουμε ακόμα δέκα ώρες κάνοντας ραπέλ.
ΜΕ ΤΟΝ STEPHEN ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΧΝΑ «ΑΣ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ». Ο Dean συνάντησε τη γυναίκα του για ένα άλλο σκαρφάλωμα. Τώρα, τρεις μέρες πριν από την αναχώρησή μας από την Παταγονία, ο Stephen κι εγώ ήμασταν στα μισά μιας νέας διαδρομής στο Cerro Standhardt, συζητώντας. Εκείνο το πρωί, τραβερσάροντας από σχισμή σε σχισμή, είχα τοποθετήσει λιγότερες ασφάλειες απ’ ό,τι συνήθως για να μειώσω τις τριβές του σχοινιού. Όταν ο Stephen παραπονέθηκε για τη φτωχή μου ασφάλιση στις τραβέρσες, άρχισα να τοποθετώ περισσότερες – ύστερα με κατέκρινε για τις τριβές και τον κακό χειρισμό των σχοινιών. «Άντε γαμήσου», του είπα, εκπλήσσοντας ακόμα και τον εαυτό μου. Ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή μου που έλεγα τέτοια κουβέντα σε κάποιον στο βουνό. «Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Μπορούμε και να γυρίσουμε». Ο Stephen φαινόταν σοκαρισμένος όσο κι εγώ από το ξέσπασμά μου. Ωστόσο ύστερα από ένα λεπτό με ηρέμησε με περισσότερη κουβέντα κι έτσι συνεχίσαμε. Φτάσαμε σε μια βαθιά καμινάδα. Νερό έμοιαζε να γεμίζει τον αέρα, κελαρύζοντας μέσα, κάτω και πίσω από τον κάθετο πάγο στο πίσω μέρος της καμινάδας.
Στην κορυφή της σχοινιάς κοίταξα το πόδι μου: το δέρμα στον αστράγαλό μου είχε ξεφλουδίσει ως το κόκαλο. Η σκέψη ότι σκαρφάλωνα σόλο αυτή τη σχοινιά είχε σκεπάσει κάθε άλλη έγνοια.
Ο Stephen ξεκίνησε επικεφαλής, όμως, όταν το σχοινί τέντωσε, συνέχισε να σκαρφαλώνει. «Κάνε ρελέ!» φώναξα. Το σχοινί εξακολούθησε την πορεία του. Δεν είχα άλλη επιλογή παρά ν’ αρχίσω να σκαρφαλώνω παράλληλα πίσω του, μουρμουρίζοντας μόνος μου καθώς το παγερό νερό μούσκευε τα ρούχα μου και πάγωνε το κορμί μου. Αφού προσπεράσαμε αρκετά σημεία ρελέ, συνειδητοποίησα ότι ο Stephen νοιαζόταν μάλλον περισσότερο να εξασφαλίσει για τον εαυτό του ένα ηλιόλουστο ρελέ παρά για την ασφάλειά μας. Στα μισά της καμινάδας ήξερα ότι η αναρριχητική μας σχέση είχε αναπόφευκτα τελειώσει.
ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΣΧΕΔΟΝ ΣΙΩΠΗΛΟ ΜΠΙΒΟΥΑΚ. Το επόμενο πρωί συνέχισα επικεφαλής μέσα στο σκοτάδι και την ομίχλη. Με το πρώτο φως συνειδητοποίησα ότι είχαμε φύγει πολύ αριστερά, γι’ αυτό γύρισα πίσω προς την είσοδο της Exocet Chimney. Το φως της μέρας κι ένα φρέσκο στρώμα από συμπαγές waterice έκαναν ξανά απολαυστικό το σκαρφάλωμα. Παρόλο που η βροχή και ο άνεμος είχαν σηκωθεί ελαφρώς στην κορυφή της καμινάδας, η βράχινη σχοινιά αποδείχτηκε ευκολότερη από το αναμενόμενο. Ύστερα από μια ακόμα χαμένη τραβέρσα μέσα στην ομίχλη τα καταφέραμε να φτάσουμε στο μανιτάρι της κορυφής. Ένα μέτρο το λεπτό, ανεβαίνοντας σε αυτό το κάθετο, αρνητικό χιόνι, κάθε κίνηση έμοιαζε με αυτοτελή ιστορία: ανάπνευσε, σκούπισε το χιόνι και το νερό από το πρόσωπό σου, χτύπα το πιολέ, ανορθώσου, βγάλε το πιολέ, συνέχισε… Στην κορυφή η ομίχλη με τύλιξε, όμως ενώ ο Stephen σκαρφάλωνε, ο ουρανός άρχισε να καθαρίζει. Σπασμένα σύννεφα περνούσαν με τις ριπές του ανέμου πάνω από την κορυφή του Cerro Torre. Όταν ξεπρόβαλε ο Stephen, οι οβελίσκοι εξείχαν μέσα από έναν ωκεανό καταχνιάς. Γελάσαμε με όσα μαγικά μας περιέβαλλαν. Αγνή ευτυχία πραγματωμένη από το πουθενά.
>> Αλάσκα
«ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΕΡΘΕΙΣ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΣΤΗ RUTH;» ρώτησα τον Rok τον Ιούνιο στο αεροδρόμιο του Kahiltna.
Ήμουν συνεπαρμένος από ενθουσιασμό αλλά και ανακουφισμένος όταν τον βρήκα πίσω στην κατασκήνωση. Τρεις μέρες νωρίτερα, τον είχα δει τελευταία φορά ενώ εκείνος και σχοινοσύντροφοί του –οι Matej Kladnik και Tine Cuder– μετατρέπονταν αργά σε ολοένα μικρότερες κουκκίδες από κάτω μας, καθώς ο Matej Bizjak κι εγώ σκαρφαλώναμε στην Cassin Ridge του Denali. Τις επόμενες δεκατέσσερις ώρες, ενώ ο άνεμος κάλυπτε τα πρόσωπά μας με χιόνι και η κόψη ορθωνόταν μπροστά μας ατελείωτη, οι άλλοι τρεις είχαν εξαφανιστεί εντελώς μέσα στα σύννεφα. Όταν ο Matej κι εγώ επιστρέψαμε στις σκηνές μας στην κατασκήνωση των 4.260 μέτρων, δεν ακούσαμε τίποτα για τους Σλοβένους φίλους μας. Ανήσυχος, είχα επικοινωνήσει με τους διασώστες, μόνο για να μάθω ότι το τρίο είχε κατέβει και κοιμούνταν στις σκηνές τους χωρίς να στείλουν κανένα μήνυμα για την ασφαλή τους επιστροφή.
Τώρα το αστραφτερό βλέμμα του Rok μεταβίβαζε την απάντησή του. Στα είκοσι τέσσερά του, έδειχνε πεινασμένος για όλα τα είδη αναρρίχησης πράγμα που μου θύμιζε τον εαυτό μου στα νιάτα μου. Η υποχώρηση από τα μισά σχεδόν της Cassin με κακοκαιρία δεν μπορεί να ήταν εύκολη, και παρόλο που εκείνος και οι σχοινοσύντροφοί του ήταν εξαντλημένοι, φαίνονταν σχεδόν πιο ευχαριστημένοι με την περιπέτειά τους απ’ ό,τι ήμασταν εμείς με την κορφή που είχαμε κάνει. Ένα λεπτό αργότερα οι δυο μας καταστρώναμε τα νέα μας σχέδια.
Είχα φτάσει στην Αλάσκα με το σλοβένικο στρατό. Ο Matej Bizjak κι εγώ είχαμε καταφέρει να κάνουμε εύκολα μια ανάβαση στο Mt. Hunter’s Mini Moonflower πριν να εγκλιματιστούμε για την Cassin στη Δυτική κόψη του Denali. Από την αρχή όμως ήθελα να πάω στο Ruth Gorge.
Την μέρα ακριβώς μετά την Cassin εγκαταλείψαμε βιαστικά το αεροδρόμιο του Kahiltna σαν να προσπαθούσαμε να σωθούμε από κάποια φυσική καταστροφή – τόσο γρήγορα, στην πραγματικότητα, ώστε ξεχάσαμε τα φτυάρια και τα σκι μας. Δυο πρωινά αργότερα ο ήλιος που χτυπούσε τις κορφές μάς παρέσυρε στη βάση της Cobra Pillar του Mt Barrill.
Ο Rok παρατήρησε τη διαδρομή. «Κάνει κρύο», είπε, «και ο βράχος είναι υγρός και σαθρός…»
«Ας κλείσουμε το βιβλίο με τις δικαιολογίες», είπα κι άρχισα να σκαρφαλώνω. Δεν θα σπαταλούσα χρόνο προσπαθώντας να τον μεταπείσω.
Σύντομα με είχαν συνεπάρει τα περάσματα και οι εναλλαγές του βράχου – ο διάστικτος γρανίτης που τρεμόφεγγε αλλάζοντας αποχρώσεις του γκρίζου, του λευκού και του πορτοκαλί. Οι κρύσταλλοι ήταν τόσο μεγάλοι, ώστε κολλούσαν στα αναρριχητικά μου παπούτσια.
Όταν έκανα on sight το πρώτο crux, αποφασίσαμε ότι θα οδηγούσα τις δύσκολες σχοινιές, και νωρίς το απόγευμα είχαμε ήδη σκαρφαλώσει τη μισή διαδρομή. Άρχισα σιγά σιγά να μεταδίδω τον ενθουσιασμό μου στον Rok, ενώ ο ρυθμός και η απόλαυση από τα προηγούμενα τμήματα της διαδρομής με βοήθησαν να κάνω την εκτεθειμένη τραβέρσα σε πλάκα για να φτάσω στη βάση μιας κάθετης, μεγάλης σχισμής. Εδώ το σχεδιάγραμμα που είχαμε ανέφερε ότι χρειαζόμασταν ένα τεσσάρι Camalot, μια λεπτομέρεια που ο Rok επανέλαβε για το καλό μου.
«Αν ο γερο-Donini τα κατάφερε σ’ αυτή τη σχισμή χωρίς το τεσσάρι, το ίδιο θα κάνουμε κι εμείς!» του είπα.
Ο Rok χαμογέλασε ελαφρά, σαν να έλεγε, «Για να δούμε».
Δέκα μέτρα πιο πάνω, άρχισα να πληρώνω για την αλαζονεία μου. Σε κάθε μου κίνηση η σχισμή έμοιαζε να φαρδαίνει, να γίνεται πιο κάθετη και με πιο κοίλες ακμές. Κοιτάζοντας την τελευταία ασφάλεια που είχα τοποθετήσει δέκα μέτρα πιο κάτω, προσπάθησα να πιέσω το σώμα μου πιο βαθιά μέσα σ’ αυτήν. Τελικά σφήνωσα το πόδι μου μέσα στη σχισμή με τέτοια σφοδρότητα, ώστε ο αστράγαλός μου έγινε το camalot που μας έλειπε. Στην κορυφή της σχοινιάς κοίταξα το πόδι μου: το δέρμα στον αστράγαλό μου είχε ξεφλουδίσει ως το κόκαλο. Η σκέψη ότι σκαρφάλωνα σόλο αυτή τη σχοινιά είχε σκεπάσει κάθε άλλη έγνοια.
Είχαμε μόνο ένα ζευγάρι μπότες, κι εφόσον εγώ σκαρφάλωνα επικεφαλής, συνέχισα στο βαθύ χιόνι, ενώ ο Rok ακολουθούσε στα βήματά μου με αναρριχητικά παπούτσια, έχοντας ξεχάσει από ώρα τους πρότερους ενδοιασμούς του. Όταν στάθηκα στο χιονισμένο πλατό της κορφής παρακολουθώντας την έκφρασή του να μετατρέπεται από αυτήν την εξάντλησης σε αυτήν της χαράς, σκέφτηκα τον Matej, έξι μέρες νωρίτερα, στην κορυφή του Denali, να ακτινοβολεί χαρά και περηφάνια καθώς και μια παιδιάστικη αθωότητα.
Πόσο φαινόμαστε σαν καθρέφτης ο ένας στον άλλο σε τέτοιες στιγμές;
>> Θιβέτ
ΤΟ 1996, Η ΠΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΣΕΡΑΚ στο Api Himal είχε στραπατσάρει τον αστράγαλό μου. Πίσω στην Κατμαντού, ισορροπούσα πάνω στις πατερίτσες μου χαζεύοντας στο βιβλιοπωλείο Pilgrims, όταν την προσοχή μου τράβηξε μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία μιας πυραμιδόσχημης κορυφής με μια τέλεια κόψη. Στο κινέζικο κείμενο δεν μπόρεσα να διακρίνω παρά μόνο το υψόμετρό της –λίγο παραπάνω από 7000 μέτρα– και το όνομά της στα αγγλικά: Chomolhari. Δεν μπόρεσα να διαβάσω τίποτα περισσότερο στο βιβλίο, έτσι το έβαλα στη θέση του.
Δυο χρόνια αργότερα επέστρεψα στην Κατμαντού, όμως αν κι έψαξα ξανά γι’ αυτό το βιβλίο, δεν μπόρεσα να το βρω. Θυμόμουν μόνο το όνομα της κορφής καθώς είχα πέσει και σε μια φωτογραφία της στο διαδίκτυο με μια λεζάντα που αποκάλυπτε τη θέση της: Bhutan. Σ’ έναν άλλο ιστότοπο βρήκα ότι μια γιαπωνέζικη αποστολή την είχε σκαρφαλώσει το 1996. Περαιτέρω έρευνα με οδήγησε στο Γιαπωνέζο εξερευνητή και ειδήμονα των Ιμαλαΐων, Tamotsu Namakura, ύστερα στο Βρετανό αναρριχητή Roger Payne, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει την τέταρτη ανάβαση, μαζί με την Julie-Ann Clyma, το 2004, και ο οποίος μου είπε ό,τι γνώριζε γι’ αυτό το μυστήριο βουνό.
Ανυπομονούσα να το δοκιμάσω.
ΟΙ «ΘΗΡΕΥΤΕΣ ΤΙΡΚΟΥΑΖ» ΗΤΑΝ ΤΩΡΑ ΑΡΚΕΤΑ ΠΙΣΩ μας, όπως και η βαθυγάλανη λίμνη της κατασκήνωσης βάσης. Από ένα μπιβουάκ στη βάση της βόρειας όψης του Chomolhari ο Lori κι εγώ κατευθυνθήκαμε σε ένα λούκι που μας παρείχε πρόσβαση στη διαδρομή μας στη βορειοδυτική κόψη. Λίγο πριν φτιάχναμε τους κοινόχρηστους χώρους με τους σχοινοσυντρόφους μας κάτω στην κατασκήνωση βάσης, όμως αυτό το πρωινό, μετά τον καφέ, τέσσερις φακοί –οι Rok, Tine, Samo και Matej– είχαν διασχίσει τον παγετώνα προς ένα λούκι στα αριστερά μας. Τώρα είχαμε χωριστεί, ο καθένας με τις δικές του αμαρτίες, επιθυμίες και αινίγματα. Τριακόσια μέτρα και τρεις μεγάλες σχοινιές αργότερα κάθισα στην ηλιόλουστη πλαγιά στο τέρμα του λουκιού, μαζεύοντας σχοινί, καθώς ο ακατάπαυστος άνεμος στροβίλιζε το χιόνι στη βόρεια πλευρά της κορφής. Από την ανατολή, ο ήλιος έριχνε έντονες, σκούρες σκιές, δημιουργώντας ένα ιριδίζον φωτοστέφανο πάνω από το βουνό. Είχαμε διαβάσει ότι το Chomolhari ήταν κατοικίας μιας πριγκίπισσας. Δεδομένου ότι ο άνεμος που είχε καταστρέψει την κατασκήνωση βάσης μας συνέχιζε τώρα να σαρώνει την ορθοπλαγιά από πάνω μας, πραγματικά θα χρειαζόμασταν την ευλογία της για να τα καταφέρουμε.
ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΣΧΟΙΝΟΣΥΝΤΡΟΦΙΑ Ο ΚΑΘΕ ΑΝΑΡΡΙΧΗΤΗΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ ποιος είναι ο ρυθμός του και προσπαθεί να τον διατηρεί. Με τον Lori δεν χρειαζόμασταν να το συζητήσουμε. Είναι ένας ήρεμος άνθρωπος ο οποίος προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στα εγώ που τον περιβάλλουν. Αντιμέτωπος με τις ισχυρές απόψεις μου, σπάνια προσπαθούσε να επιβάλει τις δικές του. Καθώς προχωρούσαμε με παράλληλη κίνηση στη χιονισμένη κόψη, συνέχισα μπροστά, όπου θα παρέμενα σε όλη την ανάβαση.
Σκαρφαλώσαμε στο πρώτο βράχινο ζωνάρι το απόγευμα, με τον άνεμο να ξυρίζει τα πρόσωπά μας με κρυστάλλους πάγου. Οι ριπές ήταν τόσο ισχυρές, ώστε σκέφτηκα να υποχωρήσουμε. Σταδιακά όμως συνήθισα ακόμα και σε αυτές.
Κάτω από μια μικρή κορνίζα κρυβόταν μια βράχινη σπηλιά όπου σκάψαμε προσεκτικά ένα πατάρι για το μπιβουάκ. Μέσα στη σκηνή μας πια, το μόνο που ακούγαμε ήταν ο αέρας όταν ράντιζε με λίγο χιόνι τα τοιχώματά της σαν ζάχαρη πάνω σε λουκουμά. Η άνετη γωνιά μας διεύρυνε τις φιλοδοξίες μου.
«Αν ξεκινήσουμε με το πρώτο φως αύριο, ίσως φτάσουμε ακόμα και στην κορφή», είπα ενώ μαγείρευα. «Κάπως θα κατέβουμε».
Ο Lori έγνευσε καταφατικά, μισοκοιμισμένος.
Νωρίς το πρωί αναχωρήσαμε μόνο με ένα ελαφρύ σακίδιο. Το χιόνι, μαλακό κι έχοντας σχηματίσει μικρές κορνίζες με το φύσημα του αέρα, μάς ανάγκασε να σκαρφαλώσουμε κλίσεις πιο απότομες από αυτές που θα επιλέγαμε διαφορετικά. Σύντομα έγινε σαφές ότι η κορφή ήταν σε μεγάλη απόσταση.
Ο άνεμος μάς διατρυπούσε σηκώνοντας το χιόνι. Στο ρελέ ο Lori είχε μια έκφραση πόνου. Θα γελούσα, όμως δεν είχα διάθεση για αστεία. Πρώτη φορά δεν είχα καν διάθεση για φωτογραφίες.
Καλέσαμε τον Damijan στον ασύρματο. «Δεν σας βλέπω», είπε.
Πώς δεν μας έβλεπε αφού εμείς βλέπαμε την κατασκήνωση, εκεί στις άκρες των δαχτύλων μας;
«Πότε θα φτάσετε στην κορφή;» ρώτησε.
Ήταν πραγματικά ανάρμοστη ερώτηση. Τώρα έπρεπε να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτό. Μας πήρε μισή μέρα για να φτάσουμε σε μια μικρή τριγωνική πλαγιά κάτω από ένα δεύτερο βράχινο σκαλοπάτι. Μια απαιτητική σχοινιά μάς οδήγησε σε μια καμινάδα που την κάλυπτε μια μεγάλη κορνίζα, αναγκάζοντάς με να πάω αριστερά σε στενά, χωρίς συνοχή ζωνάρια πάγου και χιονιού. Το σκαρφάλωμα προχώρησε γρήγορα στην αρχή, όμως τα ζωνάρια μίκραιναν καθώς η κλίση μεγάλωνε, και συχνά δεν ήταν κολλημένα σε βράχο. Επικεντρωνόμενος σε κάθε στιγμή, σε κάθε επόμενο μικρό σημείο κούφιου πάγου, ένιωθα σαν να σκαρφάλωνα μια αθλητική διαδρομή όπου δεν ήξερα αν μπορούσα να κάνω την επόμενη κίνηση.
Τραβερσάρισα σε ένα βράχινο κέρατο, από το οποίο κατεβήκαμε διαγώνια προς την κορυφή της καμινάδας. Άλλη μια σχοινιά μέσα σε μια σήραγγα ανέμου μας έφερε στο πατάρι του πάνω πεδίου χιονιού και σε ένα λούκι, το οποίο με τη σειρά του οδηγούσε σε μια κάθετη βράχινη ορθοπλαγιά. Από πάνω, δεν βλέπαμε λογικό πέρασμα. Όσο περισσότερο το παρατηρούσαμε, τόσο ο δρόμος μπροστά μας φάνταζε αβέβαιος.
«Εκεί δεξιά υπάρχει ένα σημείο να προφυλαχτούμε», είπε ο Lori κοντανασαίνοντας.
«Ναι, το βλέπω. Όμως η διαδρομή μας ανεβαίνει στην κόψη».
«Μπορούμε να πάμε από δεξιά».
«Διαλέξαμε την κόψη. Ας τη σκαρφαλώσουμε. Εξάλλου, δεν έχουμε υλικά για μπιβουάκ».
«Μπορούμε να διανυκτερεύσουμε και χωρίς αυτά». Η φωνή του ακουγόταν ήδη παραιτημένη.
Δεν ήθελα να το συζητήσω περισσότερο, έτσι κινήθηκα προς την κόψη. Καθώς συνέχιζα, συνειδητοποίησα πόσο διαφορετικά βιώναμε εγώ κι εκείνος αυτή τη διαδρομή. Το κίνητρο του Lori δεν είχε μεγαλώσει μετά τα δέκα χρόνια επιθυμίας. Οι διαφορετικές μας ελπίδες, αμφιβολίες και αυταπάτες διαμόρφωναν τις σκέψεις και τις αντιδράσεις μας με τρόπους που δεν μπορούσαμε να εκφράσουμε απόλυτα. Θα ήταν ανόητο να προσπαθήσω να μιλήσω γι’ αυτές με τον Lori, όπως θα ήταν και με τον Matej, τον Rok ή τον Dean.
Στην ίδια ανάβαση η ιστορία του κάθε ορειβάτη προβάλλεται σαν ξεχωριστή ταινία. Μπορεί κανείς να περιορίσει τη διαδρομή σε μια μόνο κίνηση, όμως κάθε αναρριχητής θα τη βιώνει πάντα διαφορετικά ανάλογα με το πόσο προπονημένος ήταν, ανάλογα με τις γνώσεις και τις προσδοκίες του. Θυμήθηκα την ταινία του Akira Kurosawa, Rashomon, η οποία αφηγείται το σενάριο ενός βιασμού και φόνου από τέσσερις διαφορετικές προοπτικές. Η αφήγηση κάθε ήρωα διαφέρει απίστευτα από εκείνη των άλλων. Αν προσπαθήσουμε να συζητήσουμε μια αναρριχητική διαδρομή μετά το πέρας της, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ξαναβιώσουμε την “πνευματική ταινία” μας, ούτε καν για εμάς προσωπικά. Όταν τελειώνουμε μια διαδρομή, δεν είμαστε πια εκείνος που την ξεκίνησε.
Στην αρχή της αναρρίχησής μας ο Lori κι εγώ μοιραζόμασταν τον ίδιο στόχο: την κορυφή. Τώρα, κουρασμένος από την ευθύνη όλων των αποφάσεων και την ανάληψη όλης της ευθύνης, σκεφτόμουν ότι αν καταφέρναμε μόνο να βρούμε το δρόμο και να σκαρφαλώσουμε τα δύσκολα κομμάτια, ύστερα μπορούσαμε και να επιστρέψουμε – γιατί αν κάναμε τα crux, φυσικά θα μπορούσαμε να κάνουμε και κορφή. Εγώ θα ήμουν ικανοποιημένος και μ’ αυτή μόνο την πιθανότητα. Θα ήταν κι ο Lori;
Βρήκα ένα άλλο πιθανό σημείο διανυκτέρευσης, συνέχισα ως το τέλος του λουκιού και βεβαιώθηκα ότι η χιόνινη πλαγιά από πάνω μας οδηγούσε πίσω στην κόψη. Θα έψαχνα αργότερα για πέρασμα.
Κατεβήκαμε 500 μέτρα κάνοντας ραπέλ, αφήνοντας είκοσι μέτρα σταθερό σχοινί στην καμινάδα, και συρθήκαμε ξανά στο αντίσκηνο πίσω από την κορνίζα στο σκοτάδι. Κοιμηθήκαμε με τον ήχο του ανέμου που έριχνε απαλά χιόνι πάνω στο ύφασμα της σκηνής.
Το πρωί, με πλήρη εξοπλισμό, ξανασκαρφαλώσαμε τα μέτρα της προηγούμενης μέρας, τοποθετώντας πιολέ-κραμπόν στα ίχνη που είχαμε αφήσει.
Χαρά και ικανοποίηση ζωήρεψαν το αξύριστο, καμένο από τον αέρα πρόσωπό του, όμως η εξάντληση και η έκθεση στις δύσκολες συνθήκες είχαν βαθύνει τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια του. Η δοκιμή αντοχής, συνειδητοποίησα, συνεχιζόταν…
Από την άκρη του τριγωνικού πεδίου χιονιού παρατήρησα τέσσερις μικροσκοπικές κουκκίδες που κατέβαιναν ένα λούκι. Εκείνο το πρωί ο Damijan μάς είχε ανακοινώσει στον ασύρματο ότι τα άλλα μέλη της ομάδας μας είχαν κάνει κορφή. Χαιρόμουν γι’ αυτούς, κι ένιωθα περήφανος που είχαν –είχαμε– πατήσει την κορυφή. Η αποστολή είχε στεφτεί από επιτυχία. Τώρα ο Lori κι εγώ μπορούσαμε να επιστρέψουμε. Προχωρήσαμε μέσα στον αέρα που σήκωνε το χιόνι προς το νέο σημείο διανυκτέρευσής μας, όπου αφαιρέσαμε το χιόνι που είχε συσσωρεύσει ο αέρας κι αρχίσαμε να φτιάχνουμε χιονότρυπα στο σκληρό πάγο από κάτω. «Τι λες;» ρώτησα τον Lori ενώ μαγείρευε. «Ε;» «Μ’ αυτό τον αέρα…» Δεν τελείωσα τη φράση μου. Ξέρω καλά τις στιγμές που η αμφιβολία και οι υποθέσεις παίρνουν διαστάσεις επιδημίας. Ανάμικτες με φόβο, μπορούν να σε ωθήσουν σε απελπισμένη νοσταλγία για άνεση, άραγμα και βεβαιότητα – όπως η διάρροια. Το πρωί το κρύο, η κούραση και οι αμφιβολίες αναμιγνύονταν με τον κάθετο βράχο από πάνω μας και δρούσαν σαν ηρεμιστικό, κι έτσι ξεκινήσαμε πιο αργά απ’ ό,τι θα άρμοζε σε μια μέρα κορφής, πετώντας διάφορες δικαιολογίες ενώ ετοιμαζόμασταν να εγκαταλείψουμε τη σκηνή. Σκαρφάλωσα προς την κόψη, μέχρι που με αναχαίτισε μια άβυσσος. Γύρισα πίσω, πέρασα τον τοίχο από δεξιά, έκανα μια μεγάλη σχοινιά κι έφτιαξα ένα κρεμαστό ρελέ σε πάγο. Όταν μ’ έφτασε ο Lori, η ανάσα του ήταν κοφτή και κουρασμένη, και τα βλέφαρά του βαριά. «Είμαι ένα μάτσο χάλια», είπε. Το είχα καταλάβει ήδη, όμως θα ήταν καλύτερα αν δεν είχε πει τίποτα. «Κρυώνω λίγο», του είπα για να καταλάβει ότι συνέπασχα. «Δεν μπορούμε να πάμε ευθεία επάνω. Βλέπεις εκείνο το αρνητικό;» «Ναι…» «Εντάξει, θα δω τι παίζει από αριστερά μετά τη γωνία». Ήμουν πολύ κοντά στο να νιώθω όπως πίστευα ότι ένιωθε εκείνος: αν δεν υπήρχε πέρασμα μετά τη γωνία, θα επιστρέφαμε. Η περιέργεια και η δυσπιστία ενώθηκαν σε ένα άνοστο μίγμα που το μασούσα όσο σκαρφάλωνα. Τελικά αποφάσισα: μια σχοινιά ακόμα. Αν δεν τελείωνε τότε, θα εγκαταλείπαμε. Με αυτό στο μυαλό μου προχώρησα στη βάση της καμινάδας, τοποθετώντας τα εργαλεία μου λες και ήμουν σε σπορ πεδίο. Οι ασφάλειες, αν και λίγες, ήταν καλές και η καμινάδα πρόσφερε ένα απατηλό καταφύγιο. Όταν μια από τις μύτες μου πετάχτηκε έξω, σκέφτηκα, «τουλάχιστον αν πέσω, θα έχουμε έναν καλό λόγο για να γυρίσουμε». Στην κορυφή της καμινάδας συνειδητοποίησα με ανακούφιση ότι μόνο μια χιονισμένη κόψη μάς χώριζε από την κορφή. Με κατέλαβε η μελαγχολία της νίκης. Όλα μου τα κίνητρα συρρικνώθηκαν στην εξής μία ιδέα: το μόνο που ήθελα να αποδείξω ήταν ότι το route-finding μου ήταν σωστό. Το μυστήριο είχε λυθεί. Μπορούσαμε να κατεβούμε. Κάθε φορά που έκανε κίνηση ο Lori, του έπαιρνα σχοινί για να τον επιταχύνω. Όταν με έφτασε, είπε ασθμαίνοντας, «δεν νιώθω σχεδόν τα δάχτυλά μου. Τα μεγάλα δάχτυλα στα πόδια μου έχουν μουδιάσει». «Εντάξει: σκαρφαλώσαμε τις δυσκολίες. Τώρα μπορούμε να γυρίσουμε», είπα, βάζοντας σε λέξεις τη σκέψη που έβλεπα στα μάτια του τις τελευταίες ώρες. Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Τι; Είσαι τρελός; Θα σκαρφαλώσουμε κι αυτό το τελευταίο κομμάτι!». Από τα λόγια του ανάβλυζε ζωντάνια, ξεπερνώντας κάθε έννοια για τα δάχτυλά του. Ο Lori βρισκόταν σε διαφορετική ταινία από αυτήν που είχα φανταστεί. Δεν χρειαζόταν ν’ ακούσω τίποτα άλλο. «Ως την κορφή», συμφώνησα.
ΣΤΗΝ ΚΟΡΦΗ ΕΝΟΣ ΚΑΘΕΤΟΥ ΒΡΑΧΙΝΟΥ ΠΕΡΑΣΜΑΤΟΣ σκεπασμένου με χιόνι, η κόψη ίσιωνε μπροστά μας στον ορίζοντα. Τράβηξα το σχοινί προς το μέρος μου ενώ ο ήλιος, που είχε χαθεί τις τελευταίες μέρες, ζέσταινε το ρελέ μου.
Λυθήκαμε. Έβγαλα το μποντριέ μου, το οποίο με ενοχλούσε από νωρίς το πρωί, και άρχισα να βαδίζω αργά προς την κορφή, ήρεμος και χαλαρωμένος, χωρίς να σταματώ. Στην κορυφή του Chomolhari κοίταξα γύρω μου. Το μυστηριώδες Μπουτάν φαινόταν στο νότο. Ο Lori ανέβαινε προς το μέρος μου με φόντο το μυστικιστικό τοπίο. Η πριγκίπισσα μας είχε επιτρέψει να φτάσουμε στην κορφή. Είχαμε περάσει τη δοκιμή της θέλησης.
Χαρά και ικανοποίηση ζωήρεψαν το αξύριστο, καμένο από τον αέρα πρόσωπό του, όμως η εξάντληση και η έκθεση στις δύσκολες συνθήκες είχαν βαθύνει τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια του. Η δοκιμή αντοχής, συνειδητοποίησα, συνεχιζόταν.ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΜΠΙΒΟΥΑΚ ΜΑΣ, έριξα το αντίσκηνο για να αποφύγω κάθε πιθανότητα συζήτησης για το αν θα περνούσαμε κι άλλη νύχτα εκεί. Ο Lori με έφτασε κάνοντας καταρρίχηση και μου ανακοίνωσε ότι το σχοινί είχε σφηνώσει. Χωρίς λόγια, χωρίς θέληση, ξανασκαρφάλωσα ως το ρελέ.
Ριπές ανέμου μάς μαστίγωναν με χιόνι, όμως δεν με ένοιαζε πια. Το σχοινί χτυπούσε στον αέρα. Ωστόσο, κάθε του χτύπημα έφερνε ένα θριαμβευτικό αίσθημα: η αβεβαιότητα εξαφανιζόταν. Στο πρώτο μπιβουάκ εξέφρασα την επιθυμία να συνεχίσουμε την κατάβαση.
«Θα αστειεύεσαι. Το ‘χεις χάσει;» είπε ο Lori.
Είχε ένα δίκιο: λίγη ξεκούραση θα μας έκανε καλό. «Θα ξεκινήσω το μαγείρεμα σε ένα λεπτό», ήταν η σκέψη που με συνόδεψε στον ύπνο. Όταν ξύπνησα το άλλο πρωί, ο Lori είχε αρχίσει να φτιάχνει τσάι.
ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΟΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΕΙ ΠΕΝΤΕ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ κατέβασα το σακίδιό μου με ανακούφιση. Κάμποσες κουκκίδες κινούνταν κατά μήκος της μορένας στο τέλος του παγετώνα. Ήταν τα άλλα μέλη της ομάδας μας, που έρχονταν να μας προϋπαντήσουν. Οι σκέψη των φίλων και της πατρίδας με απέσπασαν από το βουνό. Η συγκέντρωσή μου που είχε φτάσει στα όρια της τελειότητας για κάποιες μέρες εξατμιζόταν αργά. Ο Lori με ακολουθούσε με κόπο. Καταλάβαινα ότι χρειαζόταν στάση, όμως γι’ αυτό το λόγο, χωρίς ψεύτικη συμπόνια, τον ενθάρρυνα να εξακολουθήσει την κατάβαση, και συνέχισα. Ένας περαστικός θα μπορούσε να παρερμηνεύσει τη συνάντησή μου με τους συντρόφους μας. Με πειράγματα και αστεία, σκουντούσαμε ο ένας τον άλλο με ψευτοβρισιές. Ο Damijan κάθισε σε μια πέτρα, προσφέροντας τραγελαφικά υπερβολικούς επαίνους. Με ανυπόμονη συμπόνια, ένευσε στον Lori που ακόμα ερχόταν κουτσαίνοντας προς το μέρος μας. «Κοίτα, μας χαιρέτισε. Μας είδε». Οι υπόλοιποι περιφερόμασταν τεμπέλικα ανάμεσα στα μπούλντερ, ενώ ο Damijan έφυγε για να βοηθήσει τον Lori. Η άφιξή τους πρόσθεσε μια νότα σοβαρότητας στη μάζωξή μας. Επιτέλους ήμασταν πραγματικά όλοι μαζί. Ο καθένας με δικά του λόγια προσπαθούσε να εκφράσει τα συναισθήματά του, όμως καταλήξαμε να γελάμε όταν έγινε φανερό ότι απλώς μιλούσαμε. «Ξέρεις τι είπε ο Lori όταν πρωτοσυναντηθήκαμε;» ρώτησε ο Damijan με σκανταλιάρικο ύφος. «Είμαι τελειωμένος». Η εξάντληση του Lori μετατράπηκε σε συστολή, κι ύστερα σε γέλιο. Για το υπόλοιπο του ταξιδιού θα χρησιμοποιούσαμε την ατάκα του σε κάθε περίσταση, ένας κωδικός για τη φυλετική φιλία μας – και για τον εξαφανισμένο τώρα κόσμο της διαδρομής μας. Η ανάβασή μας στο Chomolhari είχε γίνει ήδη παραμύθι.
>> Γαλλία
ΕΝΑ ΜΗΝΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΑΣ ΣΤΗ ΣΛΟΒΕΝΙΑ ο Lori κι εγώ μάθαμε ότι η ανάβασή μας είχε προταθεί για το Χρυσό Πιολέ. Στο μυαλό μου το βραβείο είχε χάσει εδώ και καιρό την αίγλη του, όμως αποφάσισα ότι η συμμετοχή μου στην τελετή θα μου έδινε τουλάχιστον την ευκαιρία να εκφράσω δημόσια την άποψή μου. *
*Τον Ιανουάριο, στην Grenoble, άρχισα την παρουσίασή μου στους κριτές με μια διαφάνεια του βουνού. Πάνω της είχα γράψει: «Βασισμένο σε αληθινή ιστορία».
Η αλήθεια έχει πολλές ερμηνείες. Κανείς μας δεν είναι αξιόπιστος αφηγητής. Όλες οι αναφορές αφηγούνται μια ιστορία προσαρμοσμένη σε ένα συγκεκριμένο κοινό. Ανάλογα με το αν θέλουμε να εντυπωσιάσουμε κάποιον ή να πείσουμε το κοινό ότι είμαστε γενναίοι ή παράξενοι, επιλέγουμε συγκεκριμένες στιγμές από τις αναρριχήσεις μας και αποκρύπτουμε άλλες. Όλοι τροποποιούμε τέτοιες στιγμές, ακόμα και στον εαυτό μας.
Ενώ προσπαθούσα να εξηγήσω την άποψή μου, ένα μέλος της κριτικής επιτροπής, ο Michel Piola, επέστρεψε στην αίθουσα. Παρατήρησε τον τίτλο της παρουσίασής μου και, συνοφρυωμένος, κάθισε ν’ ακούσει.
Στο τέλος της παρουσίασής μας ο Piola ήταν ο μόνος που μας έθεσε ερώτηση. «Γιατί λέτε συνεχώς ότι οδηγούσατε σε όλη τη διαδρομή; Εγώ δεν εξηγούσα ποτέ τέτοιες λεπτομέρειες στις διαδρομές μου».
«Επειδή είναι ένα γεγονός το οποίο έχει κάποια σημασία στον κόσμο του αλπινισμού», απάντησα.
Όταν τέλειωσε η ανάκρισή μου, κατέβηκα από το βήμα. Θα ήταν καλύτερο, αναρωτήθηκα, αν παρουσίαζα κάποια δεδομένα και παρέλειπα άλλα; Ή μήπως αν δεν μιλούσα καθόλου για τη διαδρομή; Τι μένει, αλήθεια, όταν τελειώσει μια διαδρομή;
Ένας χρυσός πυρετός έμοιαζε να έχει καταλάβει την αίθουσα. «Οι πιο σημαντικές αναρριχήσεις είναι εκείνες στις πιο ψηλές κορφές», άκουσα να διδάσκει την κριτική επιτροπή ένας χρυσοθήρας. «Οι onsight ελεύθερες αναρριχήσεις είναι το καλύτερο δυνατό στιλ». Καθώς σκεφτόμουν το ερώτημα του Piola, συνειδητοποίησα ότι αυτό που έχει σημασία στην Grenoble δεν είναι τα γεγονότα, αλλά μάλλον οι ιστορίες που αφηγούνται οι υποψήφιοι. Το Χρυσό Πιολέ είναι πράγματι ένας διαγωνισμός – ένας διαγωνισμός αφήγησης.
Τη στιγμή ακριβώς που ο εκφωνητής ανακοίνωνε τα ονόματά μας ως νικητών του Χρυσού Πιολέ 2007, ήξερα ότι έπρεπε να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία για να μιλήσω.
Δέχτηκα το επιχρυσωμένο πιολέ από τον παρουσιαστή, κι ύστερα το πέρασα στον Lori. Πόσο μακριά φάνταζε τώρα το Chomolhari από αυτή τη σύγχυση που δημιουργούσαν οι κάμερες, οι προβολείς και τα ονόματα των χορηγών. «Το Χρυσό Πιολέ», είπα στο μικρόφωνο, «είναι σαν διαγωνισμός ποπ μουσικής ή καλλιστεία. Είναι μάταιο να παρουσιάσει κανείς μια άξια λόγου σύγκριση μεταξύ τόσο διαφορετικών αναρριχήσεων».
Τα λόγια μου έγιναν δεκτά με τα παραξενεμένα βλέμματα των ακροατών, όμως ένιωθα γαλήνιος: η συνείδησή μου είχε ικανοποιηθεί. Απέναντι στις «χρυσές» εμπειρίες που είχα βιώσει κατά τις αναρριχήσεις μου το 2006 το πιολέ δεν σήμαινε τίποτα.
Κάθε συναίσθημα είναι μοναδικό. Κάθε σχοινοσυντροφιά είναι μοναδική. Κάθε διαδρομή είναι μοναδική. Ο Stephen, o Dean, o Matej, o Rok και ο Lori ξεχώριζαν όλοι στιγμές από τις διαδρομές μας που θεωρούσαν σημαντικές, κι όλες θα ήταν διαφορετικές από τις δικές μου – σε επιλογή και περιγραφή. Αν δεν μπορούμε να συγκρίνουμε διαδρομές σε προσωπικό επίπεδο, πώς μπορούμε να συγκρίνουμε διαφορετικές διαδρομές που σκαρφάλωσαν διαφορετικοί αναρριχητές;
Το να κρίνει κανείς οποιαδήποτε ανάβαση στερείται νοήματος. Η ουσία μιας αναρρίχησης λάμπει τη στιγμή της πραγμάτωσής της. Ο πυρήνας, το μεδούλι της επιδίωξης κάθε αλπινιστή θα κείται πάντα σε στάχτες.
* Στη διάρκεια της αποστολής τους το 2001 oι Prezelj και Koch άνοιξαν, μεταξύ άλλων, τη Light Traveler (ED+: M8-, 2.700 μ.) στη νότια ορθοπλαγιά του Denali (6.194μ.) σε μια ανάβαση και κατάβαση 51 ωρών από την κατασκήνωση στα 4.270μ.
* Ο Prezelj κέρδισε το πρώτο του Piolet d’Or το 1991 για την ανάβασή του στο Southwest Pillar του Kangchenjunga μαζί με τον Andrej Stremfelj. Έχει προταθεί για το βραβείο τρεις φορές από τότε, συμπεριλαμβανομένου του 2001 για την πραγματοποίηση της Light Traveler με τους Koch-Ed.