Φανταστείτε μια χώρα που το οδικό της δίκτυο είναι πολύ μικρό και δε καλύπτει όλο το γεωγραφικό κορμό της. Για μεγάλο μέρος της χώρας, οι βασικές οδοί επικοινωνίας, παραμένουν ακόμα οι μουλαρόδρομοι και τα μονοπάτια και τα χωριά παραμένουν κλειστές κοινωνίες που προσπαθούν να συνέλθουν από ένα σχεδόν δεκαετή πόλεμο.
Δε μιλάμε για το Νεπάλ ή κάποια χώρα του 3ου κόσμου, αλλά για την Ελλάδα της δεκαετίας του 50 και των αρχών του 60. Βέβαια την εποχή εκείνη η χώρα μας ήδη είχε αρχίσει να αλλάζει ραγδαία, αλλά στα μάτια ενός Άγγλου και μάλιστα ευγενή, είχε ακόμα κάτι από αυτό που έβλεπε και ο Λόρδος Βύρων, 150 χρόνια πριν.
Ο Άγγλος ευγενής δεν ήταν όποιος κι όποιος, αλλά ο αρχηγός της Βρετανικής Αποστολής του 1953 στο Everest, ο John Hunt, που κατάφερε να ανεβάσει στη στέγη του κόσμου, τους πρώτους ανθρώπους.
Δέκα χρόνια μετά, το 1963 και στα 60 του, με ένα βαρύ φορτίο δόξας, ο Hunt, αποφασίζει να κάνει μια «αποστολή» στην Ελλάδα και να διασχίσει τη Πίνδο, από τους Δελφούς στο Νότο, έως τη Καστοριά στο βορρά.

Στην αποστολή συμμετέχουν συνολικά 32 Βρετανοί –μεταξύ αυτών δυο γυναίκες, η γυναίκα του και η κόρη του- οι Έλληνες ορειβάτες Κ. Πινάτσης, Ε. Κολλυβάς, Χαρ. Κουρούκλης και Ε. Σακελάριος, ενώ η ομάδα πλαισιωνόταν από αξιωματικούς και στρατιώτες των Λ.Ο.Κ. και τρεις μαθητές της σχολής Αναβρύτων (σχολείου που φοιτούσε ο βασιλόπαις τότε Κωνσταντίνος).
Η αποστολή ήταν εντυπωσιακή. Δεκάδες κιβώτια με τρόφιμα και υλικά, δυο φορτηγά που ακολουθούσαν παράλληλα τους ορειβάτες και τους ανεφοδίαζαν όπου συναντούσαν δρόμο, στρατιωτική οργάνωση και επιμελητεία. Άλλωστε τόσο ο Hunt, όσο και πολλοί από τους Βρετανούς ήταν στρατιωτικοί και φρόντιζαν να είναι κυριολεκτικά ατσαλάκωτοι. Είναι ενδιαφέρον ότι η αποστολή βασιζόταν στα δικά της εφόδια για τροφή, ίσως από Βρετανική αλαζονεία, ίσως όμως και γιατί η ορεινή Ελλάδα του 60, δύσκολα μπορούσε να θρέψει, έστω και για μια μέρα, 40 άτομα που είχαν και ιδιαίτερες απαιτήσεις: tea time στις 5 το απόγευμα!
Το καθημερινό πρόγραμμα ήταν αυστηρό: έγερση στις 6, αναχώρηση στις 8, πορεία με ρυθμό 5-6 χλμ. την ώρα και 14-16 κιλά φορτίο, ολιγόλεπτες στάσεις και άφιξη στο σημείο διανυκτέρευσης το αργότερο στις 5 το απόγευμα. Ιδιαίτερα σκληρό πρόγραμμα, που δε μπόρεσαν όλοι να ακολουθήσουν. Ένας βρετανός κατέρρευσε κάτω από τη βροχή στην Οξιά, πάνω από το χωριό Πουγκάκια.
Παρ’ όλη τη λεπτομερή προετοιμασία, η αποστολή που ξεκίνησε από τους Δελφούς αρχές Απριλίου του 63, δε ξεκίνησε καλά. Η διαδρομή χωριζόταν σε δυο μέρη: Δελφοί, Γκιώνα, Βαρδούσια, Καρπενήσι, Άγραφα, Περτούλι, Ασπροπόταμος, με κατάληξη στο Μέτσοβο και κατόπι, μέσα από τη βόρεια Πίνδο, κατάληξη στο Νεστόριο και τη Καστοριά.
Η βαρυχειμωνιά όμως που οι Βρετανοί δεν είχαν υπολογίσει, τους καθυστέρησε και τους έβγαλε από το πρόγραμμα. Στα διάσελα έβρισκαν βαθύ χιόνι και καταρρακτώδεις βροχές τους ταλαιπωρούσαν. Είναι εντυπωσιακό, ότι όταν στις 4/4 έφτασαν στο Καρπενήσι, αυτό ήταν σκεπασμένο από χιόνια, ενώ πολλές φορές αναγκάστηκαν να διασχίσουν πλημμυρισμένα ποτάμια, όπως τον Αγραφιώτη, για να συνεχίσουν.
Οι συνήθειες των Άγγλων, κυρίως οι διατροφικές, προβλημάτισαν και τους Έλληνες της αποστολής. Αφυδατωμένο ψωμί, αυγό, κρέας, ψάρι, λαχανικά, πατάτες, όλα σε σκόνη, με τη προσθήκη νερού και τη συνοδεία πόριτζ, βούτυρου και μαρμελάδας, αποτελούσαν τα καθημερινά γεύματα. «Ήταν αδύνατο να τα φαμε» εξομολογήθηκαν.
Αλλά και η σκληρή ζωή των χωρικών της εποχής, κάνουν σήμερα στα μάτια μας το όλο εγχείρημα λίγο γραφικό. Όταν η αποστολή ταλαιπωρημένη από τη πορεία στο βαθύ χιόνι, έφτασε στο διάσελο του Αγίου Νικολάου πάνω από τα Βραγγιανά, συνάντησαν μια 85χρονη γριά, που είχε ξεκινήσει συνοδευόμενη από το γιο της, για να επισκεφθεί γιατρό στο χωριό Άγραφα!
Παντού απ’ όπου περνούσε η αποστολή, οι κάτοικοι της ορεινής μετεμφυλιακής Ελλάδας υποδέχονταν τους «ευθυτενείς, ατσαλάκωτους Βρετανούς, με τις άψογες χωρίστρες», με ενθουσιασμό, σύμφωνα με τις ανταποκρίσεις των εφημερίδων, άγνωστο όμως πόσο αυθόρμητος ήταν αυτός, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις και τα κεφαλοχώρια. Η είσοδος του Καρπενησίου, είχε στολιστεί με μια αψίδα που έγραφε “Welcome”, για να τους υποδεχθεί. Από την άλλη στην Αρτοτίνα ο δάσκαλος τους παραχώρησε το σχολείο για διανυκτέρευση και οι ντόπιοι, διασκέδασαν μαζί τους μέχρι αργά, χορεύοντας και τραγουδώντας στο καφενείο, αρνούμενοι να πάρουν χρήματα για τη διανυκτέρευση, πράγμα που έκανε μεγάλη εντύπωση στους Βρετανούς.
Αλλά και οι εφημερίδες και τα περιοδικά έδωσαν μεγάλη έκταση στο γεγονός, με καθημερινές ανταποκρίσεις και συνεντεύξεις, προβάλλοντας το εγχείρημα και τον όλο τρόπο οργάνωσης και αντίληψης. Χαρακτηριστικό το θέμα που έκανε η Μαρία Ρεζάν στο περιοδικό «Εικόνες», για τις δυο γυναίκες της αποστολής και με τίτλο «Το βουνό δε σκοτώνει τον Έρωτα».
Τελικά η αποστολή στις 19 Απριλίου φτάνει στη Καστοριά και με φορτηγά επιστρέφει μέσω Γιουγκοσλαβίας στην Ευρώπη.
Μια πράγματι εντυπωσιακή αποστολή, βγαλμένη όμως από άλλη εποχή. Τόσο η Βρετανία, όσο και η Ελλάδα, είχαν περάσει σε μια νέα εποχή, πολύ διαφορετική από την εποχή του στρατιωτικού της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, John Hunt.