Everest, ένα όνομα που όλο και συχνότερα ακούει το ευρύ κοινό. Μια ανάβαση στο Everest είναι για εμάς τους Έλληνες κάτι αξιοσημείωτο, που τραβά την προσοχή. Πόσο μάλλον όταν αυτό αφορά ανάβαση Έλληνα.
Τελικά τι είναι σήμερα μια ανάβαση στο Everest; Τι σημαίνει για έναν ορειβάτη; Πόσο σημαντικές είναι οι αναβάσεις για τις οποίες διαβάζουμε για την ορειβατική κοινότητα;
Λίγη Ιστορία
Από τότε που το Everest αναγνωρίστηκε ως το ψηλότερο σημείο του πλανήτη, κάπου 150 χρόνια πριν, αμέσως τράβηξε την προσοχή των ορειβατών. Ή μάλλον για να είμαστε ακριβείς πρώτα απ’ όλους τράβηξε την προσοχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας που διαφέντευε τότε τις Ινδίες. Ήταν η εποχή που οι μεγάλες αποικιακές δυνάμεις προσπαθούσαν να χαρτογραφήσουν αλλά και κατακτήσουν τα απώτατα σημεία του πλανήτη. Βέβαια τα Ιμαλάια, αυτή η γιγάντια οροσειρά, είχαν τραβήξει ήδη το ενδιαφέρον ενός Βρετανού, του A. Mummery, που είχε προσπαθήσει το 1895 να ανέβει στο Nanga Parbat. Ο Mummery ήταν ένας πρωτοπόρος και θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης ορειβασίας, για έναν πολύ απλό λόγο: ήταν ο πρώτος που δε χρησιμοποίησε επαγγελματίες οδηγούς βουνού για να σκαρφαλώσει βουνά και θεωρούσε ότι η ουσία της ορειβασίας δε βρίσκεται στο τι ανεβαίνεις, αλλά στο πως ανεβαίνεις. Αυτό δηλαδή που οι Άγγλοι, αποκαλούν στιλ. Η αρχή αυτή είναι σήμερα ο Χρυσός Κανόνας της ορειβασίας και της αναρρίχησης, το μέτρο της επιτυχίας ενός ορειβάτη. Αλλά ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Εδώ δεν είχαν σκαρφαλωθεί ακόμα τα βουνά, το στιλ θα κοιτάζαμε; Άλλωστε o Mummery, τελικά σκοτώθηκε στο Nanga Parbat. Η εποχή ζητούσε αποτελεσματικότητα, όχι στιλ.

Η πρώτη αποστολή στο Everest ήταν βρετανική και έγινε το 1921. Προχώρησε αρκετά και επανέλαβαν την προσπάθεια τους και τον επόμενο χρόνο, όπου χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά συμπληρωματικό οξυγόνο με μια συσκευή που τελειοποιήθηκε τα επόμενα χρόνια από την αγγλική πολεμική αεροπορία.
Το συμπέρασμα αυτών των πρώτων προσπαθειών, ήταν ότι η ανάβαση ενός τέτοιου βουνού ήθελε στρατιωτική οργάνωση, πειθαρχία, αλλά και …συμπληρωματικό οξυγόνο. Ο αέρας εκεί πάνω ήταν τόσο λεπτός, που ο ανθρώπινος οργανισμός δε θα μπορούσε να αντεπεξέλθει. Οι αποστολές γίνονταν πάντα υπό την ηγεσία ενός στρατιωτικού που καθόριζε το δρομολόγιο και τις ομάδες κορυφής, ακόμα και οι περισσότεροι ορειβάτες ήταν στρατιωτικοί, η οργάνωση ήταν –για τα σημερινά δεδομένα- κτηνώδης, με τόνους υλικών, ενώ η υποστήριξη από άνδρες της φυλής των Sherpa αποδείχτηκε απαραίτητη, λόγω της αξεπέραστης αντοχής τους στο μεγάλο υψόμετρο. Φυσικά διαρκούσαν μήνες.
Και κάπως έτσι οι Βρετανοί (που παραλίγο να χάσουν την πρωτιά από τους Ελβετούς το 52) κατάφεραν τελικά να κατακτήσουν πρώτοι το Everest, το 1953, με τους Hillary (Νεοζηλανδός) και Norgay (Sherpa). Ο τελευταίο σπασμός μιας αυτοκρατορίας που κατέρρεε. Μέσα στη δεκαετία του 50 και οι 14, 8000 μέτρων κορυφές, όλες στα Ιμαλάια, πατήθηκαν (με εξαίρεση το Shishapangma που το ανέβηκαν οι Κινέζοι το 65).

Και τώρα τι; Τώρα οι ορειβάτες άρχισαν να ψάχνουν άλλες διαδρομές μέχρι την κορυφή, πιο δύσκολες και τεχνικές. Στη δεκαετία του 60 και 70, το στρατιωτικοποιημένο στυλ υποχώρησε και οι αποστολές άρχισαν να γίνονται πιο μικρές και ευέλικτες. Και τον πρώτο λόγο τον είχαν οι ορειβάτες και όχι οι καραβανάδες. Σε γενικές γραμμές το στιλ ήταν κάπως έτσι: εθνικές αποστολές (αν και αυτή η λογική άρχισε επίσης να υποχωρεί), με αρχηγό κάποιον παλιότερο και έμπειρο, με μέλη από την ορειβατική ελίτ, που έβαζαν όλο και δυσκολότερους στόχους. Οι ορειβάτες χρησιμοποιούσαν Sherpa, αλλά βοηθητικά, τα σχοινιά φιξάρονταν από τους ίδιους και συνήθως ανέβαιναν χωρίς τη συνοδεία τους. Και το Νεπάλ ήταν πλέον η Μέκκα της παγκόσμιας ορειβατικής ελίτ και των χίπιδων. Ατελείωτα βουνά, ανατολίτικος μυστικισμός και πολύ καλής ποιότητας φθηνό χασίς.
Το 1975 η Γιαπωνέζα J. Tabei, έγινε η πρώτη γυναίκα που κατάφερε να ανέβει το Everest. Μια αξιοσημείωτη ανάβαση. Αλλά τη διαφορά έκανε ο μεγάλος R. Messner. Υποστήριξε ότι μπορεί κάποιος να ανέβει στα 8850 μέτρα του Everest χωρίς τη βοήθεια συμπληρωματικού οξυγόνου, αρκεί να κάνει καλό εγκλιματισμό και να έχει καλή φυσική κατάσταση. Τον πέρασαν για τρελό. Προπονήθηκε σαν ποδηλάτης του γύρου Γαλλίας και με σύντροφο τον P. Habeler, το Μάιο του 78 πέτυχαν αυτό που φαινόταν αυτοκτονικό. Βρέθηκαν στην κορυφή του Everest, χωρίς να κουβαλάν στις πλάτες τους φιάλη οξυγόνου. Και το κυριότερο, κατέβηκαν. Η επιτυχία τους έδωσε νέα πνοή στον Ιμαλαϊσμό. Όχι μόνο από πιο δύσκολα, αλλά και χωρίς βοηθητικό οξυγόνο. Τι νόημα είχε πλέον να ανέβει κάποιος με τη βοήθεια του;
Το επίτευγμα αυτό, απελευθέρωσε τους ορειβάτες από το περιττό πλέον βάρος και τους επέτρεψε να μεταφέρουν στα μεγάλα υψόμετρα, το νέο στιλ που κυριαρχούσε πλέον στα χαμηλότερα βουνά: το Alpine Style. Δηλαδή, μικρές ομάδες σε επίπεδο σχοινοσυντροφιάς, τελείως αυτόνομες, χωρίς σταθερά σχοινιά, σε απάτητες ορθοπλαγιές και κορυφές, όλο και πιο δύσκολες.Το θέμα και το μεγάλο ζητούμενο, δεν ήταν πλέον η ανάβαση της κορυφής, αλλά το στιλ της ανάβασης. Ο Mummery μπορούσε να αναπαυθεί πλέον ήσυχος.
Ταυτόχρονα, όλες πλέον οι 8000άρες σκαρφαλώθηκαν χωρίς οξυγόνο (ο πρώτος που κατάφερε και τις 14 ήταν ο πολύς Messner το 86, ακολουθούμενος λίγους μήνες μετά από τον καταπληκτικό Πολωνό Jerzy Kukuczka), πολλές χειμώνα (με σπεσιαλίστες τους περίφημους Πολωνούς των 80ς και 90ς), κάποιες μοναχικά ή από νέες διαδρομές, ενώ και οι γυναίκες επίσης μπήκαν ορμητικά στο προσκήνιο, με πρώτο όνομα την επίσης Πολωνή Wanda Rutkiewicz, αποδυκνείοντας ότι μπορούν να πετύχουν τα ίδια αν όχι και περισσότερα, από τους άντρες σχοινοσυντροφους τους.
Κι εμείς οι κοινοί θνητοί διαβάζαμε τα επιτεύγματα τους και μας προκαλούσαν το θαυμασμό και το δέος. Όλοι αυτοί άλλωστε, δεν είχαν κάτι κοινό με εμάς. Δεν κάναν έναν Όλυμπο, ένα Mt Blanc, άντε και ένα Aconcagua και μετά έλεγαν, ε ας κάνω κι ένα Everest. Ήταν όλοι τους, από την εφηβεία ακόμη, ψημένοι στις μεγάλες παγωμένες ορθοπλαγιές των Άλπεων, στους μεγάλους μονόλιθους της Καλιφόρνια, στα παγωμένα Tatra και τα βουνά της Αλάσκας. Ήταν αφοσιωμένοι και παθιασμένοι, ζούσαν στην κόψη, το τράβαγαν σε υπερθετικό βαθμό και αυτό θαυμάζαμε.

Και το Everest; To Everest, που ο Messner το χαρακτήρισε –σε σχέση πάντα με τους υπόλοιπους γίγαντες- ως «μητρική αγκαλιά», ήταν πλέον ένας κρίκος στην αλυσίδα επιτυχιών κάθε μεγάλου ορειβάτη. Το ανέβαινε «γιατί ήταν εκεί» και ήταν το ψηλότερο ή για να σπάσει ένα ρεκόρ, ώστε να του δώσει φήμη στο ευρύ κοινό και να βρει σπόνσορες. Αλλά πάντα υπήρχε χώρος για περιπέτεια. Ας πούμε ο Σουηδός G. Kropp, ξεκίνησε από τη Σουηδία με το ποδήλατο φορτωμένο με τα υλικά του, ποδηλάτησε για 13000 χιλιόμετρα και έφτασε στο Base Camp τον Απρίλιο. Όλοι οι αρχηγοί των αποστολών του παραχώρησαν δικαιωματικά προτεραιότητα. Ανέβηκε πρώτος και μόνος, μέσα σε βαθύ χιόνι, έφτασε 100 μέτρα πριν την κορυφή και κατέβηκε γιατί είχε αργήσει και θα τον έπιανε νύχτα. Λίγες ημέρες μετά βοήθησε στη διάσωση ορειβατών που είχαν χτυπηθεί από καταιγίδα. Τελικά έκανε κορυφή, κατέβηκε, ξαναφόρτωσε τα υλικά του και γύρισε Σουηδία και πάλι με το ποδήλατο. Το ταξίδι του αυτό κράτησε σχεδόν ένα χρόνο. Η απόλυτη αυτονομία (ο Kropp σκοτώθηκε μερικά χρόνια αργότερα σε κάποια μικρή ορθοπλαγιά στην Αμερική!). Παρ’ όλα αυτά, αργά αλλά σταθερά, το Everest έγινε το βουνό των ρεκόρ: οι πιο πολλές αναβάσεις, οι πιο πολλές ώρες στην κορυφή, η πιο γρήγορη ανάβαση, η πιο γρήγορη κατάβαση, ο πιο νέος, ο πιο γέρος, ο πρώτος με ειδικές ανάγκες, ο πρώτος που το κατέβηκε με σκι, με σνόουμπορντ, με παραπέντε και πάει λέγοντας. Το πράγμα ξέφευγε.
Τη δεκαετία του 80 όμως το Everest παρέμενε ένα άβατο που μόνο οι ορειβάτες και μάλιστα οι καλύτεροι, μπορούσαν να παραβιάσουν. Αλλά το σωτήριο έτος 1985, ένα φαινομενικά ασήμαντο γεγονός άλλαξε για πάντα αυτό που ονομάζουμε Ιμαλαϊσμό. Ο D. Bass ήταν ένας μεσήλικας πλούσιος κτηματίας και ιδιοκτήτης ενός ski resort στο Colorado. Έκανε παρέα με το CEO της Walt Disney Company, Frank Wells. Οι δυο βαθύπλουτοι φίλοι, αποφάσισαν να παίξουν ένα παιχνίδι. Θα ανέβαιναν τις ψηλότερες κορυφές των 7 ηπείρων. Έκαναν τις έξη πρώτες και τους έμενε το Everest (ο κατάλογος του Bass υπολόγιζε ως ψηλότερη κορυφή της Ωκεανίας το Kosciuszko της Αυστραλίας, κάτι που αναθεωρήθηκε από το Messner που θεώρησε –και σωστά- ως ψηλότερη, την Πυραμίδα Carstensz στη Νέα Γουϊνέα). Ο Bass έκανε δυο αποτυχημένες προσπάθειες και κατάλαβε ότι δε θα πετύχει ποτέ το σκοπό του. Σαν γνήσιος και πρακτικός businessman, αποφάσισε να αγοράσει την ανάβαση. Αφού δε μπορούσε μόνος του, θα πλήρωνε κάποιον να τον ανεβάσει. Και βρήκε τον Αμερικάνο David F. Breashears.

O Breashears ήταν ικανός ορειβάτης, κινηματογραφιστής και είχε ανέβει ήδη μια φορά στο Everest. Και πράγματι, στις 30/4/85 οι Breashears, Bass και ο Sherpa Ang Phurba, βρέθηκαν περιχαρείς στη Στέγη του Κόσμου. Ο Bass πέτυχε τρία ρεκόρ: τις επτά ψηλότερες, την ανάβαση πιο ηλικιωμένου (55 χρονών) και την πρώτη ανάβαση πελάτη (ορειβάτη δηλαδή, που πλήρωσε άλλο ορειβάτη για να πετύχει την ανάβαση). Τα δυο πρώτα τα έχασε, αλλά το τρίτο έμελλε να αλλάξει το βουνό για πάντα. Βέβαια για να είμαστε ακριβείς, το σχήμα «οδηγός – πελάτης» δεν ήταν κάτι το πρωτόφαντο στην ορειβατική κουλτούρα. Σκεφτείτε μόνο, ότι το πρώτο σωματείο οδηγών βουνού στο Chamonix ιδρύθηκε το 1821, την ίδια χρονιά που οι φουσταλενοφόροι πρόγονοί μας ορμούσαν με τα γιαταγάνια τους ενάντια στον Τούρκο δυνάστη. Αλλά τι θέση είχαν οι οδηγοί στα Ιμαλάια; Αυτό ήταν ιεροσυλία, σχεδόν γελοίο.
Την εποχή εκείνη τριγυρνούν στα Ιμαλάια τύποι όπως ο Messner, o Kukuczkka, ο Wielicki, ο Loretan, ο Lowe και τόσοι ακόμα. Δεν είχαν χαρτογραφηθεί ακόμα καλά – καλά, οι επικοινωνίες ήταν με τα σημερινά δεδομένα πρωτόγονες, οι ευκολίες λίγες, η πρόγνωση του καιρού –πολύ σημαντικό αυτό- τουλάχιστον ελλιπής. Τα περισσότερα από τα ιερά τέρατα της ορειβασίας εκείνης της εποχής, χάθηκαν μέσα σε μια καταιγίδα που δε μπόρεσαν να προβλέψουν ή απλά υποτίμησαν. Η επιτυχία του Bass, ναι, ήταν ασήμαντη. Και έτσι προς στιγμή, η ανάβαση αυτή αντιμετωπίστηκε ως μια εξαίρεση, μια ανωμαλία στην κανονικότητα: ένας βαθύπλουτος τύπος, που προσπαθούσε να γεμίσει την ανιαρή ζωή του.
Αλλά ξέρετε τώρα πως γίνονται αυτά. Είναι να μη ξεκινήσουν, να μη μπει ο διάβολος. Γιατί λεφτά υπάρχουν. Και φιλόδοξοι με λεφτά υπάρχουν. Και άφραγκοι ορειβάτες υπάρχουν. Οπότε υπάρχουν όλα όσα χρειάζονται για να γίνει το Everest από ένα κλειστό club που σε βάζει η ικανότητα, σε ένα ακριβό προϊόν για κάθε φραγκάτο. Και κάπως έτσι άρχισαν από τους ίδιους τους ορειβάτες, να στήνονται οι πρώτες εταιρείες με ειδίκευση στο Everest (αλλά και στις υπόλοιπες οκτάρες). Μπορούσες να συναντήσεις στον ειδικό τύπο της εποχής διαφημίσεις του στιλ: «ο Χ ορειβάτης με το επιτελείο του, που έχουν ανέβει τις Ψ οκτάρες, σας εγγυώνται την ανάβαση στο Everest. Ειδικά προγράμματα χτισίματος φυσικής κατάστασης, υλικοτεχνική υποδομή, ένας Sherpa ανά πελάτη. Όλα τα καλούδια». Η καταστροφή του 96, όπου μια θύελλα σκότωσε κάμποσους πελάτες, Sherpas και οδηγούς, έδωσε την αφορμή για ανελέητη κριτική. Ο J. Krakauer, ένας δημοσιογράφος του Outside που βρέθηκε εκεί εκείνες τις ημέρες συμμετέχοντας σε εμπορική αποστολή, περιέγραψε την τραγωδία στο βιβλίο του “In to thin air” (ελληνικός τίτλος Χωρίς Οξυγόνο, εξαντλημένο). Το βιβλίο ανέβασε στα ύψη το ενδιαφέρον του κοινού και έγινε παγκόσμιο best seller, χαρίζοντας στο συγγραφέα του ένα φουσκωμένο τραπεζικό λογαριασμό. Τίποτε δε φαινόταν ικανό να ανακόψει την πλημμυρίδα.

Από κοντά και οι Νεπαλέζοι. Οι άδειες ανάβασης ακρίβαιναν όλο και περισσότερο, οι Sherpas κέρδιζαν από μια σαιζόν όσα δε θα βγάζαν σε μια ζωή (με τίμημα πολλές φορές την ίδια τους τη ζωή), τα σκουπίδια γέμισαν το βουνό, η κουλτούρα των ντόπιων αλλοιώθηκε. Και για τις μάζες, ένα trekking μέχρι το Base Camp διάολε, ήταν εφικτό. Μια βιομηχανία.
Μ’ αυτά και με τούτα, το Everest έκλεισε ουσιαστικά για τους ορειβάτες. Γιατί πώς να βιώσεις μια ορειβατική περιπέτεια σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Και στην τελική, γιατί να το κάνεις; Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές.
Το Everest και οι Έλληνες
Η ελληνική ορειβατική κοινότητα ήταν πάντα μικρή, με πενιχρά οικονομικά μέσα και ελάχιστα στελέχη. Καμιά σύγκριση με τις προηγμένες ορειβατικά χώρες. Καμιά προσπάθεια δεν είχε γίνει στα Ιμαλάια και ελάχιστες είχαν γίνει σε ψηλά βουνά εκτός Ευρώπης. Μάλιστα πολλές από αυτές τις αναβάσεις ήταν από Έλληνες του εξωτερικού. Τα Ιμαλάια ήταν ένα άπιαστο όνειρο.
Τη δεκαετία του 80 αυτό άρχιζε να αλλάζει. Μια γενιά δραστήριων και ταλαντούχων ορειβατών που ασφυκτιούσαν, άρχισε να δουλεύει προς αυτή την κατεύθυνση και το αποτέλεσμα ήταν η αποστολή του 85 στην Annapurna South, μια κορυφή 7000 μέτρων, αλλά αρκετά τεχνική. Η αποστολή αυτή ήταν η επιτομή της περιπέτειας. Δεν κατάφεραν την κορυφή και δυο μέλη της, οι Μπουντόλας και Τσατσράγκος, από τους καλύτερους ορειβάτες της εποχής, δε γύρισαν πίσω. Η περιπέτεια αυτή έκανε τόσο πολύ μεγάλη εντύπωση στο ευρύτερο κοινό, που ενέπνευσε πολλούς να ασχοληθούν συστηματικά με το βουνό (μεταξύ αυτών και μένα). Τα γραφεία και οι σχολές του ΕΟΣ Αθηνών (που ήταν ο διοργανωτής σύλλογος), γέμισαν.

Η συνέχεια ήταν οι πρώτες αναβάσεις σε 8000 μέτρων βουνά και μάλιστα η πρώτη έγινε στο Everest το 1989, όπου μια αποστολή του ΑΟΣ προσπάθησε να ανέβει από το Θιβέτ. Έγιναν αρκετές αποστολές και σε άλλες 8άρες, κάποιες φορές με τραγικά αποτελέσματα, όμως όλες ήταν αυτό που θα ονομάζαμε ορειβασία: αυτόνομες, με τα μέλη τους να ανεβαίνουν με τις δικές τους δυνάμεις. Αλλά το Everest φαινόταν άπιαστο ακόμα. Στα μέσα του 90 σχηματίσθηκε μια Ομοσπονδιακή Αποστολή που περιελάμβανε πολλούς από την αφρόκρεμα της ελληνικής ορειβασίας, αλλά ξέρετε τώρα τι έγινε: γιατί αυτός και όχι εγώ, γιατί οι βόρειοι και όχι οι νότιοι, κάτι και η έλλειψη χρημάτων και η απειρία, δεν προχώρησε τίποτα. Θα πρέπει βέβαια να σκεφτούμε ότι οι ορειβάτες εκείνοι δεν ήταν επαγγελματίες, δηλαδή δεν είχαν την ορειβασία σαν τρόπο να βγάζουν τα προς το ζην, το αντίθετο. Ήταν εκπαιδευτικοί, μηχανικοί, υπάλληλοι, ελευθεροεπαγγελματίες, εργάτες, άνθρωποι που έφευγαν για τα Ιμαλάια για να ζήσουν το όνειρό τους, κάνοντας χρήση της άδειας τους ή απλά παραιτούμενοι από τη δουλειά τους. Το μόνο κέρδος για αυτούς ήταν η προσωπική ικανοποίηση. Ήταν ακόμα η ρομαντική εποχή της ελληνικής ορειβασίας.
Οπότε βρέθηκε κάποιος Έλληνας που είχε χρήματα και τους πρόλαβε όλους. Ο Κ. Νιάρχος, Έλληνας του εξωτερικού, αλλά με ελληνικό διαβατήριο, ανέβηκε στο Everest το Μάιο του 99. Η ανάβαση αυτή έμεινε σχεδόν άγνωστη για καιρό και δεν επηρέασε την ελληνική ορειβατική κοινότητα. Ήταν μια εμπορική ανάβαση.
Λίγο μετά το 2000 βρέθηκε αυτό που πραγματικά έλειπε: τα χρήματα. Ένας Ελληνοκαναδός, χορήγησε κάπου 300000 ευρώ με στόχο το Everest το 2004. Η αποστολή προετοιμαζόταν για δυο σχεδόν χρόνια και όχι μόνο πέτυχε, αλλά ανέβασε μέλη της και από τις δυο πλευρές, του Νεπάλ και του Θιβέτ. Η Ελληνική ορειβασία τα κατάφερε. Η επιτυχία που τόσο πόθησε, επιτέλους ήρθε. Θα μου πείτε γιατί ήταν επιτυχία, αφού ανέβηκαν με χρήση συμπληρωματικού οξυγόνου, 26 χρόνια μετά την πρώτη ανάβαση χωρίς οξυγόνο; Μα γιατί έπρεπε επιτέλους μια ελληνική αποστολή, να ανέβει κορυφή. Και το πέτυχαν. Το στιλ ερχόταν δεύτερο. Η Ελλάδα ακολούθησε τις μεγάλες ορειβατικές δυνάμεις με μια χρονοκαθυστέρηση. Και στο στιλ. Όμως ήταν μια απόδειξη ότι αυτό που έλειπε δεν ήταν η ικανότητα, αλλά τα χρήματα και η οργάνωση. Όπως είπε χαρακτηριστικά ένα από τα μέλη της, «ήταν μια δουλειά, μια υποχρέωση που έπρεπε να βγει, για να πάμε παραπέρα». Δυστυχώς η επιτυχία αυτή δεν πήγε παραπέρα. Κάτι ότι συνέπεσε με τους Ολυμπιακούς και το EURO 2004, κάτι οι πολιτικές εξελίξεις, δεν έδωσε την συνέχεια που περιμέναμε. Τελικά αποδείχτηκε ότι άργησε 10-15 χρόνια.

Η οικονομική κρίση που ήρθε και το ολοένα και ακριβότερο κόστος, έκανε πλέον τις 8άρες σχεδόν απλησίαστες για έναν νέο ορειβάτη ή για έναν σύλλογο. Και κάπως έτσι, η παρουσία Ελλήνων σ’ αυτές περιορίστηκε λίγο – πολύ στις ιδιωτικές συμμετοχές. Δηλαδή, βρίσκω τα χρήματα, αγοράζω μια θέση σε μια εμπορική αποστολή και κάνω (ή όχι) κορυφή. Τις σεβόμαστε αυτές τις προσπάθειες, όμως αυτό δεν είναι ακριβώς μια ορειβατική περιπέτεια που μπορεί να μας εμπνεύσει. Στερούνται στιλ και φινέτσας. Εξαίρεση πιστεύω ότι αποτελεί η επιτυχημένη προσπάθεια των δυο Ελληνίδων. Ήταν οι πρώτες και η πρωτιά, όπως και αν έγινε, έχει τη σημασία της όπως κι αν το δεις. Και θα προσθέσω άλλες δυο αναβάσεις όπου παρά το ότι χρησιμοποιήθηκε γραφείο τουρισμού, οι ορειβάτες φαίνεται ότι δε χρησιμοποίησαν πρόσθετο οξυγόνο και προσωπικό σέρπα (Κατσσαντώνης στο Cho Oyu το 18 και Συκάρης στο Manaslu επίσης το 18. Αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί από τους ίδιους).
Και μιας και το έφερε η κουβέντα, πρέπει να διευκρινίσω κι εγώ με τη σειρά μου: η ορειβασία δεν είναι ένα σπορ με άκαμπτους κανόνες και κάποια επιτροπή που ελέγχει τους «παίκτες». Αυτή είναι η μεγάλη της διαφορά με τα άλλα σπορ. Δε μπορείς να ξεγελάσεις το διαιτητή και να γίνεις παγκόσμιος (βλ. Μαραντόνα και το χέρι του Θεού). Γιατί η ορειβασία αφορά κυρίως εσένα και ξέρετε… τον εαυτό σου είναι πολύ δύσκολο να τον ξεγελάσεις.
Τελικά τι είναι το Everest σήμερα;
Δεδομένου ότι κανένας άλλος δεν φαίνεται να ενοχλείται, αισθάνομαι το καθήκον να πω: συγγνώμη, αλλά αυτός δεν είναι ο τρόπος για να ανεβείτε σε ένα βουνό και να αισθανθείτε υπερήφανοι γι ‘αυτό.
Για να γίνω σαφής. Μιλάω πάντα για μια εμπορική αποστολή, δηλαδή για ορειβάτες που πληρώνουν για υπηρεσίες (συνολική οργάνωση και πρόγραμμα, σχοινιά, sherpa, οξυγόνο κλπ.). Αποδεχόμενοι ότι βασικά συστατικά της ορειβασίας είναι το ρίσκο και η αυτονομία, το να αγοράζεις υπηρεσίες που μειώνουν ακριβώς αυτά, δηλαδή το ρίσκο και την αυτονομία, αναιρεί την ορειβατική διάσταση του εγχειρήματος. Το να χρησιμοποιείς συμπληρωματικό οξυγόνο και σταθερά σχοινιά σήμερα, είναι «σαν να χρησιμοποιείς βατραχοπέδιλα σε Ολυμπιακούς αγώνες κολύμβησης», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Π. Αθανασιάδη. Δεν είναι αυτό που θα ορίζαμε ως «αποδεκτά μέσα». Μπορείς να το κάνεις, είναι πολύ ωραίο που θα δεις το όνομα σου στη λίστα των επιτυχημένων αναβάσεων, αλλά, λυπάμαι αν σας στεναχωρώ, δεν είναι ακριβώς ορειβασία. Μια τέτοια ανάβαση δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια προσωπική επιτυχία, άξια συγχαρητηρίων, αλλά όχι ορειβασία. Οι εκατοντάδες των ορειβατών που ανεβαίνουν κάθε χρόνο με εμπορικές αποστολές στα Ιμαλάια, αναφέρονται μόνο ως στατιστικές ή ως διαφήμιση που θα προκαλέσει νέες πωλήσεις. Όσα likes και shares και αν πάρουν, οι αναβάσεις αυτές δεν έχουν παρά ελάχιστη ορειβατική αξία. Και πολύ γρήγορα το κοινό θα τις ξεχάσει.
Γιατί όλη η αξία μιας ανάβασης, αδιάφορο αν είναι στον Όλυμπο ή στο Everest, συμπυκνώνεται στο στιλ της. Σε αυτό που ο μεγάλος A. Mummery (για να θυμηθούμε και πάλι αυτόν τον πρωτοπόρο) αποκαλούσε «fair means», δηλαδή δίκαια (ή αποδεκτά αν προτιμάτε), μέσα. Είναι αυτά που θα κάνουν έναν ορειβάτη περήφανο για τις αναβάσεις του, μια ορειβατική κοινότητα περήφανη για τα επιτεύγματα της.

Η τελευταία μεγάλη ορειβατική περιπέτεια Ελλήνων στους γίγαντες των Ιμαλάιων, έγινε το 2014, όταν ο Αλ. Αραβίδης και Π. Αθανασιάδης βρέθηκαν με ελάχιστα υλικά, μόνοι τους, με μικρό προϋπολογισμό, χωρίς τη βοήθεια Sherpa και συμπληρωματικού οξυγόνου στο K2. Ο πρώτος πάτησε κορυφή, ο δεύτερος έμεινε 150 μέτρα χαμηλότερα. Αλλά αυτό, ναι, είναι ορειβασία «by fair means».
Αναμένουμε την επόμενη…