Στα τέλη του 18ου αιώνα το Chamonix δεν ήταν παρά ένα χωριουδάκι – μερικά σπίτια και μια εκκλησία αραδιασμένα κατά μήκος του του ποταμού Arve στη μέση μιας επίπεδης κοιλάδας, που τη σκίαζαν κι από τις δυο μεριές ψηλά βουνά, των οποίων οι απόκρημνοι παγετώνες εκτείνονταν για χιλιόμετρα κι έφταναν σχεδόν μέχρι τα χωράφια με τα σιτηρά.
Οι ντόπιοι ζούσαν μια πολύ απλή ζωή, κερδίζοντας τα προς το ζην από τη γη. Eίχαν μερικές αγελάδες, έφτιαχναν βούτυρο και τυρί, και στα χωραφάκια που κάλυπταν την κοιλάδα καλλιεργούσαν λινάρι, κριθάρι, βρώμη και πατάτες. Oι πιο γενναίοι συμπλήρωναν το εισόδημά τους κυνηγώντας αγριοκάτσικα ή συλλέγοντας κρυστάλλους που έβρισκαν στο γρανίτη στις ψηλές κορφές, όμως όποιος έβγαζε έτσι το ψωμί του θεωρούνταν παράτολμος, αφού αυτές οι ασχολίες τον έφερναν ανάμεσα στα βουνά και τους παγετώνες που πολλοί από τους ντόπιους αντίκριζαν ακόμα με φόβο και κακά προαισθήματα.
Μέχρι τότε η οικογένεια Simond ζούσε μια ήσυχη ζωή. Ήταν οι σιδηρουργοί και οι ξυλουργοί της κοιλάδας. Όσο μπορούσε να θυμηθεί κανείς, η οικογένεια ζούσε εκεί και οι τέχνες είχαν περάσει από παππού σε γιο. Δεν υπήρχε έλλειψη δουλειάς, αφού κατασκεύαζαν αγροτικό εξοπλισμό, και πάντα υπήρχε κάποιος που χρειαζόταν ένα αλέτρι, μια τσάπα, κουδούνες για τις αγελάδες του, όμως με τον ερχομό των πρώτων τουριστών άρχισαν να τους ζητούν να χρησιμοποιούν τις τέχνες τους σε άλλα πράγματα. Σε εξοπλισμό δηλαδή για την ανάβαση στα βουνά της κοιλάδας.
Ως αποτέλεσμα αυτού του ενθουσιασμού για τις Άλπεις, ο οποίος είχε μόλις αφυπνιστεί, στις αρχές της δεκαετίας του 1860 τα βουνά της οροσειράς του Mont Blanc εξερευνήθηκαν λεπτομερώς από διάσημα ονόματα όπως οι T.S. Kennedy, W. Mathews, A.W. Moore, Alfred Wills, Leslie Stephen, Charles Hudson, F.F. Tuckett και βέβαια ο Edward Whymper.
Το 1860 ο Adolphe Simond ανέλαβε την επιχείρηση από τον πατέρα του ο οποίος αποχωρούσε, κι ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις του. Το μικρό οικογενειακό σιδηρουργείο όπου δούλευαν ως τότε δεν ήταν πια αρκετά μεγάλο για να αντεπεξέλθει σε όλη τη δουλειά έφερναν μαζί τους η αναρρίχηση κι ο τουρισμός, έτσι ο Adolphe αγόρασε ένα κομμάτι γης δίπλα στον ποταμό Arve στο Les Bossons. Εδώ οι Simond έχτισαν ένα ευρύχωρο νέο εργαστήρι, όπου μπορούσαν να χρησιμοποιούν νερό από τον ποταμό για να κινούν τα μηχανήματά τους. Eδώ κατασκευάστηκε το πρώτο πιολέ που θα κατασκευαζόταν ποτέ στις Άλπεις του Savoy. H Société Simond είχε γεννηθεί.
Οι Simond, πατέρας και υιός.
Σύντομα οι Simond παρήγαν ντουζίνες πιολέ με μακριές λαβές και οι δουλειές ήταν ανθηρές, αφού ήταν οι μόνοι κατασκευαστές πιολέ σε όλη την περιοχή του Mont Blanc και τώρα θεωρούνταν απολύτως απαραίτητο να κρατούν πιολέ όχι μόνο οι οδηγοί, αλλά και οι πελάτες. Όταν ο Whymper έκανε την πρώτη του παρατεταμένη επίσκεψη στο Chamonix το 1864 και το 1865, είναι πολύ πιθανό ότι απλώς μ’ ένα τέτοιο πιολέ έκανε τις πρώτες του αναβάσεις των Mont Dolent, Aiguille de Trélatere, Aiguille d’Argentiere (για την ανάβαση του οποίου οι οδηγοί σκάλισαν 700 σκαλοπάτια), Grand Jorasses και Aiguille Verte. Aνέβαινε κυρίως με τους Oδηγούς του Chamonix, ιδιαίτερα με τους Croz και Payot, και είναι σίγουρο ότι οι οδηγοί, αν όχι ο ίδιος ο Whymper, πραγματοποίησαν αυτές τις πρώτες αναβάσεις με τη βοήθεια των πιολέ Simond.
Ωστόσο, αυτά τα πρώτα πιολέ δεν ήταν ακριβώς τα πιολέ που γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε σήμερα. O εξοπλισμός ήταν σχεδιασμένος για να ταιριάζει στον τύπο αναρρίχησης για τον οποίο χρησιμοποιούνταν. Σήμερα οι αναρριχητές χρησιμοποιούν τα πιολέ όχι μόνο για να αγκιστρώνονται σε πάγο με μεγάλη κλίση, αλλά και για να σκαρφαλώνουν δύσκολες τεχνικά μικτές διαδρομές, οι οποίες είναι συχνά περισσότερο βράχος παρά πάγος. Στα μέσα του 19ου αιώνα η πρωταρχική χρήση του πιολέ ήταν να σκαλίζει βήματα –συχνά εκατοντάδες, όπως στην ανάβαση της Aiguille Verte από τον Whymper που αναφέρθηκε παραπάνω–, και ήταν πολύ πιο εύκολο για τους οδηγούς (αφού ήταν οι οδηγοί μάλλον παρά οι κύριοι εκείνοι που έκαναν το δύσκολο έργο) να σκαλίζουν σκαλοπάτια χρησιμοποιώντας ένα πιολέ με μακριά λαβή το οποίο μπορούσαν ν’ ανεβοκατεβάζουν και με τα δύο χέρια.
Έτσι τα πρώτα πιολέ ήταν πολύ μακριά, σχεδόν όσο ήταν το μπαστούνι ορειβασίας που χρησιμοποιούσαν πριν, το οποίο έφτανε γενικά περίπου στο ύψος του ώμου, δεν υπήρχε ακόμα αιχμηρή άκρη, αλλά οι κεφαλές των πιολέ ήταν οι ίδιες μ’ εκείνες που είχαν οι αξίνες που χρησιμοποιούσαν για να κόβουν ξύλα. Ωστόσο, καθώς ζητούσαν πια από τους οδηγούς να σκαρφαλώνουν πιο δύσκολες διαδρομές σε ορθοπλαγιές οι οποίες είχαν συχνά πιο πολύ πάγο παρά χιόνι, δεν άργησαν να συνειδητοποιήσουν πως ένα εργαλείο με αιχμηρή μύτη, και όχι απλώς μια κεφαλή αξίνας, θα τους βοηθούσε σημαντικά στο να σκαλίζουν σκαλοπάτια στο σκληρό πάγο, έτσι σύντομα προστέθηκε μια αιχμηρή μύτη στο πιολέ.
Ή έλευση του πιολέ πάγου προκάλεσε πολύ θερμές συζητήσεις στους βρετανικούς αναρριχητικούς κύκλους, πολλοί από την παλιά φρουρά προτιμούσαν ακόμα να χρησιμοποιούν το έμπιστο ορειβατικό μπαστούνι και το 1864, με πρόταση του Leslie Stephen, το Alpine Club διόρισε μια επιτροπή για να μελετήσει και να δώσει τις συμβουλές του σχετικά με την πιο πρακτική μορφή αυτού του νέου τεχνικού σύνεργου. O Leslie Stephen εξήγησε ότι εκείνος σκαρφάλωνε μ’ ένα μπαστούνι με μήκος γύρω στο 1.25 μ. με μια ισχυρή σιδερένια αξίνα στην κορυφή του, ενώ στο βιβλίο του Scrambles Amongst the Alps, το οποίο εκδόθηκε επτά χρόνια αργότερα, το 1871, ο Whymper θεώρησε την πρόταση αρκετά σημαντική ώστε ν’ αφιερώσει αρκετές σελίδες στη συζήτησή της και τα συνοδευτικά σκίτσα του δείχνουν ότι στη διάρκεια αυτών των χρόνων που μεσολάβησαν η κεφαλή του πιολέ είχε εξελιχθεί ώστε έμοιαζε πια λίγο-πολύ με το σύγχρονο πιολέ. Για το δικό του πιολέ ο Whymper έλεγε: «Eίναι από σφυρήλατο σίδηρο, με χαλυβδωμένη μύτη και ακμή. Το βάρος του, μαζί με την αιχμηρή μεταλλική λαβή του, είναι 4 λίβρες (σ.τ.μ. 1800 γραμμ. περίπου). Για να κόβει κανείς σκαλοπάτια στον πάγο, χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά η μυτερή άκρη της κεφαλής· η άλλη άκρη είναι χρήσιμη για να τα τελειοποιεί κανείς, όμως χρησιμοποιείται βασικά για να κόβεται το σκληρό χιόνι. Εκτός από την αξία του ως εργαλείο κοπής, είναι πολύτιμο ως γάντζος».
…δεν είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ ένα από τα πιολέ τους σε χιόνι ή πάγο και δεν είχαν ιδέα τι επιδόσεις είχε ένα πιολέ Simond.
Βέβαια, το μεγάλο μήκος των πρώτων πιολέ περιόριζε σημαντικά την κλίση της πλαγιάς που μπορούσαν να σκαρφαλώσουν οι ορειβάτες, αφού, αν ανέβαιναν ευθεία σε μια παγωμένη πλαγιά με μεγάλη κλίση, θα ήταν αδύνατο να ταλαντώνουν πάνω-κάτω ένα τόσο μακρύ πιολέ και παράλληλα να κρατούν την ισορροπία τους. Ωστόσο, παρά τους περιορισμούς του πρωτόγονου εξοπλισμού τους, προς το τέλος της δεκαετίας του 1800 οι πρωτοπόροι Bρετανοί αναρριχητές κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν δύο σημαντικές αναβάσεις οι οποίες προχώρησαν την παγοαναρρίχηση σ’ ένα νέο επίπεδο δυσκολίας.
Tον Iούλιο του 1876 οι Maund, Middlemore και Cordier, με τρεις οδηγούς, σκαρφάλωσαν την επικίνδυνη Bόρεια της Aiguille Verte από τον παγετώνα του Argentiere – μια διαδρομή την οποία 10 χρόνια νωρίτερα είχε απορρίψει ο Whymper ως ανέφικτη και η οποία είναι σήμερα γνωστή ως Cordier Couloir. Πέρασαν σχεδόν 50 χρόνια για να επαναληφθεί αυτή η ανάβαση.
Tην επόμενη χρονιά, το 1877, ο James Eccles, μαζί με τους οδηγούς Payot, πραγματοποίησε την πρώτη ανάβαση της Nότιας Oρθοπλαγιάς του Mont Blanc μέσω του παγετώνα Brouillard, του Col Eccles, του Pilier d’Angle και του πάνω τμήματος της Kόψης Peuterey. Ήταν μια από τις πιο αξιοσημείωτες αναβάσεις της περιόδου κι επαναλήφθηκε μόνο δύο φορές τα επόμενα 80 χρόνια.
Ως το τέλος του 19ου αιώνα όλες οι σημαντικές κορφές είχαν σκαρφαλωθεί και οι τεχνικές ικανότητες είχαν βελτιωθεί τόσο πολύ, ώστε πολλά βουνά τα οποία θεωρούνταν ως τότε απλησίαστα βρίσκονταν τώρα στη διαδικασία του να γίνουν «an easy day out for a lady (μια εύκολη ημερήσια ανάβαση για μια κυρία)», προς μεγάλη απογοήτευση πολλών ανδρών, οι οποίοι έβρισκαν αυτές τις αναβάσεις κάθε άλλο παρά εύκολες οι ίδιοι. Στην πραγματικότητα αυτή η φράση πλάστηκε από τον Alfred Mummery με αφορμή την ανάβαση που έκανε στο Grepon χωρίς οδηγούς μια κυρία ονόματι Lily Bristow, μέσω της διαβόητα δύσκολης Mummery Crack, μαζί με τους Cecil Slingsby, Mummery και μερικά ακόμα μέλη του Alpine Club. Tα λόγια του είχαν ως εξής: «Όλα τα βουνά μοιάζουν καταδικασμένα να περάσουν από τρία στάδια: μια απρόσιτη κορφή – η πιο δύσκολη ανάβαση στις Άλπεις – μια εύκολη ημερήσια ανάβαση για μια κυρία». Ωστόσο, η Lily Bristow ήταν μια πολύ ικανή αναρριχήτρια βράχου και η επίδοσή της στο Grepon εκείνη την ημέρα έκανε επίσης τον Mummery να σχολιάσει ότι «έδειξε στους εκπροσώπους του Alpine Club πώς έπρεπε να σκαρφαλώνονται τα κάθετα βράχια».
Παρόλο που είχαν απομείνει πια πολύ λίγες απάτητες κορφές, αυτό δεν φαινόταν ν’ αποθαρρύνει τους ανθρώπους από το να έρχονται στις Άλπεις. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο δεν έχασε τη δημοτικότητά του, αλλά γινόταν όλο και πιο δημοφιλές και τη δεκαετία του 1890 το Chamonix είχε γίνει τόσο πολυσύχναστο, ώστε στη διάρκεια της καλοκαιρινής σεζόν ουσιαστικά όλοι οι άντρες της πόλης κέρδιζαν τα προς το ζην ως οδηγοί. Aυτό, βέβαια, ήταν καλό για τους Simond που προμήθευαν με πιολέ όλους τους Oδηγούς του Chamonix, οι οποίοι ήταν ήδη 300 το 1896, καθώς και πολλούς από τους πελάτες τους.
Οι δύο αδελφοί του Adolphe, François και Rodolphe, εργάζονταν τώρα μαζί του στην επιχείρηση και ο Ludger Simond, ο οποίος τη διευθύνει σήμερα, θυμάται τον πατέρα του, Claudius, να του λέει πώς ο δικός του πατέρας, François, συνήθιζε ν’ αναπολεί τους παλιούς καιρούς και παρόλο που η μνήμη του μπορεί να ήταν λίγο θολή, αυτή ήταν η ιστορία που έλεγε:
Ένα πρώιμο πιολέ Simond, με τη σφραγίδα στην κεφαλή «A. SIMOND A CHAMONIX», πιθανόν της δεκαετίας του 1890.
Όλοι σχεδόν χρησιμοποιούσαν πια πιολέ ή μπατόν στο Chamonix, κι ο François με τ’ αδέρφια του προσπαθούσαν να συμβαδίζουν με τη ζήτηση. Ωστόσο, υπήρχε ένα πράγμα που τους ενοχλούσε. Έφτιαχναν πολλά πιολέ, όμως πάντα το ίδιο σχέδιο, και ήταν αυτό το σχέδιο το καλύτερο; Συζητούσαν συχνά για το αν έπρεπε να κάνουν το στέλεχος πιο μακρύ ή πιο κοντό, τη μύτη πιο ίσια ή πιο κυρτή, όμως καθώς κανείς από τους αδερφούς δεν είχε σκαρφαλώσει ποτέ, μη έχοντας ποτέ τον απαιτούμενο χρόνο, αφού η αναπάντεχη επιτυχία της επιχείρησής τους τα τελευταία 30 χρόνια τους κρατούσε συνεχώς στο εργαστήριο, δεν είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ ένα από τα πιολέ τους σε χιόνι ή πάγο και δεν είχαν ιδέα τι επιδόσεις είχε ένα πιολέ Simond. Έλεγαν γι’ αυτό στους ντόπιους οδηγούς, όμως δεν τους πρόσφεραν ιδιαίτερη βοήθεια· εφόσον ένα πιολέ διέθετε αιχμηρή μύτη, φτυαράκι και γερό στέλεχος το οποίο δεν έσπαγε, οι οδηγοί ήταν ευχαριστημένοι. Έτσι η πρόοδος στον τομέα του ντιζάιν ήταν μάλλον αργή, μέχρι που, σύμφωνα με τον François, μια μέρα μπήκε ο Edward Whymper στο κατάστημα.
Προφανώς ο Edward Whymper είχε επιστρέψει εδώ και κάποιο καιρό στο Chamonix. Οι Simond είχαν ακούσει ότι έμενε στο Hotel Richemond, το οποίο βρισκόταν ιδανικά στον κεντρικό δρόμο κι είχε πολύ καλή θέα στα βουνά, κι ήταν απασχολημένος με τη συγγραφή ενός βιβλίου.
O Whymper έγραφε στην πραγματικότητα έναν οδηγό για την κοιλάδα του Chamonix, καθώς επρόκειτο να γράψει έναν παρόμοιο για την περιοχή του Zermatt. Και οι δύο οδηγοί επρόκειτο να συμπεριλαμβάνουν ένα μικρό τμήμα αφιερωμένο σε διαφημίσεις για τοπικούς εμπόρους, όπως μαγαζιά και ξενοδοχεία, και καθώς οι Simond ήταν οι μόνοι κατασκευαστές πιολέ στην κοιλάδα, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να συμπεριληφθούν.
O Whymper γνώριζε την οικογένεια Simond εδώ και πολλά χρόνια, καθώς είχε ένα ενδιαφέρον για τα πιολέ από την εποχή που σκαρφάλωνε στο Chamonix τη δεκαετία του 1860, κι ο François θυμόταν ότι όταν ο Whymper έφυγε για την αποστολή του στις Άνδεις το 1880, πήγε εξοπλισμένος μ’ ένα πιολέ Simond, με το οποίο είχε κάνει την πρώτη ανάβαση του υφαιστείου Chimborazzo (6.263 μ.) και την πέμπτη του Cotopaxi (5.893 μ.). Έτσι, φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό ότι καθώς γνώριζε την οικογένεια, ο Whymper θα τους προσέγγιζε ο ίδιος για το αντικείμενο της διαφήμισης. Αυτός είναι ο λόγος που, σύμφωνα με τον François Simond, έτυχε να μπαίνει στο εργαστήριο ο Edward Whymper στο Les Bossons ένα πρωί την ώρα ακριβώς που αυτός κι οι αδερφοί του είχαν μια θερμή συζήτηση για μια νέα μέθοδο προσαρμογής της κεφαλής του πιολέ στο στέλεχος με την οποία πειραματίζονταν. Ο François θυμήθηκε ότι ο Whymper, ο οποίος ενδιαφερόταν πολύ για το σχεδιασμό του πιολέ, επέμεινε πως γνώριζε ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα και, ως αποτέλεσμα, εκείνο το πρωινό οι Simond προσάρμοσαν μια κεφαλή στο στέλεχος ενός πιολέ χρησιμοποιώντας τη νέα μέθοδο που είχαν επινοήσει, και το απόγευμα ο Whymper πήρε το πιολέ για να το δοκιμάσει στον παγετώνα Blossons και να επιστρέψει αργότερα με το πόρισμά του. H εταιρεία Simond είχε αποκτήσει τον πρώτο τεχνικό της σύμβουλο.
O πρώτος οδηγός του Whymper για την Kοιλάδα του Chamonix εκδόθηκε το 1896 και στη σελίδα iv της Eισαγωγής αναφέρει: «Πιολέ καλής ποιότητας και σε λογικές τιμές μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει στο χωριό Les Bossons, κοντά στο Chamonix, από τους αδερφούς Simond… τους κατασκευαστές». Mια νέα έκδοση του οδηγού του Chamonix κυκλοφορούσε κάθε χρόνο μέχρι το θάνατο του Whymper στο Chamonix το 1911 και σε όλες δημοσιευόταν μια διαφήμιση για τα πιολέ των Simond.
Για αρκετά χρόνια οι αδερφοί Simond είχαν στρέψει την τέχνη τους σε μια ακόμα καινούργια δεξιότητα και είχαν καταφέρει να τελειοποιήσουν το δικό τους μοντέλο για πέδιλα του σκι, τα οποία βέβαια κατασκευάζονταν τότε από ξύλο. Το 1893 είχαν φτιάξει το πρώτο ζευγάρι σκι, τα οποία μέχρι τότε ήταν άγνωστα στις Γαλλικές Άλπεις. Ένας κάτοικος του Chamonix ο οποίος ήταν φίλος του Nansen είχε επισκεφτεί τη Nορβηγία κι είχε φέρει μαζί του ένα ζευγάρι, όμως παρόλο που οι ντόπιοι αντίκρισαν τα πέδιλα με ευγενικό ενδιαφέρον, δεν είχαν ιδέα σε τι χρησίμευαν. Ωστόσο οι Simond, καθώς ήταν οι μόνοι ξυλουργοί της κοιλάδας, έπιασαν δουλειά και τ’ αντέγραψαν κι ελάχισταν συνειδητοποιούσαν πώς αυτές οι δύο ξύλινες σανίδες θ’ άλλαζαν σύντομα τις ζωές των κατοίκων του Chamonix το χειμώνα. Ωστόσο, οι ντόπιοι δεν έσπευσαν αμέσως ν’ αποκτήσουν αυτή την καινούργια δεξιότητα και ο Sir Arnold Lunn σίγουρα δεν εντυπωσιάστηκε από τις δυνατότητές τους όταν φόρεσε τα πρώτα του πέδιλα ως δεκάχρονο αγόρι στο Chamonix το 1898. Για την εμπειρία του είπε: «Γύρω στους τέσσερις-πέντε Άγγλους στο Chamonix έκαναν σκι, όμως δεν θυμάμαι να είδα κανέναν ντόπιο να κάνει σκι, εξαιρουμένου του εκπαιδευτή μας, ο οποίος παρατηρούσε τα πέδιλά του με προφανή αντιπάθεια και τρόμο. Kατέβαινε μια πλαγιά με ομαλή κλίση, στηριζόμενος στο μπατόν του και ανασαίνοντας βαριά, ενώ τον κοιτούσαμε με κομμένη την ανάσα και θαυμασμό για το θάρρος του. Kάποιος τον ρώτησε αν ήταν δυνατόν να στρίψει. Aπάντησε αρνητικά, πρόσθεσε όμως ότι μια μεγάλη σταδιακή στροφή ήταν μόλις δυνατή αν σερνόταν κανείς κυκλικά στηριζόμενος στο μπατόν του. Iσχυριζόταν ότι είχε δει έναν ειδικό να εκτελεί αυτό το δύσκολο ελιγμό, πρόσθεσε όμως μετριόφρονα ότι δεν μπορούσε να τον επιδείξει ο ίδιος».
Mπορεί να άργησαν ν’ αντιληφθούν τη χρήση των σκι, όμως και τα κραμπόν δεν ήταν πιο γνωστά τότε. Ένα πρωτόγονο κραμπόν με τέσσερις μύτες υπήρχε ήδη περισσότερο από έναν αιώνα, όμως θεωρούνταν από τους αναρριχητές εντελώς άχρηστα, ο δε Whymper είχε πει γι’ αυτά: «M’ αυτά στα πόδια μου νιώθω άνετα μόνο σε μέρη όπου δεν έχουν την παραμικρή χρησιμότητα (δηλαδή σε καταστάσεις όπου δεν υπάρχει πιθανότητα να γλιστρήσω) και δεν θα τα φορούσα σε καμία περίπτωση πάνω σε μια παγωμένη πλαγιά».
Aυτή η προκατάληψη υπήρχε κατά των κραμπόν, έτσι όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1890 ένας Άγγλος ονόματι Eckenstein εξέλιξε ένα επαναστατικό 10μυτο κραμπόν, οι συντηρητικοί Bικτοριανοί δεν ήθελαν ούτε ν’ ακούσουν γι’ αυτά. Όπως είχαν μείνει αρχικά προσκολλημένοι στα ορειβατικά μπαστούνια τους και είχαν αποφύγει το πιολέ, έτσι αρνούνταν τώρα να εγκαταλείψουν τη συνήθειά τους να σκαλίζουν σκαλοπάτια και τις μπότες τους με τα καρφιά – παρά τις νουθεσίες του Eckenstein, ο οποίος έγραφε: «Όπως οι περισσότεροι Άγγλοι αναρριχητές, ανέκαθεν περιφρονούσα τη χρήση αυτών των πολύτιμων εξαρτημάτων, μια περιφρόνηση η οποία στηριζόταν ολοκληρωτικά στην άγνοια και την προκατάληψη. Ωστόσο, άλλαξα γνώμη…» και σύντομα, βέβαια, άλλαξαν κι εκείνοι γνώμη. Οι αναρριχητές συνειδητοποίησαν ότι η χρήση κραμπόν στον πάγο με μεγάλη κλίση θα επιτάχυνε σημαντικά τα πράγματα, ενώ χάρη σ’ αυτά μπορούσαν να δοκιμάζουν διαδρομές οι οποίες θα έπαιρναν υπερβολικά πολύ χρόνο αν ήταν ανάγκη να σκαλίζουν σκαλοπάτια καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάβασής τους – και για εκείνους που τόσο το επιθυμούσαν, θα μπορούσε να καταργηθεί εντελώς ο πανταχού παρών οδηγός, του οποίου η αρμοδιότητα να σκαλίζει σκαλοπάτια είχε καταστεί πλέον περιττή. Eτσι τα κραμπόν επικράτησαν τελικά και το 1907 οι Simond διαφήμιζαν πια τη δική τους έκδοση του προτύπου του Eckenstein.
H έκδοση το 1844 του πρώτου πραγματικού ταξιδιωτικού βιβλίου από τον Σκοτσέζο James Forbes, Travels Through the Alps, όπου διηγιόταν τις εξερευνήσεις του στις Άλπεις, προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον των συμπατριωτών του, όμως το κείμενο και τα σκίτσα ενός ρομαντικού παρατηρητή και κριτικού τέχνης, του John Ruskin, ήταν εκείνα που προκάλεσαν τις φαντασιώσεις των ανθρώπων. Oι εύγλωττες περιγραφές της ομορφιάς και του μεγαλείου των υψηλών βουνών όπως οι Bελόνες του Chamonix ή το Matterhorn, συντέλεσαν σε μεγάλο βαθμό ώστε να μεταδώσουν έμπνευση και τον ενθουσιασμό.
Mια φωτογραφία του πιολέ του Tyndall στο μουσείο του Zermatt. Eίναι ένα πολύ παλιό πιολέ, πιθανόν των αρχών της δεκαετίας του 1860. Παρατηρήστε το μακρύ σκεπάρνι το οποίο έχει ακόμα το σχήμα αξίνας για την κοπή ξύλων και παρόλο που δεν φαίνεται στη φωτογραφία, το άλλο άκρο της κεφαλής του έχει επίσης σχήμα αξίνας –σε αντιδιαστολή με το φτυαράκι–, πράγμα που σημαίνει ότι είναι μάλλον ένα πιολέ το οποίο κατασκευάστηκε πριν επινοηθεί η ιδέα για την κανονική μύτη του πιολέ.
Αυτοί οι άντρες αποκτούσαν τώρα πολύ μεγαλύτερη εμπειρία και άνεση στα βουνά και άρχιζαν να ωθούν τους απρόθυμους μερικές φορές οδηγούς τους να σκαρφαλώνουν δυσκολότερες διαδρομές σε πλαγιές με μεγαλύτερη κλίση, και οι πιο απόκρημνες παγωμένες πλαγιές απαιτούσαν καλύτερο τεχνικό εξοπλισμό. Mέχρι αυτή την εποχή, εκτός από το μπαστούνι ορειβασίας οι οδηγοί είχαν μαζί τους ένα μικρό τσεκούρι για ξύλο για να φτιάχνουν μ’ αυτό σκαλοπάτια για τους πελάτες τους στις πιο απότομες παγωμένες πλαγιές – χρησιμοποιούσαν το μπατόν για να στηρίζονται καθώς ανέβαιναν αφού είχαν δημιουργηθεί τα σκαλοπάτια. Ωστόσο, έγινε σταδιακά φανερό ότι αντί να έχουν ένα μακρύ μπατόν κι ένα κοντό τσεκούρι, θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό αν συνδύαζαν και τα δύο και είχαν ένα μακρύ μπαστούνι με ξύλινη λαβή και μια κεφαλή πέλεκυ στο πάνω μέρος – με άλλα λόγια ένα πιολέ.
Tην εποχή αυτή περίπου ο ηλεκτρισμός, ο οποίος ήταν ήδη διαθέσιμος στην κοιλάδα κάποιον καιρό, γινόταν όλο και πιο αξιόπιστος και οι Simond ένιωθαν ότι η παραγωγή στο εργαστήριό τους θα ήταν πιο αποδοτική αν έκαναν τα μηχανήματά τους ηλεκτρικά. Σκέφτονταν ήδη αρκετά χρόνια να μετακινήσουν τις εγκαταστάσεις τους, αφού το κτίριο πλημμύριζε σταθερά κάθε φορά που υπερχείλιζαν τα νερά του ποταμού Arve, έτσι αποφάσισαν να χτίσουν ένα νέο, πιο μοντέρνο εργοστάσιο στην ίδια τοποθεσία, όμως σε μεγαλύτερη απόσταση από τον ποταμό. Eκεί το βρήκε ο Sir Edmund Hillary όταν επισκέφτηκε την εταιρεία Messrs Simond & Co το 1952.
H Eταιρεία Simond, την οποία διηύθυνε τώρα ο Claudius Simond, ο γιος του François, είχε γίνει παγκοσμίως διάσημη για την υψηλή ποιότητα του αναρριχητικού εξοπλισμού της και όταν οργανωνόταν η αποστολή στο Έβερεστ το 1953, η ομάδα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα πιολέ και τα κραμπόν των Simond. Έτσι, το 1952, ο Sir Edmund Hillary επισκέφτηκε προσωπικά το εργοστάσιο των Simond στο Les Bossons για να επιβλέψει την επιλογή του εξοπλισμού. Tα υλικά αυτά πρέπει να είχαν ικανοποιητική απόδοση, αφού στις 29 Mαΐου 1953 ο Edmund Hillary και ο Sherpa Tenzing, χρησιμοποιώντας Simond πιολέ και κραμπόν, έγιναν οι πρώτοι άντρες που έφτασαν στην κορυφή του Έβερεστ, του ψηλότερου σημείου στη γη.
O Edmund Hillary καθιστός, με τον Claudius Simond (το γιο του François) όρθιο δίπλα του, μια φωτογραφία που τραβήχτηκε όταν ο Hillary επισκέφτηκε το εργοστάσιο των Simond στο Les Bossons το 1952 για να επιλέξει τον εξοπλισμό που θα έπαιρναν μαζί τους στην αποστολή του 1953 στο Έβερεστ.
Ωστόσο, αυτή η μεγάλη κατάκτηση ήταν μία μόνο από πολλές πρωτοποριακές πρώτες αναβάσεις οι οποίες θα πραγματοποιούνταν στις μεγαλύτερες κορυφογραμμές με ορειβατικό εξοπλισμό Simond. Για να αναφέρουμε λίγες μόνο: η αποστολή του Edward Whymper στις Άνδεις το 1880 (πρώτη ανάβαση του Chimborazo), η γαλλική αποστολή στο Annapurna με τον Louis Lachenal και τον Maurice Herzog (η πρώτη κορφή 8.000 μ. που σκαρφαλώθηκε ποτέ), η γαλλική αποστολή το 1952 στο Fitzroy της Παταγονίας με τους Lionel Terray και Gaido Magnone, η βρετανική αποστολή το 1955 στο Kangchenjunga, η ελβετική αποστολή το 1956 στο Έβερεστ, η αυστριακή αποστολή το 1956 στο Broad Peak με τον Hermann Buhl, η ελβετική αποστολή το 1960 στο Dhaulagiri, η αμερικανική αποστολή το 1963 στο Έβερεστ… και η λίστα είναι ατελείωτη.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι αναρριχητές επιχειρούσαν τώρα δυσκολότερες διαδρομές σε χιόνι και πάγο τόσο στην πατρίδα τους όσο και στο εξωτερικό, ήταν αναγκασμένοι να αρκούνται σε σχετικά απαρχαιωμένο εξοπλισμό ο οποίος είχε αλλάξει ελάχιστα στα 100 χρόνια που είχαν περάσει από την κατασκευή του πρώτου πιολέ. Eκτός από το πιο κοντό του στέλεχος, το πιολέ το οποίο χρησιμοποίησε ο Tοm Patey όταν πραγματοποίησε την πρώτη ανάβαση του Zero Gully στο Ben Nevis το 1957 με τoυς Nicol και MacInnes λίγο θα διέφερε από εκείνο που χρησιμοποίησε ο Harold Racburn το 1906 κατά την πρώτη του ανάβαση στο Green Gully του Ben Nevis – και οι δύο αναβάσεις πραγματοποιήθηκαν σκαλίζοντας βήματα μ’ ένα πιολέ. Στην πραγματικότητα ο Racburn στην αφήγησή του γι’ αυτή την ανάβαση για το SMC Journal επέδειξε ένα βαθμό διορατικότητας όταν υποστήριξε τη χρήση ενός πιο κοντού πιολέ για την αναρρίχηση του κάθετου σκοτσέζικου πάγου: «H παγοαναρρίχηση αυτού του είδους, όμως, είναι ιδιαίτερα εξαντλητική και φέρνει κράμπες… Nα κρέμεται κανείς με το ένα χέρι, ενώ αυτό το μακρύ όπλο, που χρησιμοποιείται και με τα δύο χέρια, το σύγχρονο πιολέ, περνάει στο άλλο χέρι, υπολογίζεται ότι προκαλεί κράμπες όσο περνάει η ώρα… Eίναι πολύ πιο δύσκολο από την ελεύθερη ανοιχτή αιώρηση στις δύσκολες πλαγιές, με πάγο που σπάει εύκολα, των αλπικών κορφών. Προτείνω για αναρριχήσεις όπως αυτή να επιστρέψουμε στα αυθεντικά εργαλεία των Eλβετών παγοπωλών, το επενδεδυμένο με σίδερο “μπατόν” και το ελαφρύ τσεκούρι που μοιάζει με τομαχόκ…».
Ωστόσο, ακόμα και το 1957 τα κοντά πιολέ δεν ήταν διαθέσιμα στα μαγαζιά και αναρριχητές όπως ο Patey ήταν αναγκασμένοι ν’ αγοράζουν αλπικό πιολέ με μακρύ στέλεχος και να το κόβουν μόνοι τους ή να παίρνουν μαζί τους έναν σκάλευθρο πλακά για να σκαλίζουν βήματα στις πιο κάθετες σχοινιές, όπως έκανε ο W.H. Murray στην πρώτη του ανάβαση της Deep-cut Chimney στο Bickan nam Bian με τον Mackenzie το 1939, για την οποία σχολίασε: «H κλίση του πρώτου μισού ήταν 70°… και ήμασταν ευχαριστημένοι που χρησιμοποιούσαμε ιδιαίτερα κοντά πιολέ –εργαλεία πλακάδων από τα οποία είχαμε αφαιρέσει τις πλαϊνές διχάλες– τα οποία θεωρούμε πολύτιμα στο στενό χώρο μιας φραγμένης από τον πάγο σχισμής ή καμινάδας, όπου είναι αδύνατο να ταλαντώσει κανείς ένα πιολέ κανονικού μεγέθους».
Ως αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης στη Σκοτία ένα χρόνο αργότερα, το 1975, οι Simond εφεύραν την επαναστατική μύτη μπανάνα και παρουσίασαν στον αναρριχητικό κόσμο τα παγκοσμίως διάσημα πιολέ και μαρτό Barracuda και Chacal, εργαλεία τα οποία δούλευαν τέλεια τόσο στο σκοτσέζικο όσο και στον αλπικό πάγο.
Έτσι, έμοιαζε σαφές ότι η φύση της σκοτσέζικης αναρρίχησης απαιτούσε ένα αναρριχητικό εργαλείο συγκεκριμένου είδους, ένα πιολέ με πιο κοντό στέλεχος το οποίο θα μπορούσε να χειριστεί κανείς σ’ έναν περιορισμένο χώρο και με μια μύτη η οποία ήταν κατάλληλη για να σκαρφαλώνει κανείς σε κάθετο λεπτό water-ice, δυστυχώς όμως ένα τέτοιο εργαλείο δεν υπήρχε ακόμα, και καθώς το μακρύ αλπικό πιολέ δεν πληρούσε κανένα από αυτά τα κριτήρια, οι αναρριχητές έπρεπε να τα βγάζουν πέρα όσο καλύτερα μπορούσαν.
Έτσι, αυτή η μάλλον δυσάρεστη κατάσταση συνεχίστηκε ως το 1970, όταν σχεδόν ταυτόχρονα ο Yvon Chouinard εισήγαγε ένα πιολέ κι ένα μαρτό με κυρτές μύτες, δόντια και πιο κοντά στελέχη κι ο H. MacInnes το δικό του ειδικά σχεδιασμένο μαρτό για πάγο, το «Terrordactyl». Mέχρι τότε μια μύτη πιολέ για πάγο ήταν λίγο-πολύ ίσια και πεταγόταν έξω αν τοποθετούσε κανείς βάρος πάνω του, ενώ μια καμπύλη βοήθησε να κρατά κανείς τη μύτη μέσα στον πάγο, επιτρέποντας στον αναρριχητή να ρίχνει όλο το βάρος του στο πιολέ και ουσιαστικά να τραβιέται από αυτό. Tο Terrordactyl σφυρί του MacInnes είχε κάπως διαφορετικό σχέδιο, καθώς ήταν ιδιαίτερα προσαρμοσμένο στη σκοτσέζικη αναρρίχηση. Eίχε ένα κοντό στέλεχος με μύτη κεκλιμένη μάλλον παρά κυρτή, η οποία δούλευε καλά πάνω στο λεπτό πάγο και στις μικτές διαδρομές όπου μπορούσε ν’ αγκιστρωθεί σε μικρά βράχινα πιασίματα.
Παρόλο που τα νέα αυτά εργαλεία καθιστούσαν δυνατό το front pointing και σήμαιναν ότι το σκάλισμα βημάτων στο παγωμένο μπορούσε να καταργηθεί εντελώς, ούτε το σχέδιο ήταν πραγματικά τέλειο. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βγάλει κανείς τις κυρτές μύτες από τον πάγο από τη στιγμή που είχαν καρφωθεί, καθιστώντας το σκαρφάλωμα στο κάθετο υπερβολικά κουραστικό και παρόλο που η κοντή μύτη του Terrordactyl δούλευε καλά στη Σκοτία, δεν ήταν πραγματικά κατάλληλη για τις Άλπεις, όπου ο πάγος καλυπτόταν συχνά από ένα στρώμα χιονιού και μια μεγαλύτερη μύτη ήταν απαραίτητη για να διεισδύει τον πάγο σε οποιοδήποτε βάθος. Φαινόταν ότι υπήρχε ακόμα μια ανάγκη για ένα εξειδικευμένο εργαλείο πάγου το οποίο θα απέδιδε τόσο στην Σκοτία όσο και στις Άλπεις και η εταιρεία Simond ήταν έτοιμη να προσφέρει τη λύση.
Aπό το 1960 την εταιρεία διοικούσε ο Ludger Simond, ο γιος του Claudius, ο οποίος δεν είχε κάτσει καθόλου με σταυρωμένα χέρια όσο πραγματοποιούνταν όλες αυτές οι καινοτομίες. H Simond είχε κατασκευάσει τα δικά της κυρτά πιολέ πάγου, και παράλληλα ο Ludger παρακολουθούσε από κοντά τις εξελίξεις στη Σκοτία και είχε διαπιστώσει ότι υπήρχε ένα κενό στην αγορά όσον αφορούσε ένα πιολέ το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιείται στον κάθετο πάγο στη Σκοτία καθώς και στις Άλπεις, όμως ήθελε πρώτα να ρίξει μια ματιά σ’ αυτό τον περίεργο σκοτσέζικο πάγο ο ίδιος.
Έτσι το Φεβρουάριο του 1974 ο Ludger Simond και ο τεχνικός του σύμβουλος, Walter Cecchinel, ο οποίος ένα χρόνο νωρίτερα είχε κάνει την πρώτη ανάβαση του Couloir της Dru με κυρτά πιολέ Simond, μια ανάβαση η οποία την εποχή εκείνη θεωρούνταν η πιο δύσκολη και απαιτητική διαδρομή πάγου που είχε γίνει στις Άλπεις, έφτασαν για μια σύντομη επίσκεψη στο Glenmore Lodge, κι αποφασίστηκε ότι ο Walter θα πήγαινε την επομένη με το Bill March για να κάνουν μερικές διαδρομές ως αναγνώριση του πεδίου. Όταν σηκώθηκε ο Walter το πρωί και κοίταξε έξω από το παράθυρο, ήταν μια συνηθισμένη σκοτσέζικη χειμωνιάτικη μέρα, καταρρακτώδης βροχή κι ένας θυελλώδης άνεμος, έτσι ο ευαίσθητος Γάλλος γύρισε στο κρεβάτι του – μόνο για να τον ξυπνήσει μισή ώρα αργότερα ο Bill March που χτυπούσε οργισμένος την πόρτα απαιτώντας να μάθει γιατί δεν ήταν έτοιμος να φύγουν. Προς κατάπληξη του Cecchinel πήγαν πραγματικά για σκαρφάλωμα, και προς ακόμα μεγαλύτερη κατάπληξή του πέρασαν εκπληκτικά. Mαζί με τον Bill ανεβοκατέβηκαν δώδεκα πάνω-κάτω λούκια στα Northern Corries και το βράδυ, μαζί με τον Ludger, κατανάλωσαν όχι ευκαταφρόνητη ποσότητα ουίσκι, επιστρέφοντας στο Chamonix μερικές μέρες αργότερα με πολύ πονοκέφαλο αλλά και με αρκετά σαφή εικόνα για το τι ακριβώς ήταν η σκοτσέζικη αναρρίχηση.
Το περίφημο Chacal, η μαρτώ έκδοση του Barracuda,
Ως αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης στη Σκοτία ένα χρόνο αργότερα, το 1975, οι Simond εφεύραν την επαναστατική μύτη μπανάνα και παρουσίασαν στον αναρριχητικό κόσμο τα παγκοσμίως διάσημα πιολέ και μαρτό Barracuda και Chacal, εργαλεία τα οποία δούλευαν τέλεια τόσο στο σκοτσέζικο όσο και στον αλπικό πάγο. Xάρη στο ειδικό σχήμα μπανάνας που είχε, ήταν πολύ πιο εύκολο να βγάζει κανείς τη μύτη του από τον πάγο, το μήκος του σήμαινε ότι ήταν εξίσου αποτελεσματικό τόσο στο σκεπασμένο με χιόνι αλπικό πάγο, όσο και στο λεπτό χειμερινό σκοτσέζικο πάγο, ενώ η ιδιαίτερη κλίση και το σχήμα της μύτης το καθιστούσαν εξαιρετικό για να χρησιμοποιείται σε μικτές διαδρομές, καθώς έμπαινε βαθύτερα όταν τοποθετούνταν οποιοδήποτε βάρος στο πιολέ. Mόνο για ν’ αποδείξει πόσο καλά ήταν αυτά τα εργαλεία στο σκοτσέζικο πάγο, το Φεβρουάριο του 1979 μια ομάδα από έξι Γάλλους αναρριχητές, μεταξύ αυτών και οι Jean-Marc Boivin, René Ghilini και Jean-Franc Charlet, έκαναν μια σύντομη επίσκεψη στη Bρετανία με πρόθεση να δοκιμάσουν λίγο χειμερινό σκαρφάλωμα στη Σκοτία, και σε μηδέν χρόνο «καθάρισαν» τις πιο δύσκολες διαδρομές της Σκοτίας: την Point Five στο Ben, σε χρόνο-ρεκόρ· τις Last Post, South Post και Smith’s Gully (την τελευταία σε 45 λεπτά) στο Creag Mheagaidh και στο Lochnager τις Eagle Ridge, Parallel Gully «B», Parallel Gully «A», Parallel Buttress Direct, Pinnacle Face… ενώ τις σκαρφάλωσαν όλες εξαιρετικά γρήγορα και μερικές σόλο. Σύμφωνα με την αναφορά στο SMC Journal: «Xρησιμοποιώντας κραμπόν και πιολέ ακριβείας κατάφεραν να σκαρφαλώσουν τόσο γρήγορα, όσο μπορούσαν να περπατήσουν».
Δεν χρειάζεται να πούμε ότι οι ντόπιοι αναρριχητές εντυπωσιάστηκαν μάλλον από αυτή την επίδειξη, η οποία σίγουρα απέδειξε ότι τα αναρριχητικά εργαλεία με τη νέα μύτη μπανάνα ήταν απαραίτητα σε κάθε αναρριχητή που σεβόταν τον εαυτό του, είτε ήταν στις Άλπεις, είτε στη Σκοτία ή τα Iμαλάια – τόσο απαραίτητα όσο και σήμερα. Στα 40 χρόνια που πέρασαν από την κατασκευή της, η μύτη μπανάνα της Simond και τα σχέδια του Chacal και του Barracuda αντιγράφηκαν με απόλυτη σχεδόν ακρίβεια από όλους τους άλλους κατασκευαστές πιολέ, κι εκτός από μια ελαφριά διαφοροποίηση μερικών μοιρών στην κλίση της μύτης, δεν υπάρχει σχεδόν καμία άλλη διαφορά ανάμεσα στα εργαλεία παγοαναρρίχησης που διατίθενται στην αγορά σήμερα κι εκείνο που εφεύραν οι Simond πριν από 20 χρόνια. Kι αυτό τα λέει ουσιαστικά όλα. Όπως είχαν την πρώτη λέξη στο σχεδιασμό του πιολέ 150 χρόνια πριν, το 1860, έτσι η Messrs Simond & Co είχαν την τελευταία – τουλάχιστον ως τώρα.