Είχα ξεκινήσει εκείνο το απόγευμα για μια γρήγορη ανάβαση στην Πάρνηθα, στην κορυφή Ξεροβούνι. Έκανα συχνά τέτοιες απογευματινές γρήγορες αναβάσεις, σαν προπόνηση φυσικής κατάστασης.
Αν και ο καιρός ήταν βαρύς και τα δελτία προέβλεπαν κακοκαιρία, δεν πτοήθηκα. Ήξερα καλά το βουνό και σκέφτηκα: δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από μια προπόνηση, το πολύ πολύ, να βραχώ λίγο. Πήρα ένα παγούρι, και ελάχιστη τροφή, ενώ ο ρουχισμός μου ήταν ελαφρύς και κουβαλούσα απλά ένα αντιανεμικό. Δεν είχα σκοπό να σταματήσω ούτε ένα λεπτό.
Βγαίνοντας στα πλατώ της κορυφής ο βαρύς καιρός ξέσπασε: μια παγωμένη βροχή ανακατεμένη με υγρές νιφάδες, ομίχλη και αέρα. Σε μερικά λεπτά έσταζα, τα ελαφριά άρβυλα μου είχαν αρχίσει να μπάζουν και ο παγωμένος βοριάς πήρε μακριά τη σιγουριά μου ότι θα έβρισκα την κορυφή κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Αφού ξόδεψα ένα εικοσάλεπτο προσπαθώντας να βρω το κολωνάκι της κορυφής (τι εγωϊσμός!), συνειδητοποίησα ότι είχα χάσει και το δρόμο της επιστροφής, αφού γύρναγα γύρω – γύρω.
Σουρούπωνε όταν επιτέλους τον βρήκα και έπιασα να τρέχω, πιο πολύ για να ζεσταθώ, μέχρι που πατώντας κάποια ρίζα μισοσκεπασμένη από ένα φιλμ χιονιού, βρέθηκα φαρδύς πλατύς ανάσκελα. Δεν είχα χτυπήσει, σηκώθηκα και συνέχισα, αλλά με τρόμο σκέφτηκα ότι αν για οποιοδήποτε λόγο δεν είχα μπορέσει να σηκωθώ, οι πιθανότητες να περάσω μερικές εφιαλτικές ώρες, ήταν αντιστρόφως ανάλογες με το να με βρει το πρωί ζωντανό. Άλλωστε είχα ανέβει μέχρι τους πρόποδες με ένα ποδήλατο που κανείς δε θα μπορούσε να εντοπίσει, αφού ήταν κρυμμένο πίσω από κάτι πουρνάρια, ενώ το αστόχαστο project μου ολοκληρωνόταν από το ότι κανείς δεν ήξερε που ακριβώς ήμουν. Κι όλα αυτά στην Πάρνηθα. Τι ταπεινή και άδοξη κατάληξη.
Δεν ήμουν κάποια εξαίρεση βέβαια. Κάθε παλιός ορειβάτης μπορεί να σας διηγηθεί αντίστοιχες ιστορίες ταλαιπωρίας, αποκοτιάς ακόμα και κινδύνου. Το να χάσεις το μονοπάτι ή να κάνεις λάθος εκτίμηση δεν είναι κάτι το περίεργο ή κάτι που μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δε θα σου τύχει. Ευτυχώς, γιατί αλλιώς όλα θα ήταν πολύ βαρετά.
Σύμφωνα με τις στατιστικές, το χάσιμο του μονοπατιού, είναι η Νο1 αιτία που οι πεζοπόροι ενεργοποιούν τις ομάδες διάσωσης και όχι ο τραυματισμός ή ο κακός καιρός όπως ίσως φαντάζεστε. Και δεν είναι πεζοπόροι που περπατάνε σε απομακρυσμένα ή δύσκολα μέρη και βουνά (αυτοί συνήθως είναι έμπειροι και κατάλληλα προετοιμασμένοι), αλλά πεζοπόροι που κάνουν μια απλή, ημερήσια πεζοπορία σε δημοφιλή βουνά και περιοχές. Το γιατί είναι απλό: αν κάνεις ένα trekking και χάσεις το δρόμο σου ή σε πιάσει άσχημος καιρός, θα στήσεις τη σκηνή σου και στη χειρότερη θα κοιμηθείς νηστικός. Σιγά το πράγμα. Την άλλη μέρα θα συνεχίσεις. Αν όμως έχεις βγει για μια ημερήσια πορεία και έχεις προτιμήσει να πάρεις φωτογραφική μηχανή αντί για ρούχα και αλουμινοκουβέρτα ή και τίποτα για να είσαι άνετος και ελαφρύς, τότε το να χαθείς και να διανυκτερεύσεις έξω θα γίνει μεγάλο πρόβλημα.
Και δυστυχώς η ολοένα και μαζικότερη ενασχόληση των ανθρώπων της πόλης με την ορεινή πεζοπορία, κάνει το δεύτερο σενάριο όλο και πιο συχνό. Οι άπειροι, ανεκπαίδευτοι πεζοπόροι της μιας ημέρας γίνονται ο κανόνας στα μονοπάτια και η τεχνολογία δίνει όλα τα εφόδια γι’ αυτό. Οι άνθρωποι είναι τόσο εξαρτημένοι στους δρόμους της πόλης από το GPS, που δεν αναπτύσσουν καμία πρακτική για να βρουν το “δικό τους” τρόπο. Πόσο μάλλον σε ένα ξένο γι’ αυτούς περιβάλλον όπως το βουνό (κάτι που εξηγεί και την απαίτηση για ολοένα και πιο πυκνοσημαδεμένα μονοπάτια, ολοένα και πιο λεπτομερή app). Έτσι, αν για οποιοδήποτε λόγο η πρόσβαση στην τεχνολογία δεν είναι εφικτή ή διακοπεί, βρίσκονται “χαμένοι στη μέση του πουθενά”!
Επιπλέον, συνηθισμένοι από την αστική καθημερινότητα, πιστεύουν ότι όλα είναι «κοντά» και προσβάσιμα, ότι επειδή βρίσκονται σε ένα δημοφιλές βουνό ή περιοχή, κοντά σε ένα καταφύγιο, ένα χωματόδρομο ή ένα χωριό, μια απλή κλήση βοήθειας με το κινητό θα είναι αρκετή για να τους βγάλει από τη δύσκολη θέση. Μόνο που τα πράγματα δε λειτουργούν έτσι. Ακόμα κι αν κληθεί έγκαιρα η διάσωση, δύσκολα θα ξεκινήσει μέσα στο σκοτάδι, το πιθανότερο είναι να περιμένει το ξημέρωμα.
Υπάρχουν κι αυτοί που πιστεύουν ότι με το να ξέρουν πώς να ανάψουν φωτιά τρίβοντας κλαδιά και πέτρες, αυτό θα τους σώσει από το να παγώσουν ή ότι αν κουβαλούν μαχαίρι επιβίωσης ή φάνε σκουλήκια και λειχήνες, αυτό θα μπορέσει να τους σώσει από την πείνα. Συμπαθητικά ρομαντικό, αλλά πολύ αφελές. Φωτιά μπορείς να ανάψεις με έναν αναπτήρα αρκεί να είναι στεγνός, όσο για την πείνα, ακόμα κι αν έχεις μόνο 10% ποσοστό λίπους στο σώμα σου θα μπορέσεις να αντέξεις για τρεις – τέσσερις βδομάδες.
Και πράγματι βλέποντας τις στατιστικές, όλα αυτά είναι άχρηστα: ο πρώτος και κύριος λόγος που κάποιος επιβιώνει από μια μη αναμενόμενη διανυκτέρευση, είναι ο εξοπλισμός του. Δηλαδή ρούχα και υλικό, που θα τον κρατήσουν ζεστό και στεγνό για τουλάχιστον ένα βράδυ.
Οπότε πιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να μάθει κάποιος οπωσδήποτε να κάνει; Να είναι σωστά εξοπλισμένος και εκπαιδευμένος, όχι μόνο για να μπορεί να βρίσκει χωρίς gps το δρόμο του (απαραίτητη δεξιότητα), αλλά και για το ενδεχόμενο να μην μπορέσει να γυρίσει – για οποιαδήποτε αιτία – έγκαιρα πίσω.
Και πάνω απ’ όλα, αν επιλέξετε να κινηθείτε μόνοι, είτε φεύγετε για ένα πολυήμερο trekking, είτε επιχειρείτε μια ημερήσια ανάβαση σε μια κορυφή ή ακόμα και μια απλή απογευματινή διαδρομή σε μονοπάτι του κοντινού σας βουνού, ενημερώστε τουλάχιστον δυο άτομα για το που θα κινηθείτε και πότε θα γυρίσετε.