Η κόψη Ναούμ στον Όλυμπο ή η κόψη του Ξερολακιού, όπως πολλοί την αποκαλούν, είναι μια κλασική αλπική διαδρομή των βουνών μας. Μεγάλη σε μήκος, με πάνω από 2000μ. υψομετρική διαφορά, χωρίς μεγάλες δυσκολίες, αλλά εκτεθειμένη στον καιρό, δίκαια είναι από τις πλέον δημοφιλείς διαδρομές του είδους και ίσως η μοναδική.
Η “Κόψη Ναούμ” (AD+, 2500μ), ή “Ξερολάκκι” όπως είναι γνωστότερη, σκαρφαλώθηκε για πρώτη φορά στις 15-16/7/1975 από τους Σ. Σπανούδη – Π. Τυρνινή – Π. Μποτίνη – Ε. Ελευθεριάδη. Η διαδρομή, με υψομετρική διαφορά 1100 μ. και ανάπτυγμα 2500 μ., πήρε το όνομά της από το ρέμα Ναούμ, το μεγάλο ρέμα που ξεκινά από τα Καζάνια και βρίσκεται δεξιά της διαδρομής. Στα αριστερά της κόψης, κατεβαίνει το ρέμα του Μπαρμπαλά (εικόνα 1).

Πρόσβαση στην κόψη Ναούμ
Η πρόσβαση στην κόψη Ναούμ, μπορεί να γίνει από δυο πλευρές:
1. Πρόσβαση από τη μεριά της Ελασσόνας. Από την Ελασσόνα, ακολουθώντας το δρόμο προς την Κατερίνη, σε κάποιο σημείο συναντάμε διασταύρωση προς τα δεξιά για το χωριό Πύθιο. Φθάνοντας στο Πύθιο συνεχίζουμε για το χωριό Κοκκινοπηλός ή Κοκκινοπλός. Από εδώ, κατευθυνόμενοι προς τα βόρεια, αρχίζει ο δασικός δρόμος. Μετά την έξοδο από το χωριό, περίπου σε 1 χλμ. συναντάμε διασταύρωση δεξιά την οποία παραβλέπουμε και συνεχίζουμε ευθεία. Στα 3 χλμ. (από το χωριό) συναντάμε διασταύρωση, όπου παραβλέπουμε την αριστερή διακλάδωση και στρίβουμε προς τα δεξιά περνώντας ένα γεφυράκι. 2 χλμ. μετά το γεφυράκι, παραβλέπουμε ένα δρόμο που φεύγει προς τα δεξιά και συνεχίζουμε ευθεία για να φθάσουμε λίγο μετά στη βρύση Τσουρέκα. Συνεχίζοντας ευθεία, (στα 5 χλμ. μετά το γεφυράκι) συναντάμε διασταύρωση αριστερά, την οποία και παραβλέπουμε. Ακολούθως, συναντάμε διασταύρωση δεξιά, την οποία την παραβλέπουμε και αυτή. Λίγο μετά, φθάνουμε σε μια δεύτερη διασταύρωση δεξιά, όπου βρίσκεται και η βρύση Παπαζήση. Στη διασταύρωση αυτή στρίβουμε δεξιά (ευθεία ο δρόμος συνεχίζει προς το χωριό Πέτρα). Αφού στρίψουμε, μετά από περίπου 6 χλμ. συνεχίζουμε προς τα αριστερά παραβλέποντας ένα δρόμο στα δεξιά μας. Συνεχίζοντας για περίπου άλλο 1,5 χλμ., έχουμε φτάσει στο σημείο όπου ο δρόμος κάνει μια κλειστή στροφή (φουρκέτα) καθώς συναντά το ρέμα του Ξερολακκίου. Εδώ, στη δεξιά πλευρά του ρέματος, παρατηρούμε μερικά κοιλώματα στον βράχο, σαν σπηλιές, τα οποία είναι ενδεικτικά ότι έχουμε φθάσει σχεδόν στο σημείο από όπου θα ξεκινήσουμε την ανάβαση. Επίσης, είναι ένα ωραίο σημείο για διανυκτέρευση, εάν φυσικά έχουμε φτάσει εκεί βράδυ. Προχωράμε περίπου 200 μ. μετά τη στροφή, με τα χαρακτηριστικά κοιλώματα-σπηλιές, και ξεκινάμε την ανάβαση του πρώτου μέρους της κόψης, το «Πόδι του Ναούμ», όπου θα μας οδηγήσει στο πρώτο ραπέλ.

2. Πρόσβαση από τη μεριά της Κατερίνης. Από την Κατερίνη, ακολουθώντας το δρόμο προς Ελασσόνα, σε κάποιο σημείο συναντάμε διασταύρωση προς τα αριστερά για το χωριό Πέτρα, το οποίο απέχει 7 χλμ. Μετά την έξοδο από το χωριό, συναντάμε μία στάνη από την οποία αρχίζει δασικός δρόμος που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ώστε να μπορεί να τον διασχίσει ένα κοινό αυτοκίνητο, και τον ακολουθούμε. Στα 4,7 χλμ. συναντάμε διασταύρωση αριστερά την οποία και παραβλέπουμε. Στα 8,2 χλμ. συναντάμε σταυροδρόμι που επίσης παραβλέπουμε. Στα 10,2 χλμ. στη δεξιά πλευρά του δρόμου υπάρχει πηγή με νερό σε όλη τη διάρκεια του χρόνου καθώς και ένα εγκαταλειμμένο πυροφυλάκιο. Στα 11,2 χλμ. συναντάμε διασταύρωση αριστερά στην οποία και στρίβουμε. Ο δρόμος που αφήνουμε συνεχίζει ευθεία προς το χωριό Κοκκινοπηλός ή Κοκκινοπλός. Στα 17,9 χλμ. συνεχίζουμε προς τα αριστερά παραβλέποντας ένα δρόμο που στρίβει δεξιά. Στα 19,7 χλμ. έχουμε φτάσει στο σημείο όπου ο δρόμος κάνει μια κλειστή στροφή (φουρκέτα) καθώς συναντά το ρέμα του Ξερολακκίου. Εδώ, στη δεξιά πλευρά του ρέματος, παρατηρούμε μερικά κοιλώματα στο βράχο, σαν σπηλιές, τα οποία είναι ενδεικτικά ότι έχουμε φθάσει σχεδόν στο σημείο από όπου θα ξεκινήσουμε την ανάβαση. Επίσης, είναι ένα ωραίο σημείο για διανυκτέρευση, εάν φυσικά έχουμε φτάσει εκεί βράδυ.
Προχωράμε περίπου 200 μ. μετά τη στροφή, με τα χαρακτηριστικά κοιλώματα-σπηλιές, και ξεκινάμε την ανάβαση του πρώτου μέρους της κόψης, το «Πόδι του Ναούμ», όπου θα μας οδηγήσει στο πρώτο ραπέλ.
1ο τμήμα: από τη βάση της κόψης Ναούμ, μέχρι το 1ο ραπέλ.
Στο πρώτο αυτό μέρος της κόψης, η ανάβαση γίνεται μέσα σε δάσος,είναι αρκετά απότομη και μπορεί να διαρκέσει μέχρι και 2 ώρες (το καλοκαίρι). Η ανάβαση αυτή, μέχρι το 1ο ραπέλ, είναι αρκετά κοπιαστική και πολλοί λένε ότι μέχρι εκεί, είναι σχεδόν η μισή προσπάθεια της ανάβασης (από πλευρά κούρασης). Καθώς ανεβαίνουμε, θα δούμε στα δεξιά μας κάποια βράχια (εικόνα 2). Κατευθυνόμαστε επάνω και προς τα αριστερά από τα βράχια (βορειοανατολική κατεύθυνση). Συνεχίζοντας ευθεία πάνω και αριστερά, σιγά – σιγά τελειώνει το δάσος και οδηγούμαστε προς το τέλος σε κάποια βράχια, τα οποία τα τραβερσάρουμε στη βάσης τους προς τα αριστερά (εικόνα 3). Κατόπιν, ανεβαίνουμε σε σάρες ευθεία επάνω και πριν φθάσουμε σε ένα μικρό άνοιγμα των βράχων που μοιάζει σαν διάσελο, στρίβουμε αριστερά (εικόνα 4). Τέλος, βγαίνουμε σε μια χορταριασμένη πλαγιά η οποία, στο υψηλότερο σημείο της βρίσκεται το ορόσημο της κορυφής του πρώτου μέρους της κόψης, όπου βρίσκεται και το πρώτο ραπέλ της κόψης, 35 μ. περίπου (εικόνα 5). Σε αυτό το σημείο μπορούμε, αν έχει καθαρό καιρό, να δούμε το υπόλοιπο μέρος της κόψης (εικόνα 6). Το ραπέλ γίνεται από μια πλακέτα και ένα καρφί, συνδεδεμένα μεταξύ τους με συρματόσχοινο. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι ακόμη και με ένα μονό σχοινί 40 μ. μπορεί κάποιος να κατέβει, κάνοντας δύο μικρότερα ραπέλ, το πρώτο από το συρματόσχοινο και το δεύτερο από κάποιο δένδρο που βρίσκεται στην πλαγιά. Επίσης, μετά το ραπέλ, δίνεται η δυνατότητα να υποχωρήσει κάποιος από τη δεξιά μεριά της κόψης ή να διανυκτερεύσει σε ένα σημείο που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το τέλος του ραπέλ και δεξιά της κόψης (εικόνα 7).
2ο τμήμα της κόψης Ναούμ: από πρώτο μέχρι το δεύτερο (μεγάλο) ραπέλ
Τελειώνοντας το πρώτο ραπέλ, αρχικά κατευθυνόμαστε δεξιά της κόψης και προς τα επάνω, όπως φαίνεται και στην εικόνα 8. Κατόπιν, θα συναντήσουμε, για κάποια μέτρα, μία πλάκα αναρριχητικής δυσκολίας IV με IV+ (με καλές καιρικές συνθήκες). Αν θέλουμε μπορούμε να την παρακάμψουμε στρίβοντας αριστερά, λίγο πριν την πλάκα, πλησιάζοντας περισσότερο την κόψη (εικόνα 9). Μετά το πέρασμα της πλάκας, η κόψη γίνεται λιγότερο ανηφορική και η ανάβαση πιο ομαλή. Κινούμαστε πάντοτε δεξιά της κόψης, με κατεύθυνση προς ένα ύψωμα (εικόνα 10). Από το ύψωμα αυτό, το οποίο είναι κάτι σαν μπαλκόνι, μπορούμε, όταν ο καιρός το επιτρέπει, να έχουμε μια πανοραμική θέα της υπόλοιπης διαδρομής μέχρι το οροπέδιο των Μουσών, ακόμη και μέχρι την κορυφή του προφήτη Ηλία. Το ύψωμα αυτό όμως οδηγεί σε αδιέξοδο και αν δεν έχουμε κάποιο ιδιαίτερο λόγο να πάμε, το παρακάμπτουμε από τα δεξιά (εικόνα 11). Αμέσως μετά την παράκαμψη του υψώματος, κατεβαίνουμε από ένα εύκολο λούκι (20 μ.). Αν γυρίσουμε λίγο προς τα δεξιά, μετά το τέλος της κατάβασης, θα δούμε μια μικρή υπερυψωμένη σπηλιά που αποτελεί πολύ καλό σημείο διανυκτέρευσης. Ακολούθως, προχωράμε αριστερά και τραβερσάρουμε με προσοχή μέχρι να φτάσουμε ένα στενό και εκτεθειμένο διάσελο της κόψης. Περνάμε από την απέναντι μεριά του διάσελου και ανεβαίνουμε μια εκτεθειμένη μικρή πλάκα. Το διάσελο και η μικρή πλάκα καλό θα είναι να γίνονται με ασφάλεια, ιδιαίτερα αν οι συνθήκες δεν είναι καλές (εικόνα 12). Πριν το διάσελο υπάρχουν δύο πλακέττες, απ’ όπου μπορεί να γίνει η ασφάλιση. Μετά το πέρασμα της πλάκας, συνεχίζουμε τραβερσάροντας προς τα δεξιά, όπως φαίνεται στην εικόνα 12. Προχωρώντας, παρατηρούμε ότι η κόψη αρχίζει να γίνεται πιο στενή, ώσπου κάποια στιγμή φτάνουμε σε ένα σημείο που κόβεται απότομα, περίπου για 8 μ. Εδώ, είτε μπορούμε να κατέβουμε κάνοντας ένα μικρό ραπέλ, από δύο καρφιά που υπάρχουν, είτε να καταρριχηθούμε (πάντοτε ασφαλισμένοι) από ένα κάθετο και εκτεθειμένο μικρό λούκι στα αριστερά της κόψης, αν θέλουμε να αποφύγουμε το μικρό ραπέλ. (εικόνα 13). Μετά το κατέβασμα, η κόψη κατηφορίζει ελαφρά και γίνεται όλο και πιο στενή, ώσπου καταλήγει σε λεπτά χτένια (εικόνες 14 και 15). Στα χτένια η κόψη είναι αρκετά κοφτερή και στενή και ο καλύτερος και πιο ασφαλής τρόπος για να τα περάσουμε, είναι να καβαλήσουμε επάνω τους, για περίπου 10 μ. (εικόνα 16). Για επιπλέον ασφάλεια καλό θα είναι να χρησιμοποιηθεί σχοινί. Περνώντας τα χτένια, όπου είναι και η άκρη του τελευταίου πύργου της κόψης, βρίσκεται το δεύτερο μεγάλο και τελευταίο ραπέλ της διαδρομής. Το μήκος του ραπέλ είναι περίπου 30-35 μ. και μπορεί να πραγματοποιηθεί οριακά και με ένα μονό σχοινί των 60 μ. Παρόλο αυτά, αν δε φθάνουν τα σχοινιά ή αν δε θέλουμε να κάνουμε ραπέλ, μπορούμε να το παρακάμψουμε κάνοντας καταρρίχηση από μία ράμπα, η οποία βρίσκεται προς τα αριστερά, τελειώνοντας το πέρασμα στα χτένια (εικόνα 16). Η παράκαμψη του ραπέλ, ήταν η διαδρομή που ακολουθήθηκε όταν ανοίχθηκε η διαδρομή και κατεβάζει σε χορταριασμένη πλαγιά, πιο πίσω από το σημείο που θα καταλήγαμε αν κάναμε το ραπέλ. Έτσι, θα πρέπει να τραβερσάρουμε κάποιες χορταριασμένες ράμπες για να φτάσουμε στη βάση του ραπέλ. Το χειμώνα, αυτή η τραβέρσα μπορεί να είναι επικίνδυνη αν έχουν σωρευτεί αρκετά χιόνια. Μπορεί όμως να τοποθετηθούν καλές ασφάλειες από τα δένδρα που υπάρχουν. Επίσης, από τα δένδρα αυτά, κάνοντας διαδοχικά ραπέλ (υπάρχουν ιμάντες), μπορούμε να υποχωρήσουμε από την αριστερή μεριά της κόψης κατεβαίνοντας στο ρέμα του Μπαρμπαλά και από εκεί προς τα κάτω για να φτάσουμε στο δασικό δρόμο. Το δεύτερο ραπέλ γίνεται τελειώνοντας το πέρασμα στα χτένια, προς τα αριστερά της κόψης, περνώντας τα σχοινιά από ένα V που σχηματίζει ο βράχος (εικόνα 17).
3ο τμήμα: από το δεύτερο (μεγάλο) ραπέλ μέχρι την κορυφή.
Τελειώνοντας το 2ο ραπέλ, τελειώνουν και οι πιο πολλές δυσκολίες της κόψης καθώς αρχίζουμε να περπατάμε στην αριστερή πλευρά της, σε συνεχόμενες ράμπες χορταριασμένες το καλοκαίρι, ή χιονισμένες το χειμώνα (εικόνα 18). Μια δυσκολία που πιθανόν να συναντήσουμε από εδώ και επάνω, ακόμη και το καλοκαίρι, είναι η χαμηλή νέφωση που επικρατεί σχεδόν πάντα τις ζεστές ώρες της ημέρας. Αυτό σημαίνει, ότι πιθανά να έχουμε περιορισμένη ορατότητα, με συνέπεια να αντιμετωπίσουμε κάποιες δυσκολίες στην εύρεση των σημείων εξόδου από την κόψη. Καθώς κινούμαστε σε μια μεγάλη ράμπα παρατηρούμε μια χαρακτηριστική προεξοχή στο επάνω μέρος ενός βράχου, ενώ στο βάθος διακρίνεται ένας βράχινος πύργος, αριστερά από τον οποίο είναι η έξοδος της κόψης προς τις Πόρτες (το διάσελο ανάμεσα σε Τούμπα και Στεφάνι). Επίσης, πιο αριστερά και λίγο πιο χαμηλά βλέπουμε δυο μικρούς πύργους, σαν μικρές πυραμίδες, κάτω από τους οποίους περνάει η διαδρομή που μας οδηγεί στην έξοδο που βγάζει στο οροπέδιο πίσω από το καταφύγιο Γιόσος Αποστολίδης (εικόνα 18). Πλησιάζοντας το βράχο με τη χαρακτηριστική προεξοχή, πριν φτάσουμε σε αυτόν, στρίβουμε δεξιά και ανεβαίνουμε από ένα άνοιγμα που κάνει ο βράχος (εικόνα 19). Στρίβοντας δεξιά, για κάποια μέτρα, ανεβαίνουμε ανάμεσα σε διάφορους βράχινους σχηματισμούς και αφού τους περάσουμε στρίβουμε αριστερά μπαίνοντας πάλι σε ράμπες. Καθώς κινούμαστε προς τα επάνω, φαίνεται τώρα πιο καθαρά ο μεγάλος χαρακτηριστικός πύργος, αριστερά από τον οποίο είναι η έξοδος προς τις Πόρτες (εικόνα 20).
Η έξοδος στο οροπέδιο των Μουσών
Η έξοδος από τις Πόρτες
Σε κάποιο σημείο τώρα, αν θέλουμε μπορούμε να κινηθούμε προς τα δεξιά και επάνω, σκαρφαλώνοντας για λίγα μέτρα ένα αναρριχητικό κομμάτι βράχου λίγων μέτρων, με βαθμό δυσκολίας III με IV-. Ακολούθως, θα κινηθούμε σε σάρες με κατεύθυνση προς το χαρακτηριστικό πύργο (εικόνα 21). Στο αναρριχητικό κομμάτι βράχου, υπάρχει ένα μικρό σταθερό σχοινί για βοήθεια (δεξιά φωτό της εικόνας 20). Αυτός που θα σκαρφαλώσει πρώτος, πρέπει να προσέξει μη ρίξει πέτρες από τις σάρες στους επόμενους. Αν δεν επιλέξουμε τη διαδρομή με το μικρό αναρριχητικό πέρασμα που αναφέραμε παραπάνω, μπορούμε να συνεχίσουμε την πορεία μας και να τραβερσάρουμε μια ράμπα λίγο χαμηλότερη από αυτή που τραβερσάρει κάτω από τα βράχια (διαφορετικά θα χρειαστεί να τραβερσάρουμε ένα εκτεθειμένο πέρασμα). Ακολούθως, λίγο πριν από τους δυο μικρούς πύργους-πυραμίδες θα στρίψουμε δεξιά, και θα κινηθούμε εύκολα προς τα επάνω με κατεύθυνση το χαρακτηριστικό πύργο, αριστερά από τον οποίο είναι η έξοδος προς τις Πόρτες (εικόνα 22 και 23). Η δεύτερη αυτή έξοδος προς τις Πόρτες, σαφώς είναι ευκολότερη από την πρώτη που περιγράψαμε παραπάνω και συνήθως αυτή είναι που χρησιμοποιείται (σε περίπτωση μεγάλης χιονόπτωσης, πιθανόν η 1η περίπτωση να είναι προτιμότερη). Φθάνοντας στη βάση του πύργου, ουσιαστικά η κόψη έχει τελειώσει και μένει η έξοδος στο οροπέδιο. Τραβερσάρουμε κάτω από την ορθοπλαγιά της Τούμπας, με κατεύθυνση τις Πόρτες (το διάσελο ανάμεσα σε Τούμπα και Στεφάνι). Η τραβέρσα αυτή απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή το χειμώνα και υπάρχει κίνδυνος πρόσκλησης χιονοστιβάδας ή πτώσης στην απότομη πλαγιά. Για το λόγο αυτό καλό είναι να πραγματοποιείται στο ψηλότερο σημείο της πλαγιάς (εικόνα 23). Από τις πόρτες τα καταφύγια απέχουν μόνο 5’-10’ με κατεύθυνση βορειοανατολική.
Η έξοδος πίσω από το καταφύγιο Γιόσος Αποστολίδης
Αν δεν επιλέξουμε την έξοδο από τις Πόρτες, τότε αντί να στρίψουμε δεξιά λίγο πριν από τους δυο μικρούς πύργους-πυραμίδες, θα συνεχίσουμε την πορεία μας ευθεία περνώντας κάτω από τους δυο μικρούς πύργους-πυραμίδες. Αφού περάσουμε και το δεύτερο πύργο, θα στρίψουμε δεξιά και θα κινηθούμε προς τα επάνω (εικόνα 22). Ακολουθώντας ένα απότομο λούκι με σάρες (το χειμώνα προσοχή αν υπάρχει σωρευμένο χιόνι κακής ποιότητας), όπου το τελευταίο τμήμα του γίνεται αρκετά απότομο (80° IV+, 50μ), μας βγάζει στο οροπέδιο πίσω από το καταφύγιο Γιόσος Αποστολίδης (εικόνα 24 και 25). Πιθανότατα να μπορούμε να αποφύγουμε το τελευταίο απότομο τμήμα, αν σε κάποιο σημείο στο λούκι με τις σάρες, κινηθούμε προς τα αριστερά. Πιο δεξιότερα υπάρχει η έξοδος της διαδρομής, όπως έγινε κατά την πρώτη ανάβασή της, η οποία γίνεται με αναρρίχηση από δίεδρο (V+, 50μ), όπου υπάρχουν μερικά παλιά καρφιά. Και αυτή επίσης, οδηγεί πίσω από το καταφύγιο.
Η επιστροφή
Για να επιστρέψουμε στη βάση της κόψης απ΄ όπου ξεκινήσαμε, η επιστροφή μπορεί να γίνει από το ρέμα του Ναούμ, στο οποίο φτάνουμε κατεβαίνοντας ευθεία κάτω από τις Πόρτες, ακολουθώντας σημαδεμένο μονοπάτι. Αφού φτάσουμε στον πάτο των Καζανιών το ρέμα μας οδηγεί μόνο του. Να σημειωθεί ότι σε περίπτωση χειμερινής επανάληψης, θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα bivouac και ότι οι απαιτήσεις της διαδρομής αυξάνονται κατακόρυφα, πράγμα που την κάνει απρόσιτη για κάποιον που δεν έχει μεγάλη πείρα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως το καλοκαίρι ενδείκνυται για αρχάριους. Η δυσπρόσιτη περιοχή και το μικροκλίμα του βουνού, που μπορεί να δημιουργήσει ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, αλλά και η δύσκολη υποχώρηση ή η μεγάλη επιστροφή από το οροπέδιο ευθύνονται για τη σοβαρότητα της.
Περισσότερα για το μονοπάτι της επιστροφής, αλλά και για μονοπάτια σε όλο τον Όλυμπο δες: “Όλυμπος – κλασικές αναβάσεις και πεζοπορίες”.