Τέλη ’70 αρχές ‘ 80 ο ΣΕΟ (Σύνδεσμος Ελλήνων Ορειβατών) ήταν ο πιο δραστήριος σύλλογος στον ορειβατικό χώρο με τους ορειβάτες και αναρριχητές του να κυριαρχούν στις Ελληνικές ορθοπλαγιές. Τα Χριστούγεννα του ’80 διοργανώνει διπλή ανάβαση στο Όλυμπο, από κόψη Ναούμ (που ήταν για την εποχή πολύ σοβαρή προσπάθεια) και από την κλασική ανάβαση της Διασταύρωσης, με στόχο χειμερινές διαδρομές στις ψηλές κορφές.
Το φιλόδοξο σχέδιο πνίγηκε στην κακοκαιρία. Η ομάδα του Ναούμ υποχώρησε έγκαιρα. Η ομάδα της Διασταύρωσης χτυπημένη από την κακοκαιρία έχασε δύο άτομα. Το τραγικό αυτό γεγονός, πρωτόφαντο για την Ελληνική ορειβασία πυροδότησε εντάσεις και αλληλοκατηγορίες και μέσα στην απίστευτη για εμάς τους νεότερους πολωμένη ορειβατική σκηνή συνέτεινε στην παρακμή και αδράνεια, για σχεδόν μια δεκαετία, του ιστορικού αυτού συλλόγου¹. Το κείμενο του Φαίδωνα Γαληνού αναδημοσιεύεται από το περιοδικό «Ανάβαση» Τεύχος 13.
Στην αργία της 28ης Οκτωβρίου 1979 ανταμώσαμε στα Μετέωρα οι ορειβάτες του ΣΕΟ απ’ όλη την Ελάδα και αποφασίσαμε μια από τις εκδηλώσεις μας των Χριστουγέννων να γίνει στον Όλυμπο. Δέκα πέντε μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, ο Δημήτρης Μπουντόλας και Δημητρός Νικηφορίδης, άρχισαν τις προετοιμασίες, ο πρώτος στο χώρο της Βόρειας Ελλάδας, ο δεύτερος στο χώρο της Νότιας. Τελικά συγκεντρώθηκαν για την ανάβαση 19 άτομα. Από την Αθήνα οι: Α. Αβραμόπουλος, Φ. Γαληνός, Β. Μπαλτόπουλος, Δ. Νικηφορίδης. Ι. Ξυνογιαννακόπουλος. Από την Χαλκίδα οι Χ. Βουτσαρίδης, Γ. Σούλας. Από την Θεσσαλονίκη οι: Τ. Αναγνώστου, Μ. Αρζόγλου, Β. Βακαλόπουλος, Ν. Ματσάκας, Δ. Μπουντόλας, Δ. Μυστακίδης, Ι. Χατζηλαζάρου. Από την Καβάλα οι: Β. Βασιλακάκης, Κ. Μανόλης. Στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη έμειναν γύρω στους δέκα ορειβάτες που θα μπορούσαν σε περίπτωση ανάγκης να τρέξουν για βοήθεια σε οποιοδήποτε σημείο.
Οι 19 χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα από τους: Αρζόγλου, Βακαλόπουλο, Μανόλη, Ματσάκα, Παπακερμέζη θα πραγματοποιούσε μια αναρριχητική διαδρομή από το Ξερολάκι υψομετρικής διαφοράς 1000 μέτρων. Με μία διανυκτέρευση στην ορθοπλαγιά θα έφτανε σε 24 ώρες περίπου στο οροπέδιο των θεών. Οι υπόλοιποι 14, δηλαδή οι : Αβραμόπουλος, Αναγνώστου, Βασιλακάκης, Βουτσαρίδης, Γαληνός, Μπαλτόπουλος, Μπουντόλας, Μυστακίδης, Νικηφορίδης, Ξυνογιαννακόπουλος, Σούλας Τρόμπακας, Τσούγκας και Χατζηλαζάρου θα ανέβαιναν τη διαδρομή : Λιτόχωρο, Διασταύρωση, Μπάρμπα, Πύργο, Λαιμό, Πέρασμα, Γιόσα, Οροπέδιο Θεών, Καταφύγιο ΕΟΣ. Διαδρομή περίπου 10 ωρών, ανάλογα με την ποιότητα του χιονιού. Οι πρώτοι ξεκίνησαν την Κυριακή το πρωί 23 Δεκεμβρίου. Το βράδυ, στα μέσα περίπου της ορθοπλαγιάς, συνάντησαν κακοκαιρία. Διανυκτέρευσαν όπου βρέθηκαν και την άλλη μέρα το πρωί επέστρεψαν στη βάση τους. Οι δεύτεροι ξεκίνησαν από το Λιτόχωρο την Κυριακή το πρωί στις 6. πέρασαν από τη Διασταύρωση κατά τις 7. Ο καιρός ήταν καλός. Το χιόνι κατάλληλο για περπάτημα. Σκοπός τους να φτάσουν την ίδια μέρα στο καταφύγιο όπου θα διανυκτερεύσουν, ενώ τις επόμενες ημέρες θα πραγματοποιούσαν αναρριχητικές διαδρομές στις ορθοπλαγιές των κορυφών. Ο Δημήτρης Νικηφορίδης ετοίμαζε μαζί με τον Θανάση Αβραμόπουλο να κάνει «χειμερινή» τη διαδρομή «Λιάγκου – Τσαμακίδη – Καπετανάκη 1957» στην Πλάκα του Σκολιού. Συζητούσαμε κατά την ανάβαση το σχέδιό του. Επειδή όμως τις προθέσεις του μου τις είχε πει από την Αθήνα πήρα μαζί μου όλο το σχετικό υλικό που είχα για τυχόν διανυκτερεύσεις σε ορθοπλαγιές. Ο Δημητρός με τα πάντοτε, με την καλή έννοια, φιλόδοξα σχέδιά του είχε, όπως κάθε φορά, σχετικά βαρύ σάκο γεμάτο αναρριχιτικό υλικό. Δεν μπόρεσα, όσες φορές προσπάθησα, να τον πείσω ν’ αλλάξει τακτική. Με το γλυκό, ευγενικό του ύφος ήθελε κάθε φορά να με πείσει ότι δεν είναι τόσο βαρύς όσο φανταζόμουνα. Νομίζω ότι πρέπει να έπαιξε κάποιο ρόλο ο σάκος του στον άδικο χαμό του. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα το παραδεχότανε αν μπορούσε να μιλήσει. Ας ήταν δυνατόν ν’ ακούγαμε πάλι την ευγενική του φωνή με όλο το αγαθό της περιεχόμενο και ας ερχότανε σε αντίθεση με την δικιά μας γνώμη.
«Έχω κουραστεί», φωνάζει, «είναι όλα παγωμένα. Δεν μπορώ να σε ασφαλίσω. Πρόσεχε μην γλιστρίσεις».
Στου Μπάρμπα καθόμαστε λίγο, ανταλλάζουμε φαγητά. Το ίδιο στο Διάσελο Κόκα της Πυκνής Οξιάς. Παρατηρώ ότι και του Μπαλτόπουλου ο σάκος είναι σχετικά βαρύς. Και αυτός έχει την κακιά συνήθεια να κουβαλά περισσότερα πράγματα από τις δυνάμεις του το ξέρω από άλλη φορά. Του ζητώ να πάρω μερικά. «Όχι προς το παρόν. Όταν έχω ανάγκη θα σου πω» μου λέει. Στην Πηγή Αποστολίδη μου δίνει το κραμπόν του, το γκαζιεράκι του και ένα άλλο δέμα. Συνεχίζουμε ευθεία επάνω τον Στράγκο. Τραγουδώ τα τραγούδια που ξέρω ότι αρέσουν στην παρέα μου. Φτάνουμε στη Σκούρτα. Περνάμε το Λαιμό. Όλα πάνε θαυμάσια. Τίποτα δεν μαρτυρά την δραματική συνέχεια. Γύρω στις 4 βρισκόμαστε στο Πέρασμα του Γιόσου. Ανεβαίνει πρώτος ο Μπουντόλας. Δεύτερος ο Νικηφορίδης. Μένω τελευταίος. Με ασφαλίζει ο Δημητρός. «Έχω κουραστεί», φωνάζει, «είναι όλα παγωμένα. Δεν μπορώ να σε ασφαλίσω. Πρόσεχε μην γλιστρίσεις». Όταν φτάνω επάνω έχει σκοτεινιάσει. Είναι πράγματι όλα γυαλί. Βοηθώ τον Δημητρό να περάσουμε μαζί το επικίνδυνο σημείο. Ο Νικηφορίδης έκανε εδώ το μεγάλο, το μοιραίο λάθος να ασφαλίζει, μέσα στην παγωνιά, αυτός όλους συνέχεια τους συντρόφους του. Λάθος που ήταν συνεπεία της άφταστης αλτρουϊστικής του ψυχολογίας. Φωνάζω τους αμέσως μπρος από μας Αβραμόπουλο και Βουτσαρίδη να περιμένουν. Οι 4 τελευταίοι εμείς, προχωράμε κρατώντας την επαφή με τους αμέσως προηγούμενους. Βρισκόμαστε πάνω στο οροπέδιο, διαπιστώνουμε ότι δεν είμαστε βέβαιοι για την θέση του καταφυγίου. Έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας. Κάνουμε μερικές εξορμήσεις δεξιά – αριστερά μήπως πέσουμε επάνω του. Άκαρπες προσπάθειες.
Ο δυνατός αέρας τους σκεπάζει με χιόνι κάθε λίγο ολόκληρους. Με φωνάζουν ο ένας μετά τον άλλο. Όρθιος παρακολουθώ τις ώρες να περνούν αργά. Αφάνταστα αργά. Δώδεκα, μία, δύο. Πότε θα ξημερώσει;
Η νύχτα προχωρά, η ομίχλη πυκνώνει, ο αέρας δυναμώνει, το χιόνι μας χτυπά σκληρά στο πρόσωπο. «Δημητρό πως είσαι;», «Ωραία». Ποτέ του δεν έλεγε το αντίθετο. Καταλαβαίω όμως ότι κάτι δεν πάει καλά. Ανοίγω τον σάκο του, τον ξαλαφρώνω από το βάρος μερικών καρφιών. Αρχίζω να έχω μια ανησυχία για το φίλο μου, τον εξαίρετο ορειβάτη, το πιο καλό παιδί του ΣΕΟ. Κανείς μας δεν μπορούσε να του πάρει την πρωτιά της αγάπης που του δίναμε όλοι μας, χωρίς καμία αμφισβήτηση. Δεν περνά ακόμα από το νου μου το κακό που έμελλε να συμβεί. Συναντάμε μια κατηφόρα. Λέμε μήπως είναι η Λάκα μπρος από το Στεφάνι όπου η στέρνα, ή αν δεν είναι, ας πάμε τουλάχιστον προς τα κάτω, ίσως βρούμε υπήνεμο να διανυκτερεύσουμε. Κατεβαίνουμε. Υπήνεμο δεν συναντάμε, ούτε είναι η Λάκα του Στεφανιού. Ο Δημητρός δεν μας ακολουθεί εύκολα, του παίρνουμε το σάκο. Αποφασίζουμε να μείνουμε κάπου. Σκάβουμε το χιόνι στην πλαγιά να έχουμε τα νώτα μας προφυλαγμένα από το δυνατό αέρα. Κατά μήκος του τοίχου που δημιουργείται βολεύονται ένας – ένας καθιστοί ή ξαπλωμένοι προφυλαγμένοι μέσα στα υπνόσακα ή στις βέστες, σκεπασμένοι με αδιάβροχα ή αντιανεμικά. Έχω μαζί μου έναν «σάκο διαβίωσης» αυτός καλύπτει 5 άτομα. Τακτοποιώ όσο μπορώ καλύτερα το Δημητρό. Μένουμε όρθιοι οι Μπουντόλας, ο Μυστακίδης κι εγώ. Κατά διαστήματα σηκώνονται μερικοί και ξανακοιμούνται, όσο είναι δυνατό να κοιμηθείς εκεί. Τους ξεχιονίζω συνέχεια. Ο δυνατός αέρας τους σκεπάζει με χιόνι κάθε λίγο ολόκληρους. Με φωνάζουν ο ένας μετά τον άλλο. Όρθιος παρακολουθώ τις ώρες να περνούν αργά. Αφάνταστα αργά. Δώδεκα, μία, δύο. Πότε θα ξημερώσει; Σκοτάδι, ομίχλη αμετακίνητη, αν και φυσά δυνατός αέρας. Αγωνία… Πότε θα ξημερώσει; Θ’ ανοίξει άραγε καθόλου να δούμε που βρισκόμαστε; Μια κόψη, μια κορυφογραμή ν’ αντικρύσουμε, θα καταλάβουμε που είμαστε «Φαίδων βγάλε το χιόνι από το σβέρκο μου» φωνάζει ο Θανάσης. «Σκέπασε τα πόδια μου με το αδιάβροχο», μου ζητά ο άλλος. Το Δημητρό τον παρακολουθώ συνέχεια. Λέει ότι δεν κρυώνει, κοιμάται στον υπνόσακο, σχετικά καλά προφυλαγμένος με το μεταλλικό μονωτικό κάλυμμα. Αλλά πότε θα ξημερώσει; Σκέψεις βαριές με βασανίζουν. Ώρα 3. Άλλες 4 ώρες θέλουμε το λιγότερο αν βέβαια ανοίξει λίγο ο καιρός, αλλιώς με την πυκνή ομίχλη δεν υπάρχει πάλι ελπίδα. Στις 7 δεν βλέπουμε ακόμα τίποτα. Σκοτάδι…
Ο Δημητρός είναι πια πολύ βαρύς. Μόλις καταφέρνουν να τον κρατούν. Γύρω στις 2:30΄σωριάζεται χάμω. Βγάζω από τον σάκο μου τον υπνόσακο του, τον βάζουμε μέσα να ζεσταθεί. Ο Σούλας του δίνει το φιλί της ζωής. Πριν προφτάσουμε καλά – καλά να κάνουμε ο,τιδήποτε, ο νους του σκοτείνιασε, η γλώσσα του μπερδεύτηκε, η ευαίσθητη και τόσο φλογερή καρδιά του έπαψε να χτυπά.
Στις 8 η ομίχλη κάθεται πυκνή, ο Μπουντόλας πηγαίνει προς τ’ απάνω να προσανατολιστεί. Ο ένας μετά τον άλλο σηκώνονται, άρχισαν να ετοιμάζονται για το οποιοδήποτε ξεκίνημα. Όλα παγωμένα. Σάκοι, υπνόσακοι, αδιάβροχα, γάντια, ξυλιασμένα. Μερικά πράματά μας τα σκέπασε το χιόνι. Στην κατάσταση που βρισκόμαστε δεν υπάρχει χρόνος να σκάψεις να τα βρεις. Προτιμάς να τ’ αφήσεις. Ο Μπουντόλας φωνάζει να πάμε προς τ’ απάνω γιατί από κανένα δυο βράχια που είδε φαντάζεται που περίπου πρέπει να πέφτει το καταφύγιο, χωρίς όμως να είναι απόλυτα βέβαιος. Ξεκινάμε προς τ’ απάνω ο ένας πίσω από τον άλλο. Σε λίγο ο Δημητρός αρχίζει να καθυστερεί. Δυσκολεύεται. Κάνει, όπως πάντα, ό,τι μπορεί. Οι δυνάμεις του δεν είναι σαν τις δικές μας… Έφτασε η στιγμή που τόσο πολύ φοβόμουνα. Βλέπω το δράμα, διαισθάνομαι την τραγωδία … Ζητώ να βρούμε δρόμο προς τα κάτω. «Μη συζητάς Γαληνέ δεν γίνεται», απαντά ο Μπουντόλας. . Γκρεμοί απάτητοι μας κλείνουν την κατάβαση. Τι πρέπει να κάνουμε; … Ο Δημητρός είναι σύντροφός μας στο βουνό, στην ορειβασία, στην παρέα μας, αχώριστοι, ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Παρακαλώ τους Μυστακίδη, Βουτσαρίδη να τον κρατάν από δεξιά και αριστερά. Βαδίζω ακριβώς μπροστά του, ακολουθώντας τα βήματα των προηγουμένων που πριν προλάβω καλά – καλά να τα πατήσω καλύπτονται. Πηγαίνουμε όλοι τον ρυθμό του. Συνειδητοποιώ την πολύ άσχημη θέση. Δεν υπάρχει μέρος να κάτσεις, δεν υπάρχει τόπος να σταθείς. Η κίνηση όμως εξαντλεί. Που οδηγείς τον αγαπημένο σου φίλο; … Δεν τολμάς ν’ απαντήσεις. Πάγωσε η λαλιά, πάγωσε η σκέψη. Σκληρό χιόνι μας χτυπά το πρόσωπο. Φυσά δυνατά. Ο θάνατος γυρίζει γύρω μας. Χορεύει το χορό του, γελά, μας περιπαίζει. Αποφασίζουμε να μη ψάξουμε άλλο για το καταφύγιο αλλά να φύγουμε πίσω από το πέρασμα του Γιόσου μια που στο μεταξύ ο Μπουντόλας το είχε εντοπίσει. Ο Δημητρός είναι πια πολύ βαρύς. Μόλις καταφέρνουν να τον κρατούν. Γύρω στις 2:30΄σωριάζεται χάμω. Βγάζω από τον σάκο μου τον υπνόσακο του, τον βάζουμε μέσα να ζεσταθεί. Ο Σούλας του δίνει το φιλί της ζωής. Πριν προφτάσουμε καλά – καλά να κάνουμε ο,τιδήποτε, ο νους του σκοτείνιασε, η γλώσσα του μπερδεύτηκε, η ευαίσθητη και τόσο φλογερή καρδιά του έπαψε να χτυπά. Νεκρική σιγή απλώνεται στο οροπέδιο και ας σφυρίζουν οι άνεμοι. Δεν τους ακούμε. Δεν έχουμε ν’ ακούμε. Δεν έχουμε μάτια να δούμε. Δεν έχουμε μυαλό να σκεφτούμε. Μια καρδιά χτυπά ακόμα στο στήθος μας. Μόνο το συναίσθημα ζει. Αυτό είναι έντονο, ολοκληρωμένο. Ο Δημητρός είχε την ευαισθησία και την τρυφεράδα του οραματιστή, ονειροπόλου. Υπήρξε θύμα της μεγάλης του αλληλεγγύης προς τους συντρόφους του. Μιας αλληλεγγύης που δεν μπορείς να περιγράψεις με λέξεις, δεν μπορείς να την πεις με λόγια. Την ζούσες όμως όταν τον είχες δίπλα του, σε άγγιζε, σε κάλυπτε συνέχεια. Μιας αλληλεγγύης που όμοιά της δεν έχω γνωρίσει. Μπροστά στο μεγαλείο του η δικιά μας προσφορά την ώρα της αγωνίας του φαίνεται αστεία. Μηδενίζεται. Λες ότι δεν έκανες τίποτα. Μια φωνή ουρλιάζει μέσα σου. «Γιατί τον άφησες να πεθάνει;» Αρχίζεις να ελπίζεις στον μύθο της άλλης ζωής μήπως κάποτε τον συναντήσεις να συγχωρέσει τις παραλείψεις σου, τις παραλείψεις σου που μόνο αυτός τις ξέρει.
«Τι συμβαίνει φοβάσαι;» και με φωνή που μόλις ακούγεται μου απαντά : «Έχω πάθει χειρότερα από τον καημένο τον Δημητρό»
Δένουμε τον ιερό νεκρό με ένα ορειβατικό σκοινί στο πιολέ του μην τον σύρουν οι άνεμοι. Τον χαιρετάμε και απομακρυνόμαστε με βήματα αργά χωρίς να ξέρουμε αν θα πρέπει να πηγαίνουμε μπρος ή πίσω. Στο πέρασμα φτάνουμε γύρω στις 4 το απόγευμα. Αρχίζουμε ένας – ένας δεμένοι να κατεβαίνουμε. Τελευταίος κατεβαίνει ο Μπουντόλας. Τον ασφαλίζω. Ζητώ από τους υπόλοιπους να συνεχίσουμε την πορεία τους προς τον Λαιμό χωρίς να περιμένουν. Μαζεύουμε οι δυο μας τα σχοινιά. Πρώτος φεύγει ο Μπουντόλας. Τον ακούω να λέει σε έναν που έμεινε τελευταίος. «Έλα κατέβαινε μην καθυστερείς». Το ίδιο του λέω κι εγώ, ύστερα από λίγο, χωρίς να προσέξω ποιος ήταν αυτός που καθυστερούσε γιατί είχε καλά το πρόσωπό του σκεπασμένο. Παρατηρώ όμως ότι ο σύντροφός μου δεν λέει να κινηθεί. Του πιάνω το χέρι να τον βοηθήσω, τότε βλέπω ότι είναι ο αγαπημένος μου Γιώργος Σούλας, το θαυμάσιο αυτό παιδί από τη Χαλκίδα. Με τον Γιώργο, αν και η γνωριμία μας δεν ήταν παλιά, είχαμε γίνει πολύ καλοί φίλοι. Μπήκε στο πνεύμα μας, στην ψυχή μας σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. «Τι συμβαίνει φοβάσαι;» και με φωνή που μόλις ακούγεται μου απαντά : «Έχω πάθει χειρότερα από τον καημένο τον Δημητρό» ήταν τα λόγια που ξεχώρισα. «Γιώργο, Γιώργο…» κάτι ασυνάρτητα μου ψιθυρίζει χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα. Προσπαθώ να τον σηκώσω να τον κάνω να περπατήσει. Αδύνατο. Συμφορά… εδώ στην αρχή της Σωτηρίας μας, οι δυο μας μόνοι. Εκείνος σχεδόν αναίσθητος, εγώ ανήμπορος για οποιαδήποτε βοήθεια. Τι αστροπελέκι! Δεν τελείωσαν οι θυσίες μας; Η τραγωδία συνεχίζεται; Τι έχουμε να δούμε ακόμα; … Στο μεταξύ ο Μπουντόλας που είδε ότι δεν κατεβαίνουμε επιστρέφει. Οι δυο μαζί προσπαθούμε να κατεβάσουμε τον Γιώργο πιο χαμηλά. Το γλιστράμε σιγά – σιγά πάνω στο χιόνι. Βρίσκουμε ένα επίπεδο, ίσιο μέρος. Βγάζω τον υπνόσακό μου. Βάζουμε μέσα τον Γιώργο να ζεσταθεί, αλλά η ίδια η πριν από 3 ώρες σκηνή επαναλαμβάνεται με μαθηματική ακρίβεια. Έχουμε χάσει έναν δεύτερο σύντροφο. Το ψυχικό μας όραμα είναι μεγάλο, δεν χωρά μέσα μας. Δεν έχουμε τη δύναμη να σηκώσουμε τη δεύτερη απώλεια – Γιατί δεν μπορούμε να βοηθήσουμε τους συντρόφους μας σε τέτοιες περιπτώσεις; Γιατί δεν υπάρχει τρόπος; … – Δεν συζητάμε. Είμαστε βουβοί. Μας βασανίζουν και τους δύο οι ίδιες σκέψεις. Τυλίγουμε τον νεκρό σε ένα κόκκινο αλουμινοκάλυμμα για να φαίνεται. Μπήγουμε στο χιόνι το πιολέ. Αφήνουμε εκεί τον σάκο του. Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε. Τι είδηση θα φέρουμε στους άλλους που μας περιμένουν στη Σκούρτα; Ούτε ξέρουν, ούτε υποψιάζονται τίποτα από τις τελευταίες δραματικές μας στιγμές. Ξεκινάμε, ο νους μας όμως μένει πίσω και θα μένει για όλη μας τη ζωή εκεί στον λευκό Όλυμπο. Στην Σκούρτα συναντάμε τους άλλους. Κατευθυνόμαστε όλοι μαζί για τον Στράγκο.
Βρισκόμαστε μέσα σε δάσος. Ο Μπουντόλας επιστρέφει τα μεσάνυχτα με δύο γεμάτα παγούρια. Τρέχουν όλοι να πιουν. Ήταν 40 ώρες χωρίς νερό.
Μετά τον Πύργο ο Μπαλτόπουλος δείχνει σημεία κόπωσης. Πάει να πέσει στο κενό, που βρίσκεται στα δεξιά μας. Τον αρπάζω πάνω στο χείλος από την πλάτη. Του παίρνουμε οι πιο γεροί εναλλάξ τον σάκο. Λίγο πιο πέρα γκρεμίζεται ο Τρόμπακας. Ευτυχώς πέφτει στα μαλακά. Τον ανεβάζουμε με σχοινί. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που τους τραβούσε στον γκρεμό. Σύμπτωση ή άλλος λόγος; Κατεβαίνουμε το Στράγκο. Αρκετοί είναι οι κουρασμένοι, αλλά η συνοχή, η πειθαρχία η αλληλεγγύη της ομάδας είναι πλήρης. Κατά τις 9 ο Βασίλης δηλώνει αδυναμία να προχωρήσει. Ξαπλώνει στο έδαφος λιπόθυμος. Τον πιάνουν στα χέρια ο Βουτσαρίδης και Μυστακίδης. Προσπαθούν να τον συνεφέρουν, τον χτυπούν στο πρόσωπο, τον ταϊζουν με το ζόρι. Ο Μπουντόλας τρέχει μία ώρα πιο κάτω να φέρει νερό. Αυτό που είχαμε πάγωσε μέσα στα παγούρια. Εδώ δεν φυσά, δεν χιονίζει, δεν κάνει κρύο. Βρισκόμαστε μέσα σε δάσος. Ο Μπουντόλας επιστρέφει τα μεσάνυχτα με δύο γεμάτα παγούρια. Τρέχουν όλοι να πιουν. Ήταν 40 ώρες χωρίς νερό. Λέω να μην πιει κανείς γιατί την μεγαλύτερη ανάγκη την είχε ο Μπαλτόπουλος. Όλοι πειθαρχούν χωρίς εξαίρεση και χωρίς καμία συζήτηση. Στο μεταξύ ο Βασίλης με τις φροντίδες των Μυστακίδη, Βουτσαρίδη έχει συνέλθει. Πίνει το ένα παγούρι. Δεν αποφασίζουμε να τον μετακινήσουμε, να τον αναγκάσουμε να περπατήσει. Ξέρουμε ότι μια τέτοια προσπάθεια θα τον εξαντλήσει με κίνδυνο πολύ σύντομα να μας οδηγήσει σε απώλεια μιας ακόμα ζωής. Είμαστε πολύ προσεκτικοί! Ο καλύτερος τρόπος είναι να μείνει προσωρινά εκεί που είναι, μέσα στον υπνόσακο, καλά προφυλαγμένος σε κατάλληλη θέση. Του δίνουμε το δεύτερο παγούρι. Του υποσχόμαστε την άλλη μέρα να του στείλουμε ελικόπτερο και ομάδα διάσωσης. Είμαστε βέβαιοι πως βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Κάνουμε την πιο σωστή πράξη για τη σωτηρία του.
Κατά τις 3 το πρωί Χριστούγεννα φεύγουμε οι υπόλοιποι για κάτω. Με οδηγό τον Μπουντόλα περνάμε νύχτα τις απότομες χιονισμένες πλαγιές. Στις 9 το πρωί φτάνουμε στη Διασταύρωση. Τους αφήνω όλους εκεί. Φεύγω τροχάδην για Λιτόχωρο. Όλα γύρω λευκά. Το χιόνι έφτασε πολύ χαμηλά. Κοντά στο Σταυρό σταματά δίπλα μου ένα αυτοκίνητο. Ήταν ο Βαγγέλης Συμεωνίδης που έμαθε από τους υπόλοιπους της παρέας μου το ατύχημα κι έτρεξε αμέσως να με βρει. Στο χωριό δίνω την είδηση στον Διοικητή Χωροφυλακής κ. Καρακωντίνο που μαζί φροντίζουμε για ελικόπτερο και ομάδα βοηθείας. Με τον μοίραρχο κ. Καρακωντίνο γινόμαστε γρήγορα καλοί φίλοι. Η συμπαράστασή του είναι αμέριστη. Άοκνος πάντοτε καλοπροαίρετος, άξιο παράδειγμα προς μίμηση. Πόσο καλύτερα θα είμασταν αν είχε παντού η Διοίκηση Καρακωντίνους!… Το ελικόπτερο έρχεται αμέσως και παίρνει τον Μπουντόλα. Πετάει προς το Στράγκο. Η ομίχλη δεν του επιτρέπει να κατέβει στο σημείο που βρίσκεται ο Μπαλτόπουλος. Στο μεταξύ φεύγει μια ομάδα από Λιτοχωριανούς με το Ζολώτα και λίγο αργότερα μια άλλη από τους Θεσσαλονικιούς Σπανούδη, Γεωργιάδη, Αρζόγλου, Σκουτέλη. Οι ομάδες διάσωσης βρίσκουν το Βασίλη στο σημείο που τον αφήσαμε. Τον κατεβάζουν στη διασταύρωση όπου τον παραλαμβάνει αυτοκίνητο της Χωροφυλακής. Εδώ τελειώνει το δράμα των ζωντανών, αρχίζει η ταλαιπωρία των νεκρών. Ο Όλυμπος επιστράτευσε όλες του τις δυνάμεις να τους κρατήσει στα λευκά τους σάβανα. Ύστερα από πολυήμερες μεγάλες προσπάθειες μπορέσαμε να τους αποσπάσουμε. Ήθελε να τους αρνηθεί το θάρρος τους; Ήθελε να τιμωρήσει εμάς; Ή επιθυμούσε να τους κρατήσει για πάντα, σαν άλλος Μίνωας, κοντά του;
Δυστυχώς δεν είμαι φιλόλογος να εξιστορίσω, δεν είμαι ποιητής να υμνήσω λυρικά τα φοβερά γεγονότα και συναισθήματα που ζήσαμε. Δεν είμαι ραψωδός να ψάλω τον πόνο μας, πόνος που έμεινε μέσα μας για πάντα, σφραγίζοντας όλη μας τη ζωή. Μια άλλη πένα χρειαζόταν για την ιστορία αυτή.
¹. Επίγονοι του ΣΕΟ (καμμια σχέση με το ΣΕΟ Θεσσαλονίκης), είναι ο ΣΕΟ Αθηνών και η Ορειβατική Αναρριχητική Λέσχη Θεσσαλονίκης ή απλά “Λέσχη”.