Στο Σμόλικα ο Comici ανακαλύπτει μια “άλλη” Ελλάδα
Την επόμενη μέρα φύγαμε με το τρένο για Θεσσαλονίκη. Για να μπορώ να εμφανιστώ ξανά στον πολιτισμό θυσίασα κάτω από τις αποδοκιμασίες της κυρίας Escher τα τρομερά μου γένια. Στη Θεσσαλονίκη η κυρία Escher πρότεινε να επισκευθούμε το δεύτερο μεγαλύτερο βουνό της Ελλάδας, το Σμόλικα, 2.574μ. Πως μπορούσαμε όμως να πάμε; Για να το μάθουμε, επισκεφθήκαμε το μοναδικό τουριστικό γραφείο της πόλης. Εκεί υπήρχε μόνο ένας υπάλληλος, ιδιαίτερα ομιλητικός, όμως χωρίς έστω κι έναν χάρτη. «Τι τους θέλουμε τους χάρτες» είπε, εγώ ο ίδιος έχω σταθεί πολλές φορές στην κορυφή του Σμόλικα. Μας έκανε λοιπόν ένα πλάνο για το ταξίδι. «Αύριο» είπε «Αναχώρηση στις 4:30 με το τραίνο για Αμύνταιο. Άφιξη στις 12:00. Από εκεί με το λεωφορείο της γραμμής για Καστοριά, μέχρι τα Γρεβενά. Εκεί διανυκτέρευση ή αν δεν είσαστε πολύ κουρασμένοι, με τα πόδια δυο ώρες μέχρι τη Σαμαρίνα. Η Σαμαρίνα βρίσκεται στους πρόποδες του Σμόλικα».
Η κα Escher ένιωθε υποχρεωμένη για όλες αυτές τις πληροφορίες και αγόρασε από τον υπάλληλο μερικές παραδοσιακές στολές. Τελικά όμως απ’ όσα μας είπε ο κύριος, η μόνη αλήθεια ήταν ότι το τραίνο έφευγε στις 4:30. Κατεβήκαμε στο Αμύνταιο, 30 χλμ έξω από τη Φλώρινα και βγήκαμε από το σταθμό σίγουροι πως το επόμενο που θα δούμε θα είναι το ωραίο μας λεωφορείο με την αναγραφή «Προς Γρεβενά». Αντί γι’ αυτό όμως είδαμε, στη γωνία μιας γυμνής, σκονισμένης και ηλιοκαμένης πλατείας δύο μικρά μισοκουρασμένα λεωφορειάκια. Ρωτήσαμε πιο από τα δύο φεύγει για Γρεβενά. «Δεν έχουμε ξανακούσει γι’ αυτό το μέρος», ήταν οι πρώτες απαντήσεις. Σύντομα μαζεύτηκε γύρω μας, ως συνήθως, αρκετός κόσμος. Τελικά μας εξήγησε κάποιος που μιλούσε σπαστά γαλλικά, ότι για τα Γρεβενά χρειάζονται τουλάχιστον δυο μέρες με το αυτοκίνητο, και ότι δεν ήταν σίγουρος αν υπήρχε καν ένας τέτοιος δρόμος. Θυμωμένοι μπήκαμε σ’ ένα από τα δύο λεωφορεία με προορισμό το άγνωστο. Σε ένα απομακρυσμένο χωριό ανεβήκαμε σε ταχυδρομικό αυτοκίνητο, που κατευθυνόταν προς Καστοριά. Για να καλύψουμε την απόσταση 50 περίπου χιλιομέτρων χρειαστήκαμε 5 ώρες. Παρ’ όλα αυτά η ταχύτητα αυτή ήταν ρεκόρ σε μία περιοχή όπου το γρηγορότερο μεταφορικό μέσο είναι το γαϊδούρι.
Η Καστοριά είναι στ’ αλήθεια ένα συμπαθητικό μέρος. Θα μπορούσε να γίνει εύκολα παραθεριστικό θέρετρο χάρη στην ωραία λίμνη με το ίδιο όνομα. Όπως κι εδώ η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Στην Καστοριά δεχθήκαμε τις δελεαστικές προσφορές ενός άντρα που μιλούσε λίγο γερμανικά, διαβεβαιώνοντας μας με πάθος ότι το πανδοχείο του προσφέρει τις καλύτερες ανέσεις. Στην αρχή είχαμε τις αμφιβολίες μας γι’ αυτό και ο Dr Gismann περιηγήθηκε στην τοποθεσία για να βεβαιωθεί για του λόγου του αληθές. Τελικά αποδείχθηκε ότι ο νεαρός έλεγε την αλήθεια. Διαλέξαμε λοιπόν δύο δωμάτια, το ένα με θέα τη λίμνη και το άλλο ένα πύργο με φωλιά πελαργών στην κορυφή του. Ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς τα καμώματα αυτών των πουλιών. Συγκινηθήκαμε βλέποντας πως πατέρας και μητέρα ταϊζαν πρώτα τα μικρά τους και μετά φιλιόντουσαν με τα ράμφη τους. Όταν γυρίσαμε το βράδυ στα δωμάτιά μας, μας περίμενε μια άσχημη έκπληξη. Την ώρα που ετοιμαζόμουν να ξαπλώσω στα σεντόνια παρατήρησα μια κηλίδα αίματος. Κοιτάζοντάς το προσεχτικά είδα μερικούς χοντρούς κοριούς. Σήκωσα το μαξιλάρι. Εδώ οι κοριοί έκαναν περαντζάδα. Κοίταξα κάτω από το στρώμα. Εκατοντάδες κοριοί. Φρίκη! Την ίδια ανακάλυψη κάνανε σχεδόν συγχρόνως και η κυρία Escher και ο Dr Gismann. Αρχίσαμε και οι τρεις να ουρλιάζουμε. Ο νεαρός ξενοδόχος ήρθε επάνω και όταν είδε τον πανικό ορκιζόταν πως στο ξενοδοχείο του κανονικά δεν υπάρχουν κοριοί… και με την πιο σιχαμερή αφέλεια του κόσμου έπαιρνε τους κοριούς και τους πατούσε με τα δάχτυλά του, κάνοντας το αίμα να πετάγεται. Η πιο γενναία από τους τρεις μας, η κα Escher βρήκε καταφύγιο σε μια γωνιά του δωματίου, έβγαλε τον υπνόσακο και κανονικά ντυμένη ξάπλωσε σε αυτόν. Εμείς οι δύο δεν είχαμε άλλη λύση παρά να την ακολουθήσουμε. Κάτω από την απειλή αυτών των αηδιαστικών ανθρωποφάγων, πέρασα μια ανήσυχη νύχτα. Κάθε τόσο ξυπνούσα και έσφιγγα περισσότερο το κορδόνι του υπνόσακου γύρω από το λαιμό μου για να μην μπουν μέσα οι κοριοί. Το κεφάλι επίσης ήταν καλά κλεισμένο μέσα στην κουκούλα. Το πρωί βγάλαμε τους υπνόσακους στον ήλιο. Απ’ έξω δεν φαινόταν κανένα ίχνος από ζωύφια, αλλά μόλις τους γυρίσαμε ανάποδα, ξεπηδούσαν οι κοριοί από τις ραφές. Κι εμείς πιστεύαμε ότι μέσα ήμασταν ασφαλείας!
Στην Καστοριά γινόταν παζάρι. Μια ατελείωτη πομπή από γαϊδούρια και μουλάρια έφτανε στην κωμόπολη. Όλα μαζεύονταν σε μία μεγάλη αυλή. Η αγοραπωλησία κάθε είδους έδινε και έπαιρνε. Τα άπαχα γουρούνια έδιναν μια εικόνα της φτώχιας και της αγονίας του τόπου. Γύρω στις 9:00 ξεκινήσαμε με ένα ιδιωτικό όχημα για τα Γρεβενά, που βρίσκονταν 70χλμ. μακριά. Στην αρχή ταξιδεύαμε σε έναν αρκετά καλό δρόμο. Συναντώντας διάφορα χωριά σταματούσαμε που και που για να φωτογραφήσουμε διάφορα ενδιαφέροντα, όπως εκκλησίες και παραδοσιακές στολές. Όμως μετά από 40 χλμ ο δρόμος άλλαξε και εμείς υποβληθήκαμε σε ένα ακόμη αυτοκινητιστικό βασανιστήριο. Πιστεύω πως μόνο ένα παλιό Ford σαν κι αυτό που είχαμε θα μπορούσε να αντέξει τις δοκιμασίες αυτής της διαδρομής χωρίς να διαλυθεί σε κομμάτια.
Επιτέλους φτάσαμε στα Γρεβενά! Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην πλατεία που ήταν γεμάτη κόσμο. Ένα πολύχρωμο πλήθος με διάφορες παραδοσιακές στολές. Και εδώ γινόταν παζάρι, ήταν 2 η ώρα το μεσημέρι και ο ήλιος περιέλουζε τη γη με τις φλογερές του ακτίνες. O Dr Gismann ξεκίνησε αμέσως να συγκεντρώνει πληροφορίες και να ψάχνει για μουλάρια που θα μας πήγαιναν στη Σαμαρίνα. Δεν ήταν όμως εύκολο να συνεννοηθεί. Κάποια στιγμή μας πλησίασε ένας κύριος, ευρωπαϊκά ντυμένος, που μιλούσε Αγγλικά. Μας εξήγησε, ότι όσοι βρίσκονταν εδώ με τα ζώα, είχαν έρθει από τα παρακείμενα χωριά για το παζάρι και δεν είχαν χρόνο στη διάθεσή του για να πάνε στη Σαμαρίνα. Τον διακόψαμε με τα λόγια «Μα είναι μόνο δύο ώρες μέχρι τη Σαμαρίνα» «Τι; Είπε εκείνος, «όχι μόνο δύο ώρες αλλά δύο μέρες χρειάζεται κανείς για να φτάσει από εδώ στη Σαμαρίνα!» Στεκόμασταν εκεί απογοητευμένοι. Δύο μέρες. Σ’ εκείνο το τουριστικό γραφείο στη Θεσσαλονίκη είχαμε ακούσει για δύο ώρες. Ευτυχώς την λύση της έδωσε ένα τυπικά ωραίος Έλληνας που δεν μιλούσε ελληνικά αλλά ένα είδος αλβανικών. Μας πρόσφερε τις υπηρεσίες του και δύο άλογα. Ήταν ένα γραφικός άντρας και λεγόταν και αυτός Γιάννος.
Φορτώσαμε όλα τα πράγματα στα άλογα και ξεκινήσαμε την πεζοπορία. Περάσαμε στην αρχή ένα οροπέδιο όπου το βλέμμα ατένιζε ανεμπόδιστο το ερημικό τοπίο. Εδώ κι εκεί παρουσιαζόταν μικρά βοσκοτόπια μέσα σε ένα γενικά ξερό έδαφος. Πέρα στο βάθος πιστεύαμε κάθε τόσο πως άρχιζε να εμφανίζεται ο Σμόλικας μας, δεν ήταν παρά καταχνιά. Με το σούρουπο βρήκαμε ένα λιβάδι και στήσαμε αντίσκηνα. Πόσο ρομαντικά ήταν να ταξιδεύουμε όπως οι πρόγονοί μας μέσα από έρημα, άδεια από ανθρώπους τοπία. Βήμα με βήμα, αισθάνεται κανείς τη μαγεία του να ταξιδεύει σε ένα άγνωστο μέρος γεμάτο καινούριες εμπειρίες και εκπλήξεις. Πόσο ωραία είναι να αφήνεσαι σε αυτό το αίσθημα της μοναχικότητας την ώρα που το βράδυ αποτραβιέσαι στη θαλπωρή της σκηνής σου.
Την επόμενη μέρα γύρω στις 4:00 το απόγευμα αντικρίσαμε επιτέλους τη Σαμαρίνα. Η Σαμαρίνα βρίσκεται σε μία ωραία τοποθεσία κλεισμένη μέσα σε κοιλάδα που μοιάζει με όαση στους πρόποδες ψηλών βουνών. Το χωριό κτίστηκε στα 1.500 μέτρα και κατοικείται μόνο το καλοκαίρι. Σκεπασμένο με βαθύ χιόνι, μακριά από κατοικημένες περιοχές, απειλούμενο από λύκους και σε μία χώρα όπου το σκι είναι άγνωστο, θα ήταν δύσκολο να φτάσει κανείς εκεί το χειμώνα. Στην πλατεία βρήκαμε μια ταβέρνα. Το μενού δεν είχε και πολλές εναλλαγές … αρνί στη σούβλα, μετά αρνί και μετά ξανά αρνί … Έξω στο δρόμο, το άμοιρο ζώο έφερνε στροφές πάνω στα πυρακτωμένα κάρβουνα. Τρώγαμε και μύγες τρώγανε μαζί μας. Μας πρόσφεραν δωμάτιο, αλλά αρνηθήκαμε σκεπτόμενοι με τρόμο την πρόσφατη εμπειρία της Καστοριάς. Προτιμήσαμε να στήσουμε τα αντίσκηνα κοντά σε ένα μύλο. Οι μύλοι της Σαμαρίνας είναι χαρακτηριστικοί. Το νερό έρχεται από πολύ μακριά και οδηγείται μέσα από πρωτόγονα ξύλινα λούκια για να καταλήξει μέσα από μια επίσης ξύλινη σωλήνα πάνω στο μύλο. Ο μυλωνάς είχε μεταναστεύσει στην Αμερική και μιλούσε αρκετά καλά αγγλικά. Φωτογραφήσαμε το μύλο και μετά τον ίδιο. Το να φωτογραφήσεις κάποιο ντόπιο είναι ο καλύτερος τρόπος για να του ανταποδώσεις κάποια χάρη. Το μειονέκτημα ήταν πως μετά την πρώτη φωτογραφία μας παρακάλεσε να βγάλουμε και τη γυναίκα του, μια και ήμασταν επί του έργου, ακόμα μια δική του μαζί με τη γυναίκα και ακόμη μία με τα παιδιά και μία με τα εγγόνια… Στο τέλος αναγκαστήκαμε να στήνουμε τον κόσμο και απλά κάναμε σαν να φωτογραφίζουμε.
Νωρίς το πρωί την επομένη πριν την αναχώρηση ξεχυθήκαμε για μια ακόμη περιήγηση σε αυτό το ιδιαίτερο χωριό. Από τα παράθυρα κρεμόντουσαν μάλλινες βελέντζες και διάφορα όμορφα εργόχειρα. Ήταν όλα φτηνά, για μια λίρα παίρναμε 10 δραχμές αλλά πως θα τα μεταφέρουμε όλα αυτά; Στην Ήπειρο είναι δύσκολο να συνεννοηθεί κανείς γιατί στο ένα χωριό μιλάνε ελληνικά και στο άλλο αλβανικά ή σέρβικα ή βλάχικα. Αυτά είναι απομεινάρια φυλών, πρόσφυγες που διαφεύγοντας από ποιος ξέρει ποιον κίνδυνο βρήκαν καταφύγιο σε αυτά τα κομμάτια γόνιμης γης, χτίζοντας εκεί τα χωριά τους. Η Σαμαρίνα είναι σε αυτό το θέμα ακόμη πιο χαρακτηριστική απ’ όσο τα πιο χαμηλά τοποθετημένα χωριά, γιατί οι άνθρωποι εδώ σου μιλούσαν τόσες διαφορετικές γλώσσες, ερχόντουσαν το καλοκαίρι από διάφορα μέρη, δύο ή τρεις μέρες μακριά πάνω στα γαϊδούρια τους, για να εκμεταλλευτούν τα εδώ βοσκοτόπια. Ο δάσκαλος του χωριού που μιλούσε λίγα Ιταλικά μου είπε ότι κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου Ιταλοί στρατιώτες ήρθαν μέχρι εδώ. Μετά από αυτούς ήμουν ο δεύτερος Ιταλός που έφτασε ποτέ στην περιοχή.
Ετοιμαστήκαμε για την αναχώρηση. Σκοινί, αναρριχητικά παπούτσια, καρφιά και σφυρί; Δεν είχαμε τίποτα απ’ όλα αυτά. Για το Σμόλικα θα μάς είναι αχρείαστα. Αντί γι’ αυτό ήθελε να μας δώσει η τοπική αστυνομία ένοπλη συνοδεία για να μας προστατεύει όσο τους ληστές. Αρνηθήκαμε ευγενικά διότι στο χωριό μας είχαν πληροφορήσει πως εδώ και αρκετό καιρό οι ληστές έχουν εξαφανισθεί. Για να κερδίσουν τις 30.000 δρχ όσο όριζε η αμοιβή για κάθε κεφάλι ληστή, εξοντώθηκαν σιγά – σιγά μεταξύ τους. Λίγο έξω από το χωριό βρήκαμε ένα σταυρό, μνημείο που θύμιζε το γεγονότα. Σταθήκαμε για λίγο σκεφτόμενοι την τραγωδία που διαδραματίστηκε σ’ αυτόν τον τόπο και μετά ξεκινήσαμε. Μετά από δύο ώρες πεζοπορίας αντικρίσαμε επιτέλους το Σμόλικα. Εκεί σε αυτές τις ακατοίκητες περιοχές δεν υπάρχουν μεγάλα μονοπάτια. Πρέπει να ακολουθήσεις κατσικόδρομους σημαδεμένους με σορούς από πέτρες, όπου είναι πολύ εύκολο να χαθείς. Ανεβοκατεβαίνοντας τη γυμνή ράχη φτάσαμε στην κορυφή.
Κάποιοι από τους καλούς μου φίλους θα σκέφτονται : «Τι απογοήτευση για τον Comici! Να κάνει ένα τέτοιο μεγάλο ταξίδι και μετά να ανέβει στην κορυφή χωρίς να μπορέσει να βαθμολογήσει τη διαδρομή έστω και με το πρώτο βαθμό δυσκολία!» Όχι! Πρέπει να πω πως όσο εγώ τόσο οι σύντροφοί μου το διασκεδάσαμε αφάνταστα ακόμα και αν δεν νιώσαμε ίλιγγο στο Σμόλικα. Αντί γι’ αυτό μας έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουμε μία ιδιαίτερη χώρα: γυμνή, θλιμμένη, μονότονη, από τον ήλιο καμένη… Κι όμως μου έμεινε μια νοσταλγική ανάμνηση στην καρδιά. Συναντήσαμε περίεργους, για το μαχητικό πνεύμα τους, περιβόητους ανθρώπους. Ήμασταν οι πρώτοι αλπινιστές που επισκέφθηκαν αυτό το απομακρυσμένο βουνό που δεν παρουσίαζε καμία δυσκολία. Δεν μετανιώσαμε που ήρθαμε και ούτε το χρόνο που χρειάστηκε δεν λυπηθήκαμε. Βαθιά μέσα μας ικανοποιημένοι, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Μαζί μας όμως κουβαλούσαμε την ευχάριστη ανάμνηση όσων είχαμε δει και γευθεί.
Επιμέλεια-μετάφραση: Παύλος Τσιαντός
σ. Αν.: το άρθρο αυτό βρέθηκε τυχαία από τον Παύλο Τσιαντό σε κάποια βιβλιοθήκη της Τσεχίας, απ’ όπου και το μετέφρασε. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά σε συνέχειες, στα Ανεβαινοντας Νο5, 6 και 7. Τα υψόμετρα των κορυφών αναγράφονται όπως τα δίνει ο Comici στο άρθρο του.