Ο Comici οργάνωσε τον Ιούνη 1934 μαζί με την κυρία Escher ένα ταξίδι στην Ελλάδα. Δίπλα στους καθαρά αλπινιστικούς στόχους, στους τοίχους και τις κόψεις του Ολύμπου, υπάρχουν και οι απλές πεζοπορίες στον Παρνασσό και στην πολύ περισσότερο αφιλόξενη και πρωτόγονη περιοχή του Σμόλικα. Το ταξίδι διήρκησε περίπου ένα μήνα και η περιγραφή που μας δίνει ο Comici είναι γι’ αυτόν αρκετά ασυνήθιστη, γιατί δεν περιορίζεται μόνο στην τεχνική πλευρά των αναρριχήσεων αλλά ανοίγεται και στην αφήγηση των περιπετειών και των αξιοθέατων του ταξιδιού. Αυτό είναι μια απόδειξη, για το ότι ο Comici ήταν ανοιχτός σε πολλές πλευρές της ζωής και του κόσμου, και τα ενδιαφέροντά του δεν περιορίζονταν μόνο στα βράχια και την αναρρίχηση, όπως προσπαθούσαν να το περάσουν μερικοί από τους αντιπάλους του.
Ψάχνοντας τις Μούσες στον Παρνασσό
Το πρώτο βουνό του Ελληνικού μας αλπινιστικού προγράμματος ήταν ο Παρνασσός (2.495μ), το βουνό των Μουσών. Αυτό που μας τραβούσε σ’ αυτό το βουνό ήταν βασικά η μυθολογία του, μια και δεν έχει αλπικό χαρακτήρα εκτός από μερικά βραχάκια που συναντά κανείς στη διάρκεια της ανάβασης. Και η ίδια η ανάβαση; Πως είναι; Λίγο με τα πόδια, λίγο πάνω σε γαϊδούρια, οδηγούμενοι από τον Κοπαγνά, ο οποίος ήταν περήφανος για το ρόλο του οδηγού. Ο Κοπαγνάς προσπαθούσε με μεγάλο ζήλο όχι μόνο να μας οδηγεί και να μας υποστηρίζει στα δύσκολα σημεία, τα οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν, αλλά και να μας προστατεύει από τα τσοπανόσκυλα που μας περικυκλώσανε σε κοπάδια των πέντε ή έξι. Η κυρία Escher και εγώ το βρίσκαμε φοβερά διασκεδαστικό, γιατί στην φαντασία μας αφηνόμασταν να πιστεύουμε πως έχουμε περικυκλωθεί από αιμοβόρους λύκους. Όμως όταν τα πετύχαινε τα καημένα κάποια πέτρα, το σκάγανε όλα κλαίγοντας. Τι απογοήτευση!
Όταν ανεβαίνει κανείς στον Παρνασσό από τους Δελφούς, φτάνει μετά από δύο ώρες περπάτημα στο χωριό Αράχωβα. Από εκεί χρειάζεται άλλες τρεις ώρες για να φτάσει στο καταφύγιο στα 1.900μ. που είναι πολύ φιλόξενο αλλά αρκετά παράξενο στην κατασκευή του. Από το καταφύγιο συνεχίζεις πάνω σε ατέλειωτες πετροπλαγιές ενώ συναντάς συνεχώς τσοπανόσκυλα και που και που, και μερικούς ωραίους γραφικούς τσοπάνηδες. Είδαμε και τις φοβερές στάνες τους! Τρεις πέτρινοι τοίχοι και ένα κομμάτι λαμαρίνα για σκεπή. Πάντως αυτοί οι τσοπάνηδες προστατεύονται από ένα είδος παλτού, φτιαγμένο από λιπαρό μαλλί από πρόβατο, πάχους έως και μία ίντσα. Το λίπος αυξάνεται με το χρόνο, γιατί τα παλτά αυτά δεν χαλάνε ποτέ, και περνάνε από πατέρα σε γιο, όπου φυσικά το στρώμα λίπους γίνεται όλο και πιο παχύ. Το λίπος κρατά τη ζέστη και προστατεύει από την υγρασία καλύτερα από οποιοδήποτε εγγλέζικο αδιάβροχο. Στην κορυφή οι Μούσες μας υποδέχθηκαν με μια δυνατή βροχή. Ίσως να φερόντουσαν πιο φιλικά αν παρουσιαζόμουν ντυμένος με κανένα ωραίο ορειβατικό ρούχο και όχι όπως ένας τσοπάνος (όπως στην πραγματικότητα ήμουν). Κατά τη γνώμη μου ο Παρνασσός είναι ένα ιδανικό βουνό για σκι. Οι Έλληνες ορειβάτες θα κάνουν καλά να το εκμεταλλευτούν αυτό. Το καταφύγιο βρίσκεται σε ιδανική θέση για μια τέτοια λειτουργία (σ.σ. ο Comici επιβεβαιώθηκε απόλυτα).