Καμιά 6άρα δεν γίνεται χωρίς εγκλιματισμό. Αφήνω προσωρινά το Leh με κατεύθυνση τη Markha Valley, μια όμορφη και απομονωμένη κοιλάδα που κυκλώνει από τα νότια το Stok Kangri και θεωρείται καλό trekking εγκλιματισμού για όσους επιχειρούν ψηλές κορφές. Υποτυπώδη καταλύματα υπάρχουν, αν κάποιος θέλει να μειώσει το βάρος στη διαδρομή, αλλά προτιμώ τον υπνόσακο, το bivi και τη συντροφιά των αστεριών. Στον δρόμο για το Zinchen, εκεί που αρχίζει το μονοπάτι κοντά στα 3.400μ., συναντώ έναν παλιό γνώριμο. Ο Ινδός σέρνεται λασπωμένος, όπως και τότε στο Καρακόραμ, κυλάει βόρεια, εισχωρεί βαθιά στο Baltistan πριν αλλάξει γνώμη και στρέψει παράδοξα τον κορμό του αγκαλιάζοντας το Nanga Parbat στον δρόμο του προς τις εύφορες πεδιάδες του κεντρικού Πακιστάν. Μπαίνω στο μονοπάτι νωρίς το πρωί και γρήγορα διαπιστώνω πως δεν είμαι μόνος. Ορειβάτες από όλα τα μέρη του κόσμου συγκλίνουν την πρώτη ημέρα για να σκορπίσουν στη συνέχεια. Άλλοι για τον όμορφο ποταμό Zanskar, που έχει αποτυπωθεί θαυμάσια στα ντοκιμαντέρ του BBC, άλλοι για την κορυφή και άλλοι για πιο ακραίες διασχίσεις. Ο ήλιος φιλικός και το ρυάκι που ρέει πλάι ομορφαίνει τη διαδρομή. Μπροστά μου μια Τσέχα που παραπαίει. Κουβαλάει κοντά είκοσι κιλά. Μέσα σε αυτά και τρία κιλά ρύζι! Σκέφτεται να κινηθεί σόλο. Ένας έμπειρος Ελβετός τη βλέπει που πασχίζει και μοιράζεται το βάρος της. Το μονοπάτι παίρνει αργά ύψος και οδηγεί μέσα από ανοιχτές κοιλάδες στο base camp του Yurutse στα 3.900μ. Φτάνω σχετικά γρήγορα. Αράζω στη μεγάλη εποχιακή σκηνή που έχουν στήσει οι ντόπιοι για τις ανάγκες των ορειβατών. Νερό, τσάι, noodle soup. Μαζεύεται κόσμος, μια παρέα Ισραηλινών, ένας τρελαμένος Γάλλος από τη Μασσαλία, μια ομάδα Τσέχων. Ο ήλιος αποσύρεται νωρίς και η νύχτα περνά με δροσερό αεράκι.
Καλό πρωινό, ενυδάτωση και στον δρόμο για το πρώτο πέρασμα στα 4.900μ., το Ganda-La. Ξεκινώ δυνατά. Σταθερό βήμα, ανάσες ρυθμικές και σχετικά γρήγορα αγναντεύω την απεραντοσύνη του Zanskar από το πέρασμα. Σωροί από λίθινες βουδιστικές επιγραφές, (mani) καθώς και άπειρα πολύχρωμα σημαιάκια στέλνουν τις προσευχές των ντόπιων και τις ελπίδες των ορειβατών λίγο ψηλότερα. Κατηφορίζω σε μια βαθιά χαράδρα. Ατέλειωτα χιλιόμετρα. Ο ήλιος δαγκώνει, εξαντλεί. Στάση στο Shingo και γρήγορες κουβέντες με ένα ζευγάρι Ισπανών. Απόγευμα φτάνω κουρασμένος στο Skiu. Oι ουρανοί ανοίγουν αμέσως μόλις έχω βγει από το στενό φαράγγι, που τώρα έχει μετατραπεί σε χείμαρρο. Πριν από δυο χρόνια δύο ορειβάτες χάθηκαν όταν παρασυρθήκαν από ξαφνική νεροποντή στα ψηλά. Ο τόπος απαιτεί σεβασμό. Έχει τους δικούς του κανόνες. Παζαρεύω με έναν ντόπιο για μια σκηνή. Νοικιάζω ένα ερείπιο, το στήνω βιαστικά σε ένα πράσινο παρτέρι σε απόσταση ασφαλείας από τα βράχια που χάσκουν ψηλότερα και χώνομαι μέσα. Το πάτωμα μπάζει νερά και από το ταβάνι στάζει. Με πιάνουν τα γέλια. Περιμένω ωσότου η μπόρα να κινήσει για αλλού. Μαζί της παίρνει και το φως της μέρας. Η νύχτα κουβαλά κρύο και υγρασία. Κουλουριάζομαι στον νοτισμένο υπνόσακο.
Λαγοκοιμάμαι όταν έρχεται η βουή από ψηλά. Σαν κάτι να έσπασε. Σαν βροντή και σαν αδιόρατος φόβος. Το βουνό χύθηκε κατά το ποτάμι. Κατολίσθηση μετά τη βροχή από τα σαθρά βράχια που υποχώρησαν. Μια σκέψη μόνο: “Προλαβαίνω να τρέξω;”. Μου πήρε δευτερόλεπτα να πεταχτώ έξω από το αντίσκηνο. Τα πιο μακρόσυρτα δευτερόλεπτα της ζωής μου… Τώρα η βουή καταλάγιασε. Θα κράτησε κάμποσο. Φάνηκε αιωνιότητα. Ησυχία. Ρίχνω το φως κατά τα βράχια. Οι πέτρες σταμάτησαν καμιά δεκαριά μέτρα από τη σκηνή. Δύο ντόπιοι που χαζεύουν παραπέρα δείχνουν το βουνό και γνέφουν: danger. Μετακινώ τη σκηνή και η υπόλοιπη νύχτα περνά δίχως απρόοπτα.
Οι επόμενες δυο μέρες είναι μια αργόσυρτη μακρά ανάβαση κατά μήκος της κοιλάδας της Μarkha προς το υψίπεδο του Nimaling στα 4.700μ. Στη διαδρομή μένω εκστατικός μπροστά στην αγριότητα του τόπου. Βράχινοι πυλώνες σχίζουν τον ορίζοντα τόσο ψηλά που αφήνουν λιγοστό γαλάζιο να γλυκαίνει τον νου και στη ρίζα τους ταπεινά βουδιστικά εικονοστάσια ψιθυρίζουν άγνωστο τι, αιώνες τώρα. Συχνά-πυκνά συναντάς οικισμούς με κανέναν ντόπιο να μαζεύει στα πετροχώραφα το λιγοστό κριθάρι που μόλις φτάνει για να θρέψει την οικογένεια και τα ζωντανά. Σιτάρι δεν φυτρώνει σε αυτά τα υψόμετρα. Ανθρώπινος μόχθος. Οι απόκληροι της Ινδίας, οι φτωχοί από την επαρχία του Bihar δουλεύουν τα καλοκαίρια στα χωράφια του Ladakh. O μισθός δεν ξεπερνά τα πέντε ευρώ για 10-12 ώρες δουλειάς. Και ο λόγος τους πάντα καλοσυνάτος για τους ντόπιους. “Είναι βουδιστές”, που σημαίνει είναι εντάξει στον λόγο τους. Στεκόμαστε σε ένα ξεχασμένο μέρος με δύο πλίθινα σπίτια. Φασαρία, κόσμος ετοιμάζει φαγητό. Ρωτάμε να μάθουμε. Κάποιος “έφυγε” και ετοιμάζουν τη νεκρώσιμη τελετή. Παρών και ο μοναχός από το κοντινό μοναστήρι, περπάτησε μέρες για να έρθει. Μας φιλεύουν ρύζι με κριθαρένια πίτα. Όλους. Η σεμνή τελετή, όλες κι όλες δέκα ψυχές του χωριού, περνά μπροστά μας. Πρόσωπα αρχαία, σμιλεμένα στο εργαστήρι του Χρόνου. Κλάμα πνιχτό, λυγμοί, αμηχανία. Η νεκρική πομπή διασχίζει τα χρυσαφένια πετροχώραφα και χάνεται σε τόπο κρυφό για τα μάτια των ξένων, εκεί όπου θα αποτεφρωθεί το πτώμα λευτερώνοντας το πνεύμα ώστε να ξαναεισέλθει στον Τροχό της Ζωής, στην ατέρμονη βουδιστική πορεία της γέννησης, της ωρίμανσης, της φθοράς και εντέλει της αναγέννησης. Η ζωή και ο θάνατος εδώ περπατάνε μαζί διαγράφοντας αέναο κύκλο.
Το ξημέρωμα εγκαταλείπουν οι τρεις Ισραηλινοί με τους οποίους περπατάγαμε παρέα. Διάρροιες και εμετοί. Τρομακτική κόπωση. Μένουν να ξεκουραστούν μία μέρα. Αργότερα μαθαίνω πως τους μετέφεραν με μουλάρια καμιά δεκαριά ώρες έως τον πλησιέστερο χωματόδρομο, από όπου τους παρέλαβε τζιπ για την πόλη. Μείνανε στο νοσοκομείο με αντιβιώσεις. Ένα απρόβλεπτο γεγονός σε αυτά τα μέρη μπορεί να ανατρέψει τα πάντα. Διανυκτέρευση στο χωριό Μarkha και ευκαίρια για ένα μπάνιο στο ποτάμι. Το μετάνιωσα πικρά καθώς μου πήρε ώρες για συνέλθω από το παγωμένο νερό. Ξανά στην πορεία με το μονοπάτι τώρα να ανηφορίζει πάνω από τα 4.000μ. Μαζί και η πεισματάρα Τσέχα που δεν το βάζει κάτω. Στο υψίπεδο ο καιρός αλλάζει. Ψιλόβροχο και κρύο. Αλλάζει και η διάθεση. Το βήμα βαρύ, ασήκωτο, κοντολαχάνιασμα. Είμαι στην πέμπτη μέρα. Το φαγητό άθλιο, το ρύζι δεν φτάνει να καλύψει τις θερμιδικές ανάγκες. Το σώμα ζητάει πρωτεΐνη σε αυτά τα υψόμετρα. Πρωτεΐνη που δεν υπάρχει. Κλείνω τα μάτια μου, ζαρώνω και κοιτάω να μαζέψω δυνάμεις για την αυριανή. Επιστροφή δεν υπάρχει, σκέφτομαι, μόνο εμπρός.
Το πρωινό με βρίσκει στο μονοπάτι για το δεύτερο πέρασμα της διαδρομής, το Kongmaru-La. Καθαρή η γραμμή που ανεβαίνει καγκελωτά για να συναντήσει τα γνώριμα σημαιάκια στο ψηλότερο σημείο, στα 5.200μ. Στα ανοίγματα του καιρού ρίχνει βαρύ τον όγκο του απέναντι το “τεχνικό” Kang Yatse με τα 6.400μ. Μια άλλη φορά ίσως. Φτάνω στο πέρασμα νωρίς και κοντοστέκομαι για τη θέα. Η οροσειρά ειναι πνιγμένη στα σύννεφα. Αλλάζω βλέμματα ικανοποίησης με τους υπόλοιπους. Σκέφτηκα πως τώρα ακολουθεί κατηφόρα για να διασκεδάσω την κούρασή μου. Γελιέμαι φυσικά. Ποτέ στο βουνό δεν είναι μόνο κατηφόρα. Ειδικά σε ένα τέτοιο μέρος με τόσο σκληρό ανάγλυφο. Μέχρι την έξοδο στο Shang Sumo, στα 3.700μ., μεσολαβούν πολλές ώρες κατάβασης σε σάρες που διαδέχονται ανηφορικές πλαγιές. Τα γόνατα σπάνε. Το σακίδιο κόβει τους ώμους. Το βήμα μηχανικό στα τελευταία χιλιόμετρα. Φάνηκε το χωριό. Δυο παραπήγματα, δυο τέντες με τη λατρεμένη noodle soup. Βγάζω τα άρβυρα. Τα πέλματα πληγιάσανε. Ο οδηγός περιμένει σε άλλο μέρος από λάθος συνεννόηση. Τηλέφωνα που μισοδουλεύουν. Ένας ντόπιος κουβαλάει μαζί του στην άλλη μεριά του χωριού μια πανάρχαια συσκευή, σηκώνει μια αυτοσχέδια κεραία και καλεί. Το αμάξι φάνηκε μετά από δύο ώρες. Το βράδυ στον ξενώνα η οικοδέσποινα έχει προνοήσει και ετοίμασε δείπνο και για μένα. Αδειάζω μίση κατσαρόλα σπιτικά noodles με κοτόπουλο και έπειτα βυθίζομαι σε ύπνο χωρίς όνειρα με τον νου καρφωμένο στο Stok Kangri.