O Kεντρικός Πυλώνας του Freney βρίσκεται στο πιο απομακρυσμένο τμήμα του Mont Blanc (4.810 μ.). O γρανιτένιος αυτός πυλώνας των περίπου 610 μ. ξεκινά σε υψόμετρο μεγαλύτερο από 4.115 μ. σε μια άγρια, σμιλεμένη από τους παγετώνες κόγχη (σ.σ.: αμφιθεατρικό κοίλωμα με απόκρημνες πλευρές, το οποίο σχηματίστηκε από τη διαβρωτική ενέργεια των παγετώνων), που κι αυτή ακόμα είναι προσβάσιμη μόνο με τεχνική αναρρίχηση σε μικτό πεδίο.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Πυλώνας θεωρούνταν το τελευταίο μεγάλο “πρόβλημα” στις Άλπεις και αυτός ο χαρακτηρισμός, που είχε δοθεί σε ορθοπλαγιές όπως η Βόρεια Ορθοπλαγιά του Eiger και το Walker Spur των Grand Jorasses, δεν είχε δοθεί αβασάνιστα.
Στο βιβλίο του The Mont Blanc Massif: the 100 Finest Routes, ο Gaston Rebuffat συγκαταλέγει τον Κεντρικό Πυλώνα του Freney στην κορυφή της λίστας του.

Mε τέτοιο κελεπούρι να υπάρχει στις Άλπεις, δεν ήταν έκπληξη το γεγονός ότι ο σημαντικότερος αναρριχητής της εποχής, ο Walter Bonatti, θα έκανε μια ολόψυχη προσπάθεια. Όταν όμως οι Bonatti, Andrea Oggoni και Roberto Gallieni εισέβαλαν στο καταφύγιο Fourche κοντά στη βάση του στις 10 Ιουλίου 1961, το βρήκαν ήδη κατειλημμένο από μια δυνατή ομάδα με αρχηγό τον κορυφαίο Γάλλο ορειβάτη Pierre Mazeaud, η οποία περιλάμβανε τους Pierre Kohlmann, Robert Guillaume και Antoine Viele. O Bonatti, ο Ιταλός τζέντλεμαν, προσφέρθηκε να παραμερίσει και ν’ αφήσει τους Γάλλους να κάνουν την πρώτη προσπάθεια στον πυλώνα, όμως εκείνοι, συνειδητοποιώντας ίσως ότι ο Bonatti θα αύξανε σίγουρα τις πιθανότητες επιτυχίας τους, πρότειναν να ενώσουν τις δυνάμεις τους. O Bonatti δέχτηκε.
Μέσα σε μιάμιση μέρα η σχοινοσυντροφιά είχε σκαρφαλώσει ολόκληρο σχεδόν το γρανιτένιο πυλώνα, ενώ απέμεναν τα τελευταία 76 μέτρα. Mια τεράστια ζώνη από αρνητικά φρουρούσαν την κορυφή του, αυτά όμως μπορούσαν σίγουρα να ξεπεραστούν από τον άνθρωπο ο οποίος έξι χρόνια νωρίτερα είχε ανοίξει σόλο μια νέα διαδρομή στον κατακόρυφο, 915 μέτρων δυτικό πυλώνα της Dru. Την ώρα που το φως της μέρας έσβηνε, ο Bonatti βρισκόταν λιγότερο από 37 μέτρα κάτω από την κορυφή. Καθώς ο τέλειος καιρός διατηρούνταν, έκανε ραπέλ και κατέβηκε στο μπιβουάκ με την επιτυχία εξασφαλισμένη.

Ξύπνησαν το πρωί της τρίτης μέρας για να διαπιστώσουν ότι βρίσκονταν μέσα σε χιονοθύελλα, όμως το ηθικό τους ήταν ακόμα ακμαίο. H καταιγίδα ήταν τρομερή, με τα αστραπόβροντα να πέφτουν δίπλα τους. Φοβήθηκαν ότι τα πιολέ και τα καραμπίνερ θα προσέλκυαν τους κεραυνούς, αλλά τελικά είδαν το ακουστικό βαρηκοΐας του Kohlmann να παίρνει φωτιά! Το βουνό δεν θα υπέκυπτε τόσο εύκολα, όμως σίγουρα μια τέτοια καλοκαιρινή καταιγίδα δεν θα κρατούσε παρά μια-δυο μέρες. Είχαν άφθονα τρόφιμα και νερό για να περιμένουν να περάσει. H ομάδα πέρασε και την τέταρτη μέρα της στριμωγμένη μέσα στα bivisack της, καθώς το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει.
H κακοκαιρία εντάθηκε την πέμπτη μέρα, και σύντομα οι ορειβάτες κατάλαβαν ότι έπρεπε να κινηθούν, διαφορετικά θα πέθαιναν. Είχε πέσει σχεδόν ένα μέτρο φρέσκο χιόνι, κι η μόνη διέξοδος ήταν προς τα κάτω. O Bonatti ανέλαβε να οδηγήσει την καταρρίχηση. Oι επτά άντρες χρειάστηκαν μια ολόκληρη μέρα για να κατεβούν ραπέλ τα σχεδόν 550 μ. του πυλώνα. Οι υπνόσακοι τους ήταν μουσκεμένοι και άχρηστοι και τα μικροσκοπικά bivisack τους –οι Γάλλοι είχαν φέρει μόνο ένα φύλλο πλαστικού– πρόσφεραν ελάχιστη προστασία από την καταιγίδα.
H έκτη μέρα ξημέρωσε γκρίζα και με χιονόπτωση, και η υποχώρηση της ομάδας μετατράπηκε σε απόλυτο αγώνα επιβίωσης. Το να κατεβούν τη διαδρομή της πρόσβασης αποκλειόταν –οι πενηντάμοιρες πλαγιές ήταν θανάσιμες παγίδες χιονοστιβάδων–, έτσι ο Bonatti οδήγησε την καταρρίχηση του δύσβατου Roches Gruber, ενός παγετώνα με έντονα στην ιταλική πλευρά του Mont Blanc ρήγματα. Σχεδόν αμέσως, το πρωί στις 9, ο Viele, το νεαρότερο μέλος της σχοινοσυντροφιάς κατέρρευσε και πέθανε. Δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να τον αφήσουν εκεί και να συνεχίσουν.
Δεν είχαν καταφύγιο από τη θύελλα, όμως ως το βράδυ μόνο 30 μέτρα αναρρίχησης στο Col de l’Innominata χώριζαν τους έξι άντρες που είχαν απομείνει από την ασφάλεια κι ο κλήρος έπεσε πάλι στον ακούραστο Bonatti ν’ ανοίξει βήματα στην παγωμένη πλαγιά και να στήσει σταθερά σχοινιά για τους υπόλοιπους. Στις 7 το απόγευμα καταρρέει και ο Guillaume! Mόνο δύο ορειβάτες, οι Kohlmann και Gallieni, είχαν αρκετή δύναμη ν’ ακολουθήσουν τον Bonatti· οι άλλοι δυο (Andrea Oggoni και Pierre Mazeaud) αφέθηκαν απλά πίσω θεωρούμενοι ήδη νεκροί.
Σε μια οδυνηρή διανοητική διαστροφή, καθώς οι τρεις ορειβάτες πλησίαζαν το καταφύγιο και τη σωτηρία, ο Kohlmann εξαγριώθηκε και προσπάθησε να επιτεθεί στους δύο Ιταλούς. Oι Bonatti και Gallieni τον απέκρουσαν κρατώντας τον δεμένο στη μέση του σχοινιού, τεντωμένο ανάμεσά τους. Tη στιγμή που αντίκριζαν πια το καταφύγιο Gamba, ο Kohlmann σωριάστηκε και πέθανε.

Φτάνοντας στο καταφύγιο στις 3.30 το πρωί της έβδομης μέρας, ο Bonatti ξύπνησε την ομάδα διάσωσης που κοιμόταν και την έστειλε ν’ αναζητήσει τους σχοινοσυντρόφους του μέσα στη χιονοθύελλα. Mόνο ο Pierre Mazeaud βρέθηκε ζωντανός.
Tο «τελευταίο μεγάλο πρόβλημα» ολοκληρώθηκε αργότερα εκείνο το καλοκαίρι από μια «all-star» γαλλοβρετανική σχοινοσυντροφιά. O Walter Bonatti συνέχισε να πραγματοποιεί διαδρομές ύψιστης δυσκολίας, μεταξύ αυτών την πρώτη χειμερινή ανάβαση του Walker Spur, ποτέ όμως δεν επέστρεψε στον Κεντρικό Πυλώνα του Freney.
Το κεντρικό πιλιέ του Freney (950μ. TD+, 7a+ (5c A0).
Η νότια όψη του Mt Blanc δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια μεγάλη ποθητή ορθοπλαγιά. Στολίζεται από τρία πιλιέ. Το κεντρικό, το περίφημο πιλιέ του Freney είναι το πιο δύσκολο και αποτελούσε μέχρι το 1961 ένα «άλυτο πρόβλημα», αφού κανείς δεν είχε κατορθώσει να το σκαρφαλώσει. Όλες οι προσπάθειες, οι περισσότερες αναγνωριστικές, κατέληγαν σε αποτυχία και το 1961 σε δράμα. Τέσσερις δυνατοί ορειβάτες, δεν κατόρθωσαν να γυρίσουν ζωντανοί, αλλά πριν πέσει καλά – καλά η αυλαία αυτού του δράματος δυο σχοινοσοιντροφιές, που τις οδηγούσαν δυο από τα αστέρια της εποχής, έλυσαν τελικά το πρόβλημα: ο πολύς Bonnigton, με τους I. Clough, Jan Długosz και Don Whillans, στις 27-29 Αυγούστου του 61 και ένας από τους πιο ικανούς Γάλλους ορειβάτες, ο René Desmaison, με τους P. Julien, I. Piussi, και Y. Pollet-Villard στις 28-29 Αυγούστου της ίδια χρονιάς, στάθηκαν στην κορυφή.
Ο Rebuffat, στον κλασικό οδηγό του «Οι 100 ωραιότερες διαδρομές του Mt Blanc», την κατατάσσει ως τη δυσκολότερη και γράφει χαρακτηριστικά: «Άλλες διαδρομές έχουν μεγαλύτερες και πιο έντονες δυσκολίες, αλλά καμία δεν απαιτεί τέτοια ικανότητα να αποφασίζεις και την αίσθηση της ορειβασίας λόγω της απόστασης και των δυσκολιών να επιστρέψει κάποιος σε περίπτωση κακών καιρικών συνθηκών. Το Frêney Pillar είναι το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα ότι η δυσκολία σε μια διαδρομή, πολύ και πάνω από τη δυσκολία της ίδιας της αναρρίχησης, αποτελείται από διάφορους παράγοντες».
Η διαδρομή επαναλήφθηκε για πρώτη φορά από Έλληνες στις 31/7-1/8/1996 από τους Γιώργο Βουτυρόπουλο – Νίκο Βουτυρόπουλο – Μπάμπη Τσουπρά, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η δεύτερη ελληνική επανάληψη, έγινε 17 χρόνια μετά, μοναχικά, από τον Πάνο Αθανασιάδη στις 2-4/9/13!