Τα Βαλκάνια είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τόπος, όπου τα βουνά – όπως το Καϊμακτσαλάν – έχουν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τους ανθρώπους που τα κατοικούν. Σε καιρό ειρήνης έθρεψαν τα κοπάδια τους στα ορεινά βοσκοτόπια, έδωσαν νερό από τα ποτάμια και τις πηγές τους, έχτισαν τα σπίτια τους και τα ζέσταναν με τα δάση τους. Σε δύσκολους καιρούς είτε ήταν το καταφύγιο των κατατρεγμένων από τους δυνάστες, είτε γίνονταν πεδία μαχών.
Μοιραία λοιπόν είναι διάσπαρτα από τα κατάλοιπα των σκληρότατων πολεμικών συγκρούσεων του 20ου αιώνα. Λίγα όμως βουνά έχουν παίξει το στρατηγικό ρόλο του Καϊμακτσαλάν. Ο Μακεδονικός Αγώνας, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, οι Α’ και Β΄Παγκόσμιοι Πόλεμοι και ο τραγικός ελληνικός εμφύλιος, πέρασαν από εδώ πάνω. Μια ανάβαση στο βουνό αυτό, δεν είναι μόνο μια ορειβατική εξόρμηση, αλλά και ένα νοερό ταξίδι σε εποχές πολύ δύσκολες και πολύ σκληρές.
Η διαδρομή μας ξεκινά από το χωριό Σκοπός, ένα χωριό της Φλώρινας στους πρόποδες της δυτικής πλευράς του βουνού. Διασχίζουμε το χωριό και με το αυτοκίνητο προωθούμαστε από καλό χωματόδρομο στην τεχνητή λίμνη της Παπαδιάς και στη συνέχεια μέχρι τα ερείπια του χωριού Παπαδιά. Από εδώ (1100μ) αρχίζει η μακρόσυρτη ανάβαση προς την κορυφογραμμή με τη χαρακτηριστική βράχινη πυραμίδα 1000μ ψηλότερα. Θα ακολουθήσουμε το φαρδύ αντέρεισμα επάνω και δεξιά μας διασχίζοντας αρχικά ένα εύρωστο και αραιό δάσος από καλοπατημένο μονοπάτι χωρίς σήμανση.
FAST INFO
Ο Βόρας (ή Καϊμακτσαλάν, σλαβομακεδονικά: Ниџе, Νίτζε) είναι το τρίτο υψηλότερο βουνό της Ελλάδας και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Πέλλας έως τα όρια με το νομό Φλώρινας. Συνεχίζεται και πέρα από τα σύνορα στην πλευρά της ΠΓΔΜ. Η ψηλότερη κορυφή είναι το Καϊμάκτσαλαν ή Καϊμάκι με 2.524 μέτρα. Ο Βόρας συνδέεται δυτικότερα με τα βουνά Τζένα (2.182 μέτρα) και Πίνοβο (2.156 μέτρα), τα οποία αποτελούν τμήμα της ίδιας οροσειράς. Καλύπτεται από δάση δρυός, οξιάς και πεύκης. Στον Βόρα λειτουργεί χιονοδρομικό κέντρο. Στην ψηλότερη κορυφή του υπάρχει μικρή εκκλησία, μνημείο Σέρβων πεσόντων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τις δυτικές πλαγιές του Βόρα πηγάζει ο Μογλενίτσας, ο οποίος πριν τα αποστραγγιστικά έργα που πραγματοποιήθηκαν στην πεδιάδα των Γιαννιτσών ήταν τμήμα του Λουδία, και από τις νότιες ο ποταμός Εδεσσαίος.
Η περιοχή φιλοξενεί αρκούδες, λύκους και ζαρκάδια, όπως δείχνουν και τα πρόσφατα πατήματα τους στη λάσπη. Η πλευρά αυτή χαρακτηρίζεται από ατελείωτα λιβάδια, που από τον Απρίλιο, μόλις αρχίζει να φεύγει το χιόνι, γεμίζουν λουλούδια Όπως είναι προσήλια, καλό είναι να ξεκινήσει κανείς νωρίς. Διασχίζουμε γρήγορα το πρώτο δασωμένο κομμάτι της διαδρομής ανάμεσα σε χαμηλά κέδρα, λίγα πανέμορφα, αγέρωχα βαλκανικά πεύκα με τον κοκκινοκαφέ κορμό τους να έρχεται σε αντίθεση με το έντονο πράσινο της κόμης τους και δρύες, που ακόμα δεν έχουν πειστεί ότι ο χειμώνας έχει τελειώσει και φυλάγονται. Και όταν στην περιοχή της Φλώρινας λέμε χειμώνας η λέξη έχει μια άλλη διάσταση, που κάνει τις (χαχα) “πολικές” θερμοκρασίες των ειδήσεων για τον καιρό της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης να μην ξέρουν, πού να κρυφτούν μαζί με τους άσχετους, που χρησιμοποιούν παρόμοιους όρους. Θα σκεφτόταν κανείς, ότι αυτή η μακρόσυρτη και απαλή διαδρομή θα μπορούσε να γίνει βαρετή αλλά πώς είναι αυτό δυνατόν, όταν βγαίνοντας από το αραιό δάσος στα αλπικά λιβάδια του βουνού η θέα προς το οροπέδιο της Πελαγονίας και το μακρόστενο όγκο του Περιστεριού -εντός και εκτός συνόρων- γίνεται όλο και πιο χορταστική. Εδώ, το χιόνι μόλις έχει λιώσει και οι πρώτοι κρόκοι κάνουν προσεκτικά την εμφάνισή τους. Η ανάβαση αν και ήπια κρύβει μια χαρακτηριστική δυσκολία, νομίζει κανείς δηλαδή ότι για κάθε βήμα που κάνει προς το στόχο του το βουνό κάνει κι αυτό ένα πιο πέρα. Το απαλό και ομοιόμορφο ανάγλυφο μπερδεύει το μάτι και όλα μοιάζουν πολύ πιο κοντά από ότι είναι.
Κερδίζοντας ύψος χωρίς μονοπάτι πια, πάνω στη φαρδιά κόψη, αρχίζει να ξεπροβάλλει το Βέρμιο στα νότια, πίσω από τον δασωμένο όγκο της Πιπερίτσας. Η περιοχή αυτή του βουνού είναι τελείως έρημη ειδικά αυτή την εποχή, που τα λίγα μαντριά είναι άδεια. Τουλάχιστον έχει κανείς την ησυχία του από τα επίμονα τσοπανόσκυλα. Αν όμως δεν υπάρχουν κοπάδια, δεν υπάρχουν σκυλιά αλλά δεν υπάρχει και η νοστιμότατη φέτα, που βγάζουν το καλοκαίρι οι τσέλιγκες από την Ελασσόνα περνώντας 4-5 μήνες εδώ πάνω, συνεχιστές μια παράδοσης χιλιετιών.
Φτάνοντας στο πρώτο χαρακτηριστικό μυτίκι της ράχης επιβάλλεται ένα σύντομο διάλειμμα για αγνάντεμα και ανεφοδιασμό. Προς την κορυφογραμμή έχουμε ακόμα καμιά ώρα και ενώ ξεκινήσαμε με απριλιάτικο καιρό, εδώ φυσάει ένα κρύο βοριαδάκι, όπως κάνει άλλωστε όποτε κι αν έχουμε ανέβει στο κρύο αυτό βουνό, όπου υπάρχουν δύο παραλλαγές καιρού : το κρύο και το ποολυύ κρύο. Το Καϊμακτσαλάν, τουλάχιστον αυτή η πλευρά δεν έχει τους κλασικούς αλπικούς κινδύνους αλλά μόνο δύο πολύ σημαντικούς: να χαθεί κανείς στην ομίχλη, που σε συνδυασμό με το ήπιο και ομοιόμορφο ανάγλυφο του βουνού κάνει τα πράγματα πολύ δύσκολα και να παγώσει. Και τα δύο έχουν συμβεί και σίγουρα όχι γιατί αυτοί που το έπαθαν ήταν χειρότεροι από μας τους υπόλοιπους, που περιφερόμαστε στα βουνά.
ΜΟΡΙΧΟΒΟ
Το Μορίχοβο είναι ορεινή περιοχή της Δευριόπου (Παιονία) στη βορειοδυτική πλευρά του Βόρα (Καϊμακτσαλάν). Το μεγαλύτερο μέρος του Μοριχόβου βρίσκεται εντός της ΠΓΔΜ. Μικρό κομμάτι στα νότια, βρίσκεται στην Ελλάδα, στους νομούς Φλώρινας και Πέλλας. Η περιοχή είναι παραδοσιακά αγροτική, χωρίς αστικά κέντρα. Η μεγαλύτερη κώμη είναι η Βιτόλιστα, εντός της ΠΓΔΜ. Αποτελούσε στο παρελθόν την «ακρόπολη του σλαβόφωνου Ελληνισμού». Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οι Βούλγαροι πυρπόλησαν 100 χωριά με σκοπό να κάμψουν το φρόνημα των Ελλήνων κατοίκων. Κατά τον Ά Βαλκανικό Πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1912, το εθελοντικό σώμα του Αντώνιου Ζώη απελευθέρωσε το Μορίχοβο από τους Τούρκους και ύψωσε την ελληνική σημαία δηλώνοντας ότι το απελευθερώνει εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου. Τελικά μετά τη Συνθήκη Βουκουρεστίου, η περιοχή πέρασε στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων ως αντάλλαγμα για τα χωριά ανατολικά της Φλώρινας που είχαν καταλάβει οι Σέρβοι. Η ανταλλαγή κρίθηκε σκόπιμη για να εξορθολογιστεί η χάραξη της ελληνοσερβικής μεθορίου
Πλησιάζοντας στη ράχη, που είναι και τα σύνορα με την ΠΓΔΜ, έχουμε φτάσει πια στα 2100μ και η άνοιξη βρίσκεται 600μ χαμηλότερα. Στο βάθος δεξιά ξεχωρίζει το σέρβικο εκκλησάκι της κορυφής (2524μ), ο Προφήτης Ηλίας, αλλά εμείς θα κινηθούμε πάνω στην κορυφογραμμή προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς τα δυτικά, ακολουθώντας πάντα τη συνοριακή γραμμή με τις χαρακτηριστικές πυραμίδες σήμανσης. Αισθάνομαι πάντα παράξενα, όταν πατάω αυτή τη γραμμή του χάρτη, που εδώ όμως γίνεται κάτι πολύ χειροπιαστό. Σίγουρα είναι κάτι, που έχουμε επινοήσει οι άνθρωποι, γιατί η φύση δε γνωρίζει σύνορα, αλλά και πάλι για μας είναι κάτι απολύτως υπαρκτό και σημαντικό, ειδικά στα Βαλκάνια και πολύ περισσότερο, όταν ο συγκεκριμένος γείτονας προσπαθεί να στηρίξει την ύπαρξή του κλέβοντας και παραχαράσσοντας την ελληνική ιστορία. Ως επίσημη πολιτική έχει υιοθετήσει τη βουλγαρική προπαγάνδα του τέλους του 19ου και του μεγαλύτερου μέρους του 20ου αιώνα περί “Μακεδονικού έθνους” και άλλα ανιστόρητα ψέματα!
Το πόσο ζόρικα ήταν τα πράγματα εδώ πάνω το μαρτυρούν τα ερείπια ενός ελληνικού φυλακίου, που βλέπουμε λίγο ψηλότερα από μας και λειτουργούσε μέχρι το 1976, τα κάμποσα γιουγκοσλαβικά κανόνια που είναι σπαρμένα και παρατημένα σ όλη τη ράχη, τα συνεχή χαρακώματα του Α’ παγκοσμίου πολέμου, οι πεταμένοι γεμιστήρες του εμφυλίου, που σκουριάζουν ανάμεσα στα χόρτα και τις χιονούρες και οι φαρδιοί μουλαρόδρομοι ανεφοδιασμού, που διασχίζουν όλη τη ράχη.
Σ ένα τέτοιο τόπο αισθάνεται κανείς τυχερός, που το μόνο πρόβλημά του είναι ο καιρός, καθώς απειλητικά σύννεφα μαζεύονται στα βόρεια πάνω από το υψίπεδο του Μοριχόβου. Επιταχύνουμε και ύστερα από μισή ώρα περίπου από τη στιγμή, που βγήκαμε στην κορυφογραμμή, φτάνουμε στη χαρακτηριστική βράχινη πυραμίδα (2200μ), που βλέπαμε από την αρχή της ανάβασης. Αν ο καιρός ήταν καλύτερος θα άξιζε να κάτσει κανείς εδώ πάνω πολλή ώρα, όπως όμως έχει γίνει τώρα καλύτερα ν’ αρχίσουμε την κατάβασή μας. Οι χιονούρες, που έχει η πλαγιά της κατάβασης, κάνουν τα πράγματα πολύ πιο εύκολα και διασκεδαστικά. Περπατώντας και σκιάροντας με τις μπότες στο μισολιωμένο ανοιξιάτικο χιόνι φτάνουμε σε μια ώρα σε χαρακτηριστική στάνη πλάι σε ένα παράξενο λοξό βράχο. Εδώ κάτω είναι πάλι άνοιξη και για πρώτη φορά ύστερα από 4 μήνες βλέπω στο βουνό τρεχούμενο νερό και όχι πάγο.Από τη στάνη φεύγουμε αριστερά προς τη ρεματιά και σε 20 λεπτά είμαστε στο σημείο, που ξεκινήσαμε πεντέμισι ώρες νωρίτερα.
Τα τελευταία 15 χρόνια τριγυρνάω ξανά και ξανά στο ορεινό συγκρότημα του Καϊμακτσαλάν και κάθε φορά μου δημιουργεί τα ίδια αντικρουόμενα συναισθήματα. Χαρά για τις ατελείωτες περιπλανήσεις στο αφημένο στην ησυχία του ορεινό πεδίο (εκτός από τη μικρή έκταση του χιονοδρομικού) και λύπη για όσους, αν και θα προτιμούσαν να έκαναν ότι κι εγώ, ταλαιπωρήθηκαν και έχασαν τη ζωή τους εδώ πάνω. Κι αν κάποια μέρα βρεθείτε κάπου στην κορυφογραμμή του και κάνετε απόλυτη ησυχία μπορεί ν’ ακούσετε κάποιους να μιλούν στα σερβικά, βουλγάρικα, γαλλικά, ελληνικά ή ρώσικα. Ίσως να ναι κι αυτός, που χάραξε σ΄ ένα βράχο λίγο πιο δυτικά από το χιονοδρομικό το όνομά του και “1/1/1916”.
Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ
Πολλές φορές χρησιμοποιείται σε άλλες περιοχές της Ελλάδας η έκφραση “κάνει κρύο”. Στην περιοχή της Δ. Μακεδονίας και ειδικότερα στο υψίπεδο της Πελαγονίας δεν κάνει κρύο με την ελληνική έννοια του όρου αλλά μάλλον με τη ρωσική ή σκανδιναβική. Σ ένα κανονικό χειμώνα η χιόνωση μέσα στην πόλη της Φλώρινας (650μ) διαρκεί περίπου 3 μήνες και οι θερμοκρασίες πέφτουν πολύ συχνά κάτω από τους -10οC και αρκετές φορές και κάτω από τους -20οC. Μάλιστα, στις 17/1/2012 μετρήθηκε από το σταθμό της ΕΜΥ η χαμηλότερη θερμοκρασία πανευρωπαϊκά με -25,1οC. Το χωριό Τριπόταμος κατέχει το πανελλήνιο ρεκόρ ψύχους, με -32* το 1987. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όμως είναι ότι οι κρύες αυτές ημέρες έχουν συνήθως ηλιοφάνεια. Δύο φράσεις, νομίζω, μπορούν να περιγράψουν το χειμώνα καλύτερα από κάθε στοιχείο: εδώ οι κάτοικοι ΒΑΖΟΥΝ τα πράγματα, που είχαν έξω, στον καταψύκτη για να ζεσταθούν και εύχονται να χιονίσει για να ΜΗΝ κάνει τόσο κρύο. Για μιά πραγματικά χειμερινή ανάβαση στα βουνά της περιοχής το πουπουλένιο μπουφάν είναι λοιπόν απαραίτητο.