Όσοι έχουν διαβάσει κλασικές αυτοβιογραφίες των σπουδαίων αλπινιστών, όπως του Bonatti, του Terray, του Desmaison κ.λπ., θα θυμούνται ότι στις πρώτες τους αναρριχητικές σεζόν, το ένα σπουδαίο έπος ακολουθούσε το άλλο. Όλοι τους διέφυγαν παρά τρίχα το θάνατο σε αρκετές περιστάσεις, όμως προφανώς πήραν σκληρά μαθήματα κι επιβίωσαν για ν’ ακολουθήσουν λαμπρές καριέρες. Κι εγώ ξεκινούσα για τα βουνά με μια αφέλεια η οποία μου φαίνετε αδιανόητη σήμερα.
Eκείνο το καλοκαίρι του 50 μαζί με τους Tom και Pete, τους σχοινοσύντροφούς μου, εγκατασταθήκαμε στο Biolay, μια παραγκούπολη στο Chamonix από φύλλα πλαστικού για τους απένταρους Bρετανούς και Aνατολικοευρωπαίους. Ήταν η τελευταία χρονιά γι’ αυτό το ιστορικό μέρος ελεύθερης κατασκήνωσης. Ως το τέλος της σεζόν οι υπεύθυνοι υγειονομικού και ασφάλειας του Chamonix το ανακήρυξαν εθνική πληγή κι έβαλαν φωτιά σε ολόκληρο το μέρος.
Αρχίσαμε με κάποιες ωραίες και μακριές πορείες στο χιόνι, συνεχίσαμε με την πιθανότατα παγκοσμίως μακρύτερη ανάβαση του South Face του Midi, όπου ήρθα για πρώτη φορά σ’ επαφή με τους αντικειμενικούς κίνδυνους του αλπινισμού, όταν με χτύπησε δυνατά στο κεφάλι ένα σωληνάριο αντιηλιακό που έπεσε από ψηλά.
Όμως η τελευταία μου αναρρίχηση, μ’ ένα φίλο από το Λονδίνο ο οποίος έκανε την πρώτη του αλπική διαδρομή, θ’ αποδεικνυόταν ολέθρια.
Περιχαρείς που είχαμε φτάσει στην κορυφή του Mer de Glace Face του Grépon, μια πολυπόθητη κλασική διαδρομή της εποχής, βρεθήκαμε να κάνουμε μια ταχύτατη κατάβαση προς την κορυφή του Nantillons Glacier μέσα σε ζοφερό και σκοτεινιασμένο καιρό και τους τόσο οικείους πια ήχους από μακρινά αστραπόβροντα. H διαδρομή που ακολουθήσαμε μας κατέβασε στην κορυφή του παγετώνα και σε μια απότομη βράχινη ακμή δίπλα σ’ έναν τεράστιο και χαώδη παγοκαταρράκτη. Σύντομα έπεσε το σκοτάδι, ο μοναδικός φακός που μας είχε απομείνει ξεψυχούσε κι εμείς ακολουθώντας κάποια παράξενη συμβουλή είχαμε πάρει ένα μόνο πιολέ στη σχοινοσυντροφιά. Δεμένοι σε μικρή απόσταση, χαθήκαμε σε απελπιστικό βαθμό σ’ ένα πεδίο που γινόταν ολοένα και πιο απόκρημνο και όπου θα έπρεπε να κάνουμε οτιδήποτε άλλο από το να συνεχίσουμε. Όμως οι αστραπές που πλησίαζαν, ο φόβος του άγνωστου και η αφέλειά, μας παρακινούσαν να προχωράμε. Αναπόφευκτα πέσαμε και, παρόλο που εγώ μπόρεσα αρχικά να φρενάρω με το πιολέ μου, ο σχοινοσύντροος μου με προσπέρασε κατρακυλώντας και μ’ εκσφενδόνισε σαν καταπέλτης στο κενό. Συνεχίσαμε την πτώση μας με τεράστια ταχύτητα, κατρακυλώντας χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο. Κάποια στιγμή έκανα μια τεράστια τούμπα και καθώς κυλούσα με το κεφάλι προς τα κάτω πέρασα μέσα από τη βάση του σύννεφου και είδα τα φώτα του Chamonix ν’ απλώνονται κάτω. Περίμενα μέσα στην παραζάλη μου τον αναπόφευκτο συντριπτικό ήχο τη στιγμή που θα χτυπούσα πάνω σε κάτι πολύ-πολύ σκληρό.
Δεν ήρθε. Αφού έπεσα γύρω στα 600 μέτρα, άρχισα να επιβραδύνω, η κλίση μειώθηκε και πέρασα σε κάτι που έμοιαζε με οργωμένο έδαφος. Αργότερα μου είπαν ότι κάθε έξι ή επτά χρόνια η παγετωνική δράση μεταμόρφωνε τον παγοκαταρράκτη σε ομαλή πλαγιά. Ευτυχώς, ήταν μια από αυτές τις χρονιές. Πέσαμε με ορμή κοντά στην άκρη του και, μολονότι είχαμε μώλωπες, ήμαστε καταχτυπημένοι και μας έλειπε και κάποιο δέρμα, σαν από θαύμα ήμασταν αρτιμελείς. Μουσκεμένοι ως το κόκαλο, παγωμένοι και χαμένοι σ’ ένα λαβύρινθο από αυλάκια, τελικά περάσαμε τη νύχτα προφυλαγμένοι από τη βροχή κάτω από ένα βράχο που είχε σφηνώσει σε μια κρεβάς. H καθαρή αυγή άφησε να φανεί το τέλος του παγετώνα λιγότερο από 15 μέτρα πιο κάτω. Διανύσαμε με δυσκολία την απόσταση, ξαπλώσαμε στο χορτάρι και στεγνώσαμε στον πρωινό ήλιο.
Μαθαίνεις καλύτερα μέσα από τα λάθη σου, αν και δυστυχώς στην περίπτωση της αναρρίχησης συχνά δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Ο σχοινοσύντροφος μου τα παράτησε λίγο-πολύ μετά από αυτό, όμως μέχρι να φτάσω στο Dover ύστερα από ατελείωτα οτοστόπ για να διασχίσω τη Γαλλία, κάτι είχε θαφτεί βαθιά και οριστικά μέσα στην καρδιά μου και η ζωή μου δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια».