Το καλοκαίρι του 1965 δυο αναρριχητές από την Τριέστη ξεκινούν για μια περιπέτεια στα βουνά της Ελλάδας. Δεν είναι άλλοι από τους γνωστούς μας «Τριεστίνους», ο Σπύρος Δελαπόρτας – Ξυδιάς κι ο Virgilio Zecchini, οι οποίοι θα ανοίξουν την περίφημη ομώνυμη κόψη στη βορειοανατολική ορθοπλαγιά της Αστράκας.
Ο Δελαπόρτας είχε αναρριχηθεί σε πολλές και σοβαρές διαδρομές στον Όλυμπο, τη Γκαμήλα, τη Γκιώνα, ωστόσο το όνειρό του ήταν αυτή η κόψη.
Ξεκίνησε την αναρρίχηση σχετικά αργά, στα 23 του χρόνια και πριν υπήρξε αθλητής υψηλού επιπέδου στο τένις και το μπάσκετ. Στάθηκε αρκετό να πάει τυχαία μια μέρα στη Val Rosandra, όπου ξεκίνησε να σκαρφαλώνει σ’ ένα τοίχο. Μετά σταμάτησε το τένις και το μπάσκετ και αφοσιώθηκε στην αναρρίχηση.

Οι σκέψεις που αποτύπωσε στο χαρτί, από εκείνη την εξόρμησή του με τον Virgilio στο Πάπιγκο, μοιάζουν με ερωτική εξομολόγηση προς την Ελλάδα και την αναρρίχηση.
«Αποστολή, αν μπορείς να την πεις αποστολή. Η Ελλάδα είναι μια χώρα πολιτισμένη, με ένα κύκλο άξιων αναρριχητών. Είναι η πιο μυθική χώρα, την οποία γνώρισα από παιδί μέσα από τα έπη του Ομήρου. Το μέρος όπου γεννήθηκε ο πολιτισμός μας. Είναι ο τόπος που αγάπησε ο πατέρας μου, εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η ομορφιά της τέχνης, που αγάπησε η μητέρα μου… Μου φαίνεται ότι ονειρεύομαι. Θυμάμαι πόσο κουράστηκα για να φτάσω σ’ αυτή τη στιγμή. Όλες αυτές οι δυσκολίες και τα εμπόδια που έπρεπε να υπερπηδήσουμε. Δίπλα μου ο Virgilio, κοιτάει το τοπίο. Του είμαι ευγνώμων για τη διακριτικότητά του. Θέλω να είμαι μόνος με τις σκέψεις μου. Να αντιμετωπίσω μόνος μου την ένταση των συναισθημάτων μου.»
Οι δύο αναρριχητές έπρεπε να πάρουν πρώτα την ειδική άδεια, που ήταν απαραίτητη εκείνα τα χρόνια για την ανάβαση στο βουνό (για να περάσει κάποιος το Καλπάκι προς την Κόνιτσα, έπρεπε να πάρει άδεια, λόγω του μετεμφυλιακού κλίματος). Οι διατυπώσεις, όμως, καθυστέρησαν και αναγκάστηκαν να μείνουν δυο-τρεις μέρες στα Γιάννενα. Το πρώτο βράδυ που έμειναν στο Πάπιγκο, πληροφορήθηκαν από τους ντόπιους ότι είχε να βρέξει 4 μήνες στην περιοχή. Την επομένη το πρωί ξεσπάει μια άγρια καταιγίδα και βάζει σε σκέψη τους δύο φίλους. Γρήγορα, όμως, ο καιρός βελτιώνεται και ξεκινούν να ανηφορίζουν προς το καταφύγιο, που τότε ακόμα κτιζόταν.
«… Είναι μια περίεργη αίσθηση, αυτή του να ζεις το όνειρό σου και είναι μεγάλη τύχη όταν η πραγματικότητα δεν είναι κατώτερη της αναμενόμενης…»
Γιώργος Λιβανός
“Σκέφτομαι ότι μπορεί να γίνει το κέντρο της ορειβασίας στην Ελλάδα: σε κοντινή απόσταση βρίσκεται ο βόρειος τοίχος της Αστράκας… Ο τοίχος αυτός πρέπει να προσελκύσει την προσοχή των αναρριχητών“.
“- Εδώ μπορούν να ανοιχτούν αρκετές μεγάλες διαδρομές.”
Ο Virgilio κοιτάει ακίνητος το βουνό.
“- Αλλά η πιο ωραία θα παραμένει πάντα το πιλιέ. Το «δικό μας» πιλιέ.”»
Πριν αντιμετωπίσουν το όνειρό τους, αποφασίζουν να κάνουν μια «πρόβα generale», ανοίγοντας μια νέα γραμμή στο βορειοδυτικό τοίχο. Όλα πηγαίνουν κατ’ ευχήν και η μεγάλη μέρα πλησιάζει.
«Το βράδυ κοιμάμαι ήσυχος. Δεν έχω τη συνηθισμένη αγωνία που προηγείται μιας πολλά υποσχόμενης ανάβασης. Κι όμως προβλέπεται δυσκολότατη».
Η κόψη των Τριεστίνων ήταν πολύ σημαντική διαδρομή για την εποχή της. Ακόμα και σήμερα, η δυσκολία και η σοβαρότητά της προβληματίζει κάθε αναρριχητή που πάει να αναμετρηθεί με τον εαυτό του, στις κάθετες σκοινιές της.

«Ο Virgilio ξεκίνησε. Πάει αργά μετρώντας κάθε κίνηση. Δίνει τα μέγιστα. Χρειάστηκε περίπου μια ώρα γι΄αυτήν την πρώτη σκοινιά, έπρεπε να βάλει τρία καρφιά. Τον ακολουθώ και ίσα-ίσα που τα καταφέρνω. Όταν φτάνω στο πατάρι – πατάρι τρόπος του λέγειν – δεν αισθάνομαι πια τα μπράτσα μου. Και είχαμε κάνει μόλις 40 μέτρα… Ρωτάω σύντομα το σχοινοσύντροφο:
“- Έκτος;”
“- Έκτος.”
Από κάτω δεν έδειχνε δύσκολη. Αλλά τώρα είναι διαφορετικά. Τα πιασίματα είναι ανάποδα, ο βράχος λείος. Έχουμε περάσει περισσότερα από 250 μέτρα. Ιδιαίτερα δύσκολα μέτρα. Ζορίζομαι όσο ποτέ άλλοτε. Στη στέγη πίστευα ότι δε θα τα καταφέρω. Ακόμη και όταν δε σκαρφαλώνω, είμαι πάντα σε ένταση, ασφαλίζοντας το σχοινοσύντροφο μου που κάνει περάσματα στα όρια. Νιώθω πολύ κουρασμένος και πρέπει να δείχνω νευρικός. Είμαι χαρούμενος. Αναρρίχηση με πολλές εναλλαγές, ποτέ όμως εύκολη. Κάθε τόσο κάποιο πέρασμα μας δυσκολεύει – μια σεμινέ στενή και λεία, ένα κάθετο δίεδρο με έξοδο σε σαθρά. Όπως ανεβαίνουμε, μας γεννιέται η αίσθηση ότι η κορυφή είναι πιο κοντά. Τα εμπόδια δε μας καταβάλουν. Απ’ εναντίας, είναι σα να συμβάλουν στο να δοθεί στη διαδρομή μεγαλύτερη αξία.
Το όνειρο.
Ανεβαίνω σαν σε έκσταση. Είμαι κουρασμένος και τα περάσματα δεν είναι καθόλου ασήμαντα. Ο τέταρτος βαθμός μοιάζει πέμπτος. Ανεβήκαμε πολύ γρήγορα. Είμαστε σε ένα συνεχή αγώνα με το χρόνο – είναι ήδη εννιά, δέκα ώρες που σκαρφαλώνουμε, υπάρχει όμως μια περίεργη αγωνία μέσα μας. Τώρα που περάσαμε το πιο δύσκολο κομμάτι και είμαστε σε λογικές δυσκολίες, έχουμε το φόβο κάποιου απροσδόκητου εμποδίου, που στο τελευταίο λεπτό θα μας εμποδίσει να κατακτήσουμε το όνειρό μας. Πρέπει να είμαστε σίγουροι, έχουμε μελετήσει προσεκτικά τη διαδρομή από τη βάση. Αλλά πως είναι δυνατόν να πραγματοποιήσει κάποιος ένα όνειρο; «…»
Η κορυφή.
Το όνειρο.
Μια αγκαλιά, ένα σφίξιμο του χεριού, δύο φωτογραφίες.
Η κορυφή.
Μια γουλιά νερό, δύο κομμάτια σοκολάτας, λίγος χυμός φρούτων.
Η κορυφή.
Το όνειρο.
Ο μεγάλος ανέπαφος τοίχος με το πιλιέ, την πιο ευθεία διαδρομή, την πιο λογική, την πιο όμορφη. Τριακόσια μέτρα συνεχόμενης, ακραίας δυσκολίας. Μια μέρα μάχης. Εξακόσια μέτρα από τη βάση ως την κορυφή.
Το πιλιέ, το «δικό μας» πιλιέ. Πως είναι δυνατόν;
Πόσες φορές συμβαίνει στη ζωή ενός ορειβάτη να ζει το όνειρό του; Πόσοι ορειβάτες έχουν καταφέρει να το νιώσουν;
Μερικά ανεκτίμητα λεπτά. Γιατί πρέπει να κατεβούμε. Δεν κατεβαίνω από αυτή την κορυφή. Τι παραπάνω να ψάξω σ’ ένα τοίχο; Δεν είναι καλύτερα να τελειώσω με αυτήν την ιδανική ανάβαση την καριέρα μου σαν αναρριχητής; Οποιαδήποτε άλλη θα έμπαινε σε σύγκριση και θα έχανε. Οποιαδήποτε άλλη θα μου θύμιζε τη χαρά αυτής της ανάβασης.
Δε θα κατέβω από αυτήν την κορυφή. Αυτή η διαδρομή δεν είναι ζήτημα καριέρας, είναι η ίδια η ζωή μου.
Εκεί πάνω, ικανοποίησα για ένα δευτερόλεπτο αυτό που για είκοσι δύο χρόνια με έσπρωχνε σε δύσκολες διαδρομές: τη φιλοδοξία.
Τη φιλοδοξία να βρω τον εαυτό μου».

Ο Δελαπόρτας – Ξυδιάς χτυπήθηκε στα σαράντα του από μια πολύ σοβαρή αρρώστια. Ένα χρόνο κλεισμένος στο σπίτι, μετά έντεκα μήνες νοσηλεία, μια χειρουργική επέμβαση, άλλο ένα χρόνο ανάρρωση και τέλος η γνωμάτευση: τα βουνα θα μπορούσε πια μόνο να τα ονειρεύεται. Ωστόσο, επέστρεψε στην αναρρίχηση, άνοιξε νέες διαδρομές και ξανάκανε τον έκτο βαθμό.
Αργότερα είχε ένα σοβαρό ατύχημα στην Civetta. Τον χτύπησε ένας βράχος ενώ σκαρφάλωνε επικεφαλής. Έπεσε 5-6 μέτρα και ως εκ θαύματος σταμάτησε σε ένα επικλινές πατάρι. Παρόλ’ αυτά σώθηκε με 14 σπασίματα στα πλευρά και πρόβλημα στους πνεύμονες. Η διάσωση και η μεταφορά στο νοσοκομείο κράτησε 7 ώρες. Η γνωμάτευση πάλι η ίδια: τέρμα η αναρρίχηση. Για δεύτερη φορά όμως επέστρεψε, ακόμη πιο έντονα αυτή τη φορά, και άνοιξε κι άλλες νέες διαδρομές.