Αν και όλοι έχουμε χρησιμοποιήσει τη σόλα Vibram, λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν τις συνθήκες, οι οποίες οδήγησαν στην ανακάλυψή της. Πρόκειται για ένα έπος ανάλογο με την ιστορία της οπισθοχώρησης του Bonatti στο πιλιέ του Freney.
Η ιστορία τοποθετείται χρονολογικά ακριβώς στα μέσα του ’30 και έχει σχέση με τη δράση των Μιλανέζων, που εκείνη την εποχή πρωτοστατούσαν στην ορειβατική και αναρριχητική σκηνή των Άλπεων. O Vitale Bramani, είχε ήδη κάνει την πρώτη ιταλική επανάληψη της βόρειας του Piz Badile και φαινόταν ότι θα πλούτιζε τη συλλογή του με δύσκολες νέες διαδρομές στην περιοχή. Ένας ακόμη πρωτοπόρος της περιόδου αυτής, ήταν ο πλούσιος γαιοκτήμονας Aldo Bonacossa. Το δίδυμο Bramani – Bonacossa ένωσε τις δυνάμεις του και με σχοινοσύντροφους τους Carlo Negri και Elvezio Bozzoli-Parasacchi έριξαν στο τραπέζι το όνομα της διαδρομής που θα γινόταν ο επόμενος στόχος: η ΝΔ κόψη της Punta Rasica.
Αυτή η κόψη έκλεβε την παράσταση και αποτελούσε κρυφή επιθυμία κάθε επίδοξου ορειβάτη της εποχής, ενώ θεωρείται πιο αξιόλογη και όμορφη τη βόρεια του Piz Badile.
Τα νέα για την καινούργια διαδρομή, εξαπλώθηκαν γρήγορα και σύντομα στην ομάδα προστέθηκαν τα ονόματα των Eugenio Fasana και Antonio Omio, αλλά και άλλες σχοινοσυντροφιές που θα προσπαθούσαν κι αυτές. Η ομάδα ταξίδεψε με λεωφορείο από το Μιλάνο στο San Martino, την είσοδο της κοιλάδας του Mello. Το μονοπάτι για το καταφύγιο Allievi ήταν μεγάλο και μεσάνυχτα σχεδόν έφτασαν και οι τελευταίοι βαστάζοι, συχνό φαινόμενο τότε που ο εξοπλισμός ζύγιζε αρκετά. Αισιόδοξοι ότι μέχρι το απόγευμα θα είχαν τελειώσει, ξεκίνησαν με τα αναρριχητικά τους παπούτσια, αφήνοντας στη βάση τις μπότες και τα περισσότερα σακίδια με τα φαγητά και τα νερά.
Ο καιρός ήταν αρκετά καλός για μέσα Σεπτεμβρίου, με καθαρό ουρανό και λίγο περισσότερο κρύο από το συνηθισμένο. Όταν όμως η πρώτη σχοινοσυντροφιά έφτασε στην κορυφή, σύννεφα άρχισαν να ανεβαίνουν από την κοιλάδα και να κλείνουν το βουνό. Αμέσως ξεκίνησαν τα ραπέλ, προσπαθώντας παράλληλα να ειδοποιήσουν όσους μπορούσαν να γυρίσουν πίσω και κατά τη 1.00μμ έφτασαν στη μεγάλη ριμέ της βάσης. Ο καιρός είχε κλείσει εντελώς, χιόνιζε και είχε μικρή ορατότητα. Περίμεναν λοιπόν τη δεύτερη σχοινοσυντροφιά, ένωσαν τα δυο σχοινιά μαζί κι έφτιαξαν ένα μεγάλο ραπέλ για να περάσουν με ασφάλεια τη ριμέ. Στις 17.00μμ η ομάδα των εννέα αναρριχητών ήταν στις απότομες χιονισμένες πλαγιές, κάτω από τη ριμέ και ο Bramani άφησε τα σχοινιά για τους επόμενους.
Η κατάβαση όμως πάνω σε υγρό χιόνι με αναρριχητικά παπούτσια ήταν δύσκολη και έτσι αποφάσισαν να βγάλουν τα αναρριχητικά παπούτσια και να συνεχίσουν το περπάτημα με τις μάλλινες κάλτσες τους, πιστεύοντας ότι θα γλιστράγανε λιγότερο στο χιόνι. Ήδη από τη ριμέ κάποιοι με δυσκολία περπατούσαν. Έτσι, αποφασίστηκε να μην προχωρήσουν άλλο να περάσουν το βράδυ σε μια μικρή σπηλιά, χωρίς νερό, φαΐ, extra ρούχα και μπότες. Το ξημέρωμα ο Bramani, με τους Bozzoli-Parasacchi και δυο βαστάζους έφτασαν με στεγνές κάλτσες, μπότες, κουβέρτες και φαγητό. Κατά τη διάρκεια της νύχτας πέντε άλλοι αναρριχητές κατάφεραν να φτάσουν στο καταφύγιο, ενώ ένας άλλος, πέθανε πριν προλάβει να κατέβει. Τέσσερις ακόμη έλειπαν. Ο Bramani με ένα βαστάζο ανέβηκε λίγο παραπάνω για να τους βρει ήδη νεκρούς. Γυρνώντας στους άλλους, ο Marzorati είχε επανακτήσει μερικώς τις δυνάμεις του, ενώ ο Omio δεν άντεξε.
Στον απόηχο αυτής της τραγωδίας, ο Bramani έβαλε στόχο να σχεδιάσει μια παχιά λαστιχένια σόλα, που θα παρείχε στο πόδι μόνωση, δε θα γλίστραγε ακόμη και σε βρεγμένο έδαφος και σε ένα βαθμό σε χιόνι και πάγο, ενώ παράλληλα θα ήταν αρκετά ελαφριά για να χρησιμοποιείται και στην αναρρίχηση. Η σόλα VIBRAM, που πήρε το όνομά της από τα αρχικά του κατασκευαστή της, είχε γεννηθεί.