Τον Αύγουστο σκαρφαλώνουμε με τον Νίκο Χατζή στο Pillier Bonatti, στη βελόνα Grand Capucin του Mont Blanc. Ήμαστε στη 7η σχοινιά. Από πάνω μας μεγάλη στέγη και η συνέχεια ασαφής. Δεξιά η αριστερά;

Βγάζουμε το σκίτσο. Μετά το 6ο ρελέ, η διαδρομή φαίνεται να πηγαίνει αριστερά. Ο Νίκος ξεκινάει αργά, πάνω στη ισορροπιστική πλάκα. Πλησιάζοντας την έξοδο, αρχίζει να δυσκολεύεται όμως με λεπτές κινήσεις ξεπερνάει το πρόβλημα και σύντομα χάνεται από πίσω. Τα δύσκολα όμως έρχονται μετά. Δεν έχω οπτική επαφή αλλά από το σχοινί που μένει στάσιμο φαίνεται ότι κολλήσαμε.

Από κάτω χαμηλά, μας πλησιάζει μια Ελβετική σχοινοσυντροφιά. «Δύσκολο πολύ δύσκολο», φωνάζει που και που ο Νίκος. Έχει περάσει μισή ώρα και παλεύει ακόμα το ίδιο σημείο. Ο πρώτος από τους Ελβετούς φτάνει δίπλα μου στο ρελέ. «Νομίζω πως πάτε λάθος» μου λέει, «η διαδρομή πρέπει να συνεχίζει δεξιά, έτσι δείχνει το σκίτσο μας.» Συγκρίνοντας τα σκίτσα μας, διαπιστώνουμε ότι έχουν σημαντικές διαφορές. Φωνάζω του Νίκου να επιστρέψει. Μετά από μία ώρα χασούρα ξαναμπαίνουμε στη σωστή πορεία, ακολουθώντας τώρα τους Ελβετούς.

Δύο σχοινιές αργότερα, σκαρφαλώνω επικεφαλής, περιμένοντας να βρω τους Ελβετούς στο επόμενο ρελέ. Ξαφνικά σφυρίζουν από πάνω μου δύο σχοινιά. Σε λίγο εμφανίζεται ο ένας να κατεβαίνει με ραπέλ. «Κάναμε λάθος μου λέει, βγήκαμε σε πλάκες που δεν βγάζουν πουθενά». Ξανά πίσω. Κατεβαίνω και εγώ. Έρχομαι δίπλα στο Νίκο. «Και τώρα τι κάνουμε;» Η ώρα έχει περάσει και δεν προλαβαίνουμε να ολοκληρώσουμε σήμερα. Με περίσσια αισιοδοξία ξεκινήσαμε το πρωί από το Courmayer αντί να προωθηθούμε το προηγούμενο βράδυ ψηλά στο καταφύγιο Torino. Πείναμε Grappa κάτω στο κάμπινγκ με τον Βαγγέλη Ζέκη, που θα έφευγε το πρωί για Ελλάδα. Στη διαδρομή μπήκαμε τελικά στις 11.

Οι Ελβετοί εγκαταλείπουν. Η ώρα έχει περάσει και υλικά για μπιβουάκ δεν έχουμε. Καθώς περιμένουμε σιωπηλά τους Ελβετούς να μας αδειάσουν χώρο στο κοινό ρελέ, νιώθουμε να έρχεται σιγά – σιγά και για μας η γνωστή μισητή στιγμή της δύσκολης απόφασης. Η στιγμή που ξαφνικά καλείσαι μέσα σου να επαναπροσδιορίσεις το στόχο. Η στιγμή που ο ενθουσιασμός και η «κάβλα» πρέπει να δώσουν χώρο σε ψυχρούς υπολογισμούς πιθανοτήτων και δυνατοτήτων. Η στιγμή που ο αναρριχητής αρνείται πεισματικά να συμπεριλάβει εκ των προτέρων στο σενάριό του. Η στιγμή της αναστροφής. Είναι η φύση της ορειβασίας τέτοια. Το παιχνίδι γίνεται στην ανάβαση. Στο δρόμο για την κορυφή. Η επιστροφή είναι αγγαρεία. Όμως ακόμα κι’ αν φτάσεις στην κορυφή, πρόκειται μόνο για μια φαινομενική ολοκλήρωση του στόχου. Νικητές οι ηττημένοι, σε σπορ πεδία ή σε οχτάρες κορυφές, η επιστροφή αποτελεί για μας πάντοτε τον επίλογο της προσπάθειας.

Φέτος το χειμώνα στα Βαρδούσια, καθώς έβλεπα τη θλιβερή διαδικασία της μεταφοράς της σωρού του Άλεξ, άρχισε να με περιτριγυρίζει μια σκέψη. Άρχισα να διακρίνω κάτι κοινό στα ατυχήματα που μας έχουν απασχολήσει τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς η ίδια αυτή σκέψη επανήλθε, όταν μετά από τέσσερις μήνες χτύπησε το τηλέφωνο. «Χάθηκε ο Χάρης στο Makalu..”, άκουσα από την άλλη άκρη της γραμμής. «…κατά διάρκεια της επιστροφής».

nikos xatzis alpeis
Ο Ν. Χατζής στο Pillier Bonatti, στη Grand Capucin του Mont Blanc. Φωτό: Π. Τσιαντός

«Συμβαίνουν πολλά ατυχήματα στην επιστροφή…», σκέφτηκα πλέον φωναχτά.
Κοιτάζω πίσω στον χρόνο. Ο Χριστόφορος Αγνόγλου με τον Χρήστο Δελημπαλτά στην Dru. O Σάκης Δημήτρουλας στο Eiger. O Μπάμπης Τσουπράς στο Dhaulagiri. (Για τον Μπάμπη και το Σάκη δεν είμαστε απόλυτα σίγουροι, αλλά όλα συγκλίνουν σε αυτή την εκδοχή). O Νίκος Μπούμπαλης στο Island Peak. O Χρήστος Μπαρούχας στο Cho Oyu. O Γιάννης Κινατίδης στο Kusum Kanguru. Ο Βασίλης Ναξάκης στο Buni Zum. O Άλεξ Hagh Bandeh στα Βαρδούσια. Ο Χάρης Κυριακάκης στο Makalu.
Να προσθέσω και το τελευταίο ραπέλ του μικρού στο Πίνοβο. Και το ραπέλ επιστροφή είναι. Τους άπειρους τραυματισμούς από κατέβασμα «κουβά» σε σπορ πεδία, το σοβαρό ατύχημα στο Φιλοπάππου, την επιστροφή από την κορυφή του Μαίναλου. Άλλες συνθήκες, άλλα μέρη, άλλες διαδικασίες. Όμως όλα τα παραπάνω ατυχήματα συνέβησαν στην διάρκεια της κατάβασης.

Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς αν, και τι φταίει. Εάν υπάρχουν κοινές αιτίες για όλα ή έστω για κάποια από τα συμβάντα. Φωτογραφίζοντας τις περιπτώσεις μία-μία ξεχωριστά, θα δει κανείς σε πρώτη ανάγνωση, ότι είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Θα χρειαζόταν μια πλήρης καταγραφή και εκτενής ανάλυση, πιθανά ενταγμένη στα πλαίσια δράσεων της Ε.Ο.Ο.Α., ή του Σωματείου Ελλήνων Οδηγών Βουνού , με σκοπό να διεξαχθούν κάποια εποικοδομητικά για το μέλλον συμπεράσματα.

Προς το παρόν μοιάζει απλώς, κάτι να συμβαίνει με την κατάβαση. Τι είναι αυτό όμως; Είναι η υπέρβαση κατά τη διάρκεια της ανάβασης; Δεν μένουν ρεζέρβες; Είναι ο αυθορμητισμός ή και αυτοσχεδιασμός σε λάθος στιγμή; Είναι το Μεσογειακό μας ταμπεραμέντο; Είναι η επιπολαιότητα; Είναι η υπερεκτίμηση; Το υπερβολικό άγχος; Η υπερβολική χαλάρωση; Είναι η ελλιπής εκπαίδευση και εμπειρία; Αφοσιωνόμαστε ολοκληρωτικά στην ανάβαση χωρίς να δίνουμε τη δέουσα προσοχή στην επιστροφή; Πάντως δεν μπορούμε να μιλάμε πια μόνο για ατυχία. Καθαρή ατυχία υπήρξε μία, στη Dru.

kotronaros_dhaulagiri_98
Dhaulagiri – Κατασκήνωση 3. O Παναγιώτης Κοτρωνάρος επιστρέφει μόνος. Φωτό: Π. Τσιαντός.

Γνωρίζουμε πως στην ορειβασία υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες κινδύνων. Οι αντικειμενικοί κίνδυνοι και οι υποκειμενικοί. Οι αντικειμενικοί κίνδυνοι είναι αυτοί που προέρχονται από την επίδραση του ορεινού ή του βραχώδους περιβάλλοντος με ελάχιστη, έως και καμία συμμετοχή του ανθρώπινου παράγοντα. Οι υποκειμενικοί κίνδυνοι είναι αυτοί, όπου ο τρόπος δράσης και η γενική συμπεριφορά του ανθρώπου, συμβάλουν στην πιθανότητα πρόκλησης ατυχήματος. Σε όλα τα προηγούμενα παραδείγματα, το μοναδικό ατύχημα που συνέβη κάτω από καθαρά αντικειμενικές συνθήκες ήταν αυτό στη Dru. O Χριστόφορος με τον Χρήστο ολοκλήρωσαν το σκαρφάλωμα στη “Directe Americaine”. Μάζεψαν τα σχοινιά και κατέβαιναν το μονοπάτι. Εκείνη τη στιγμή έγινε η κατολίσθηση. Λάθος ώρα σε λάθος σημείο. Τίποτα άλλο. Το ρίσκο του βουνού στην καθαρή εκδοχή του. Εκεί που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Όλα τα υπόλοιπα ατυχήματα είχαν κάποια μικρή η μεγάλη δόση υποκειμενικού στοιχείου. Αυτό κάτι λέει. Οπωσδήποτε δεν σημαίνει απαραίτητα πως είσαι κακός. Ίσα- ίσα. Και οι καλύτεροι, οι πρωτοπόροι, κάνουν λάθη. Γιατί κινούνται στο άγνωστο. Αν όμως δεν μαθαίναμε από τις εμπειρίες και τα λάθη των πρωτοπόρων, κάθε ακόλουθη κίνησή μας θα ήταν επίσης στο άγνωστο.

Το σίγουρο είναι ένα. Από κάθε ατύχημα που συμβαίνει κάτω από υποκειμενικές συνθήκες, κάτι μένει να διδαχτούμε. Έχουμε μπει στο κόπο να κωδικοποιήσουμε τα συμβάντα και να διδαχτούμε από αυτά; Τα λάθη είναι ανθρώπινα. Οφείλουμε όμως να μαθαίνουμε για αυτά. Για να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια.

Στο τεύχος 57 του Ανεβαίνοντας, κάποιος αναγνώστης παραπονιέται για παντελή έλλειψη διερεύνησης και εξαγωγής συμπερασμάτων στο χώρο μας. Χωρίς αμφιβολία αυτό συμβαίνει. Όλοι σεβόμαστε τους φίλους και σχοινοσυντρόφους που έχουν εμπλακεί σε ατυχήματα. Κάποιοι δεν είναι πια ανάμεσά μας. Συχνά μιλάμε για αυτούς ως «αετούς και λιοντάρια των βουνών που έμειναν για πάντα εκεί που αγαπούσαν». Ωραία ποιητικό αυτό, αλλά στους νεότερους, σε αυτούς που τώρα αρχίζουν, οφείλουμε να πούμε και κάτι άλλο.

Κοιτάζω γύρω μου. Βλέπω την επικαιρότητα. Προς τα πού πάει το πράγμα. Τι έχουν να μας πουν οι νέοι. Να δούμε που μπορούμε να βελτιωθούμε. Όχι τόσο στις επιδόσεις, περισσότερο στην ποιότητα. Να μπορούμε να αποκομίζουμε τα μέγιστα, με όσο το δυνατόν περισσότερη ασφάλεια. «Τα μέγιστα» είναι όμως πάντοτε μια καθαρά προσωπική υπόθεση. Έχει να κάνει με το βίωμα του καθενός και τι αποκομίζει από αυτό για τον εαυτό του. Δεν έχει να κάνει με βαθμολογίες και υψόμετρα.

Ο θρυλικός Μιροσλαβ Σμιντ στο βιβλίο του «Ταξίδια και επιστροφές», σημειώνει: «Κάποιες φορές, αποφασίζει η αυτοκυριαρχία. Η αυτοκυριαρχία είναι ένα είδος αυτοσυντήρησης. Ο άνθρωπος πρέπει συνεχώς να ελέγχει τις κινήσεις του, για να μη προκαλέσει πρόβλημα στον εαυτό του ή στους άλλους. Κάτω από συνθήκες πίεσης και έντασης συχνά λειτουργώ εντελώς αυθόρμητα. Τον αυθορμητισμό όμως, πρέπει πάντοτε να τον υποτάσσουμε στις εκάστοτε περιστάσεις.» Το γεγονός ότι ο ίδιος σκοτώθηκε σε σόλο αναρρίχηση στην «Lost Arrow», δεν αναιρεί τα λεγόμενά του. Ίσα- ίσα που τα υπογραμμίζει. Αν δεν αποδεχόμασταν το ρίσκο της αναρρίχησης δεν θα το κάναμε. Κανείς δεν μπορεί να μιλά ως αυθεντία. Και εγώ προσωπικά επιστρέφοντας δυο φορές (Dru, Everest) γλίτωσα τα χειρότερα από καθαρή τύχη. Ίσως ένας λόγος παραπάνω για να το σκεφτώ…

pavlos tsiantos_dru
Επιστροφή. Φωτο: Π. Τσιαντός.

Να είναι λοιπόν η αυτοκυριαρχία αυτό που μας λείπει; Είναι αλήθεια ότι στον πολύχρωμο κόσμο της αναρρίχησης και του βουνού, συχνά η αυτοκυριαρχία μας δοκιμάζεται σκληρά. Ώρες-ώρες νιώθουμε σαν τον Οδυσσέα με τις Σειρήνες. Όλα γύρω μας φωνάζουν, «κάνε με». Και εμείς καλούμαστε να διαλέξουμε τι να κάνουμε και τι όχι. Μια φίλη πήγε στην Βαράσοβα. Θα σκαρφάλωνε με παρέα σαν δεύτερη. Η παρέα την είδε να τα πηγαίνει καλά. Στην επόμενη διαδρομή την παρότρυναν να πάει επικεφαλής. Πάνω στον ενθουσιασμό της πήγε. Μόνο που φτάνοντας στο κλειστού τύπου ρελέ δεν ήξερε τι να κάνει.

Από την άλλη ένας οργάνωσε αποστολή στα Ιμαλάια, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει στη βάση του βουνού, ότι δεν έχει το απαραίτητο κίνητρο, και γύρισε σπίτι. Προσωπικά τον θαύμασα. Ήταν μια ορειβατική αποτυχία , αλλά και ένα μεγάλο προσωπικό συν. Προτιμότερο να πεις, τέρμα, παρά να «κλειδώσεις» προχωρώντας σε διαδικασίες, πέρα από τη γνήσια διάθεσή σου, και τις φυσιολογικές δυνατότητές σου.

Τα δύο παραπάνω παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι ενδεικτικά για τα επίπεδα στα οποία ενδέχεται να δοκιμαστεί η αυτοκυριαρχία μας. Από τη μία είναι η «ελαφρότητα» της μπανάλ καθημερινής στιγμής και από την άλλη το «βάρος» ενός υπέρμετρου εγχειρήματος όπως είναι μια αποστολή στα Ιμαλάϊα.

Δεν έχουμε πολύ ψηλά βουνά στην Ελλάδα. Ζούμε στο Νότο των Βαλκανίων αρκετά μακριά από το κέντρο της Ευρώπης. Από τις Άλπεις μας χωρίζει το Ιόνιο και η Αδριατική. Από τα μεγάλα βουνά του κόσμου, ωκεανοί ολόκληροι. Οι αποστάσεις είναι μεγάλες. Το ίδιο και τα έξοδα και ο χρόνος, κάθε φορά που εξορμούμε για τους στόχους μας. Δεν μπορούμε να συγκριθούμε με τον Ελβετό, τον Νεπαλέζο ή τον Χιλιανό ορειβάτη. Ο Ελβετός βάζει έναν στόχο στη χώρα του, κάτι πάει στραβά, υποχωρεί χαλαρά και επιστρέφει τον επόμενο μήνα ή ακόμα και το επόμενο σαββατοκύριακο. Εμείς όχι. Αυτόματα δεχόμαστε πολύ μεγαλύτερη εσωτερική πίεση. «Να υποχωρήσω τώρα; Μετά από τόσες θυσίες; Και πότε θα βρω την ευκαιρία να ξαναέρθω;» Για τα Ιμαλάια δεν χρειάζεται να μιλήσουμε. Στη άλλη άκρη του νήματος βρίσκεται για παράδειγμα η ευκολία των σπορ πεδίων μας. Καμία θυσία δεν χρειάζεται. Σούπερ ασφαλισμένα. Πηγαίνουμε εκεί όπως θα πηγαίναμε για τζόκινγκ. Κοντομάνικο, μποντριέ, παπουτσάκια. Το μόνο που μένει είναι να ελέγξουμε το μήκος του σχοινιού. Ότι φτάνει για την κατάβαση. Και από ότι δείχνουν οι αριθμοί, και αυτό συχνά το ξεχνάμε.
Όμως παράλληλα συμβαίνει και κάτι άλλο. Κάτι που ποτέ κάποιος που δεν έχει νιώσει τα μυστικά της αναρρίχησης δεν πρόκειται να καταλάβει. Η ένταση της δραστηριότητας μας, έχει την ικανότητα να μας συνεπαίρνει και να γινόμαστε συχνά δέσμιοι της απόλυτης στιγμής.

Ο Heinz Zak στην Seperate Reality. Φωτο: αρχείο Heinz Zak.

Σε μια διάλεξη του παγκόσμια γνωστού αναρριχητή-φωτογράφου Heinz Zak που παρακολούθησα το καλοκαίρι στην Τσεχία, ο Heinz έδωσε ένα θαυμάσιο ορισμό. Μιλώντας για τη σόλο αναρρίχηση στη εξωγήινη σχισμή-στέγη Separate Reality, είπε τα εξής. «Προτού πάρω την απόφαση να σκαρφαλώσω σόλο κάποιο project, φοβάμαι πολύ. Αγχώνομαι μόνο με τη σκέψη. Είναι νύχτες που δεν κοιμάμαι. Από την στιγμή όμως που παίρνω την απόφαση, ηρεμώ. Αμέσως μπαίνω σε μια φάση σωματικής και πνευματικής προετοιμασίας. Ακόμα και η γυναίκα μου είναι ήρεμη. Ξέρει ότι αποφάσισα να ξεπεράσω ένα νέο όριο του εαυτού μου, όμως γνωρίζει επίσης ότι αυτή την απίστευτα απελευθερωτική διαδικασία την προσεγγίζω βήμα, βήμα, ωριμάζοντας και αρπάζοντας τη κατάλληλη στιγμή. Και όταν τελικά κρέμομαι με τα χέρια στη σχισμή και τα πόδια μου να αιωρούνται πάνω από την κοιλάδα, νιώθω απόλυτα ασφαλής. Μοιάζει παράλογο αλλά έτσι είναι. Κι’ αυτό γιατί εκείνη τη στιγμή εισέρχομαι σε μία φάση «μη χρόνου». Υπάρχει η απόλυτη συγκέντρωση. Η απόλυτη αίσθηση της μιας και μοναδικής στιγμής. Του ΤΩΡΑ!. Και όταν δεν υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον παύει να υπάρχει ο φόβος».

Ο πρωτόγονος ανθρώπινος φόβος, παίρνει υπόσταση μόνο μέσα από τα χρονικά όρια της ταπεινής μας ζωής. Φοβόμαστε τον θάνατο γιατί ξέρουμε ότι εκεί κάτι σημαντικό τελειώνει. Η εισχώρηση στο μη χρόνο μπορεί να επιφέρει στον άνθρωπο έως και εθισμό. Αποτελεί μεγάλο ξαλάφρωμα. Θέλεις να το κάνεις ξανά και ξανά. Αρκετοί έχουν ασχοληθεί και αναλύσει το θέμα. Ακόμα και «καθαροί» ορειβάτες όπως ο Μέσνερ έχουν εντοπίσει κοινά σημεία με την χρήση ουσιών ή το σεξ. Εδώ όμως μιλάμε για σπορ. Και το σπορ είναι πάνω από όλα παιχνίδι, σωματικό και εγκεφαλικό. Και όλα τα σπορ έχουν κανόνες. Με αρχή και τέλος. Και το δικό μας έχει μια ιδιαιτερότητα. Η αποκορύφωση δεν γίνεται στο τέλος. Γίνεται στη μέση. Η αίσθηση του μη χρόνου είναι εμπειρία ζωής, όμως δεν παύει να είναι μόνο μια αίσθηση. Στην πραγματικότητα ο χρόνος δεν σταματάει να τρέχει. Έπεται το επόμενο πιάσιμο, το επόμενο πάτημα, η επόμενη στροφή του μονοπατιού που διαλέξαμε.

Δεν είναι τυχαίο ότι η βιβλιογραφία και οι κινηματογραφικές παραγωγές των τελευταίων ετών, εστιάζουν ακριβώς στο δράμα που ξετυλίγεται στη διάρκεια της επιστροφής. Η περιπέτεια του Joe Simpson στο “Touching the Void”, οι 8 θάνατοι στην επιστροφή από την ψηλότερη κορυφή το ’96 στο “Everest”, η τραγική κατάληξη του Toni Kurz και των συντρόφων του στο “Beckoning Silence”, το δράμα των αδελφών Μέσνερ στο “Nanga Parbat”, και γιατί όχι, η απώλεια του Χρήστου Μπαρούχα στο δικό μας “Cho Oyu”. Οι σύγχρονες Οδύσσειες. Τα τέλεια σενάρια. Ισχύει παγκόσμια ότι η κατάβαση είναι πιο δύσκολη και δημιουργεί μεγαλύτερο ποσοστό ατυχημάτων. Δεν είναι εύκολο να το αλλάξεις. Όμως με έστω και λίγη παραπάνω φροντίδα, ίσως μπορέσουμε να μειώσουμε τη διαφορά. Να γίνει το έργο των «αιμοσταγών», εκδοτών και παραγωγών πιο δύσκολο. Η τουλάχιστον να έχουμε περισσότερα “Happy End”.

Γράφω αυτές τις γραμμές σε καφέ του Courmayer. Αύριο φεύγω. Άπραγος. Πέρασε ένα μέτωπο στα μέσα Αυγούστου και άφησε χιόνι στα δίεδρα της Walker. Ο Νίκος είναι τυχερός, θα μείνει κι’ άλλο. Ο Βαγγέλης άλλαξε δύο φορές το εισιτήριο επιστροφής περιμένοντας καλύτερο καιρό για το Pillier Brouillard. Άδικα. Υποχωρήσαμε πριν καν μπούμε. Δυσκολευτήκαμε να το αποδεχτούμε. Μας φλέρταρε η απογοήτευση. Βλαστημήσαμε. Είπαμε μικρο ψέματα στους δικούς μας για να παρατείνομε για λίγο την παραμονή μας. Όμως στην πραγματικότητα δεν φεύγουμε εντελώς άπραγοι. Ξέρουμε – ή πρέπει να μάθουμε- αυτό που τόσο εύγλωττα εκφράζει το γνωστό ινδικό γνωμικό: «Το ταξίδι είναι ο στόχος!». Είναι όμορφο να έχουμε σχέδια και όνειρα. Να πιστεύουμε σε αυτά. Κατά διαστήματα να νιώθουμε και την απόλυτη προσήλωση σε αυτά. Δεν είναι κακό.

Βάζουμε ένα στόχο και το ταξίδι αρχίζει ευθύς αμέσως, την ίδια στιγμή. Μέσα από τη διαδικασία της προετοιμασίας αποκτάμε εφόδια. Ο καθένας αυτά που χρειάζεται για το επίπεδο του στόχου του. Όμως ένα εφόδιο πρέπει να είναι κοινό για όλους. Η γνώση των ορίων και των δυνατοτήτων μας. Η ικανότητα να ελέγχουμε τον εαυτό μας σε κάθε βήμα. Η ικανότητα να διακρίνουμε τη στιγμή που πάμε να ξεπεράσουμε τη γραμμή. Τι γραμμή όμως σε σχέση με το τέλος του παιχνιδιού. Και ξέρουμε ότι το τέλος του δικού μας, δεν είναι η κορυφή αλλά η βάση. Όταν έχει μάθει να σκέφτεται μέχρι το τέλος του παιχνιδιού, μόνο τότε ολοκληρώνεται ένας ορειβάτης, -ή περισσότερο ακόμα-, μια ολόκληρη ορειβατική σκηνή. Στο σκάκι ο καλύτερος είναι αυτός που μπορεί να σκέφτεται πολλές κινήσεις μπροστά. Και στην ορειβασία το ίδιο. Μετά χρειάζεται αυτοκυριαρχία. Και αυτοσυγκράτηση. Να μη βιαστείς. Να μην πηδάς κινήσεις.

Παλιότερα πίστευα πως μεγαλώνοντας το ενδιαφέρον μου για το σκαρφάλωμα θα μειωθεί, όμως για κάποιο παράξενο λόγο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Παρ’ όλα αυτά, κάτι ωστόσο αρχίζει να αλλάζει. Τελευταία νιώθω, ότι η στιγμή της αναστροφής έχει πάψει πια για μένα να είναι τόσο μισητή. Πιστεύω πως στην πραγματικότητα έχει τρομερή αξία. Συνειδητοποιώ ότι αποτελεί ένα δεύτερο επίπεδο «μη χρόνου». Τη στιγμή που η αόρατη δύναμη που με τραβούσε προς το στόχο, χαλαρώνει. Μέχρι να μην τραβάει άλλο. Και τότε έρχεται το απόλυτο «ΤΩΡΑ». Και αμέσως μετά αφήνομαι σε μια άλλη τάση. Που με έλκει ανάποδα. Σε αυτά που έχω αφήσει πίσω. Σε αυτά που ακόμα με περιμένουν.

Κείμενο: Παύλος Τσιαντός. Αναδημοσίευση από το ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ Νο61/2010.
SHARE
Οι εκδόσεις ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ξεκίνησαν την άνοιξη του 98 με την έκδοση του πρώτου ομώνυμου τεύχους. Από τότε έχουν εκδοθεί 73 τεύχη, 9 τίτλοι βιβλίων με ανάλογο περιεχόμενο και συνεχίζουμε...