«Όλοι οι άνθρωποι ονειρεύονται, μα όχι το ίδιο. Εκείνοι που ονειρεύονται τη νύχτα στις σκονισμένες γωνιές του μυαλού τους, ξυπνούν τη μέρα για να ανακαλύψουν ότι ήταν μάταιο. Όμως οι ονειροπόλοι της ημέρας είναι άνθρωποι επικίνδυνοι, γιατί τολμούν να ονειρευτούν με μάτια ορθάνοιχτα και να ζήσουν το όνειρό τους.»

T.E. Lawrence, The Seven Pillars of Wisdom

Αύγουστος, στην Αθήνα των Ολυμπιακών. Ακόμη ένα βράδυ στριφογυρίζω στο κρεβάτι μη μπορώντας να κοιμηθώ. Τελικά, αποφασίζω να γράψω αυτό το κείμενο που εδώ και τρεις μήνες σκαρώνω στο μυαλό μου, αλλά δε τολμούσα να ξεκινήσω. Δε ξέρω γιατί έκρινα απαραίτητο να το γράψω. Μην είναι η ματαιοδοξία μου ή η φιλαργυρία μου (είναι πολλά τα λεφτά μάγκες) ή απλώς η ανάγκη να μοιραστώ τις σκέψεις μου με άλλους ορειβάτες; Χιλιάδες σκέψεις……τυραννούν το μυαλό μου καθώς απομακρύνομαι από τον αχώριστο, τις τελευταίες 20 μέρες, σχοινοσύντροφό μου. Είναι ήδη καταμεσήμερο και το χιόνι έχει μαλακώσει υπερβολικά στη βάση του βουνού. Κάθε τόσο βουλιάζω μέχρι τη μέση κι αυτό με εξαντλεί ακόμα περισσότερο. Λίγο ακόμα και θα πατήσω στη μορένα… Ξαφνικά βλέπω τα πάντα γύρω μου να γυρίζουν και με το ζόρι καταφέρνω να σταθώ όρθιος. Κάθομαι αμέσως κάτω και προσπαθώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Μα ναι, έχω αφυδατωθεί. Με όλη αυτήν την ταραχή είχα αμελήσει να πίνω υγρά. Αμέσως, αρχίζω να ρουφάω λαίμαργα από το μισογεμάτο μου ασκό. Χτυπάω κι ένα από τα περίφημα παστέλια του Μάνου και μόλις αισθάνομαι καλύτερα ξεκινάω πάλι. Αυτή τη φορά, όμως, προχωράω έρποντας για να μη βουλιάζω στο βαθύ χιόνι. Μια απότομη πλαγιά 20 μέτρων από χώμα και πέτρες με χωρίζουν από το μονοπάτι. Κάθομαι τουλάχιστον ένα μισάωρο πριν το πάρω απόφαση να τ’ ανέβω. Από κει και πέρα είναι μιάμιση ώρα περίπατος μέχρι την κατασκήνωση βάσης μας. Και λοιπόν; Πώς θα εμφανιστώ έτσι ολομόναχος, να δω τα παιδιά κατάματα;

Σ’ όλο το δρόμο προσπαθώ να πιστέψω τι έχει γίνει. Σκέφτομαι πώς θα το πω και προβάρω τις ατάκες μου. Απελπίζομαι. Το μη αναστρέψιμο της κατάστασης με τρελαίνει. Μια παράξενη ελπίδα, ότι θα τον δω να κάθεται στη μεγάλη σκηνή, γεννιέται στο μυαλό μου. Λίγο πριν φτάσω, κάνω μια στάση στο ρυάκι που περνάει από εκεί κοντά. Κοιτάω την ταλαιπωρημένη μου φάτσα που καθρεφτίζεται και ρίχνω με αργές και κουρασμένες κινήσεις λίγο νερό. Θυμάμαι ότι το έκανα αυτό πιτσιρικάς στη βρύση του σταδίου της γειτονιάς, μόλις τέλειωνα το καθημερινό τρέξιμο, υποκρινόμενος ότι είχα ξεφύγει με δυσκολία από μια φοβερή ορθοπλαγιά. Τότε ακόμα προετοιμαζόμουν για τις πρώτες μου διαδρομές στις Άλπεις. Φτάνοντας έξω από τη σκηνή – τραπεζαρία πετάω το σακίδιο με δύναμη, επίτηδες για να με ακούσουν. Ο Κώστας ανοίγει το φερμουάρ. Βλέπω φάτσες χαρούμενες και χαμογελαστές. Ο Μάνος με αγκαλιάζει κι εγώ προς στιγμήν διστάζω να πω αυτό που πρέπει.
«Εγώ είμαι καλά, αλλά ο Ζιμπέ δεν τα κατάφερε. Είναι νεκρός στη βάση της ορθοπλάγιάς…»

Οι περιπέτειές μας ξεκίνησαν γύρω στις 20 Απριλίου, οπότε αναχωρήσαμε από Αθήνα. Περίεργο να αποχαιρετάω και να αφήνω πίσω το Νικόλα, που με έκανε να πιστέψω σε αυτήν την αποστολή. Αμέτρητες φορές τρέξαμε παρέα στο Λυκαβηττό και άλλες τόσες τα πίναμε σε κάποιο μπαρ, κάνοντας όνειρα για το βουνό.

Σκιτσάροντας τη διαδρομή.

Το στάδιο του εγκλιματισμού ξεκίνησε στις 23 Απριλίου, αλλά η ομάδα κατάφερε να μείνει ενωμένη μόλις μέχρι τις 25. Εγώ, ο Ζιμπέ και ο Κώστας αρρωστήσαμε και μείναμε στο Namche μέχρι να αισθανθούμε καλύτερα. Οι άλλοι συνέχισαν κανονικά. Δυο μέρες αργότερα συναντάμε τα παιδιά του Everest σε ένα lodge λίγο πιο κάτω από το Tengboche. Ένα ελληνικό φαγοπότι στήνεται στην καρδιά της κοιλάδας του Khumbu. Τα Everest whiskey αδειάζουν το ένα μετά το άλλο και η παλιοπαρέα των αφών Στύλλα – Ζιμπέ δεν σταματάει να γελάει. Την επομένη αναχωρούμε όλοι μαζί για Pangboche και μετά από ένα ζεστό τσάι στο Lodge του Tempa Sherpa αποχαιρετούμε τους φίλους μας με ένα σφίξιμο στην καρδιά. Άντε και καλή τύχη μάγκες. Στο μεταξύ δεν είχαμε καθόλου νέα από τον Κώστα, τον οποίο παρατήσαμε στο Namche, όντας ακόμα άρρωστος.

Με τα πολλά η ομάδα μαζεύεται ξανά στις 30 Απριλίου στο χωριό Chhukhung και την 1η του μηνός ανεβαίνουμε στα 5.550 μέτρα της κορυφής Chhukhung Ri. Όλοι μας, πλην του Κώστα που βρίσκεται μια φάση πίσω, παίρνουμε το δρόμο του γυρισμού. Μετά από ένα απίστευτο μεθύσι στο Νamche, τη γνωριμία με το μάγειρά μας και το βοηθό του στο Monjo και ένα φοβερό τρέκκινγκ δύο ημερών, φτάνουμε επιτέλους στην κατασκήνωση βάσης του Kusum Kanguru. O Κώστας, με απίστευτο πείσμα, φτάνει κι αυτός μαζί με μας, καλύπτοντας πολλές φορές μέσα σε μία μέρα, απόσταση που εμείς κάναμε σε δύο. Είμαστε κάτω από το βουνό που ονειρευόμαστε εδώ και μήνες…

Ο χρόνος μοιάζει να σταματάει σε αυτό το μέρος και η ζωή είναι τόσο ευχάριστα απλή που σε κερδίζει αμέσως. Είμαστε ολομόναχοι εδώ, μόνο ένας βοσκός γιακ υπάρχει που εμφανίζεται κατά καιρούς σαν φάντασμα και ύστερα χάνεται με τον ίδιο τρόπο. Η κυριότερη καθημερινή μας ασχολία είναι η παρακολούθηση της ορθοπλαγιάς και το τηλεσκόπιο παίρνει φωτιά. Ύστερα τα σενάρια και οι νουθεσίες δίνουν και παίρνουν. Τελικά στις 6 Μαΐου προωθούμε υλικά στη βάση της ορθοπλαγιάς, η μεγάλη στιγμή πλησιάζει και το αίμα μου βράζει. Την επομένη θα ξεκινήσουν δύο σχοινοσυντροφιές για πάνω. Με πιάνει όμως ένας επίμονος βήχας και αισθάνομαι μια γενική ατονία. Έτσι θα ξεκινήσουν ο Αλέκος με τον Κώστα και οι Βασίλης, Νικηφόρος και Μάνος. Ο Ζιμπέ μου κλείνει το μάτι και μου λέει ότι κερδίζουμε και μια μέρα ξεκούρασης ακόμη. Αγκαλιές, φιλιά και η δράση επιτέλους αρχίζει.

Το πρωί πεταγόμαστε με αγωνία, αλλά και περιέργεια και τρέχουμε στο τηλεσκόπιο. Οι 5 κουκίδες συνεπείς στο ραντεβού τους προσπαθούν να πιάσουν στον ύπνο την τεράστια ορθοπλαγιά. Σε λίγο αρχίζουμε και την επικοινωνία με τον ασύρματο. Δυστυχώς έχουν κουραστεί πολύ, κινούνται αργά και ο μεσημεριανός ήλιος καραδοκεί. Μετά από αρκετή ώρα διαπραγματεύσεων και αφού το βουνό έχει αρχίσει να δείχνει τα δόντια του, αποφασίζουν μέσα σ’ ένα συνεχή πετροπόλεμο να επιστρέψουν. Ο Βασίλης με τρελή όρεξη και δυνάμεις έχει προλάβει να κάνει την πιο δύσκολη σκοινιά που συνάντησαν, με δυσκολία σε πάγο γύρω στις 80ο. Με το Ζιμπέ ακούμε όλους τους διάλογους από τον ασύρματο και προβληματιζόμαστε. Μοιάζει κομματάκι επικίνδυνο το βουνό τελικά. Βέβαια τα παιδιά καθόντουσαν στο χειρότερο σημείο, τη χειρότερη ώρα.

Ο Αλέκος Ασημακόπουλος σε bivouac.

Παρόλα αυτά οι Βασίλης και Αλέκος αρνούνται να εγκαταλείψουν την προσπάθεια, αφού αισθάνονται ακόμα δυνατοί και θα κάνουν μπιβουάκ. Οι υπόλοιποι κατεβαίνουν ραπέλ μέχρι αργά τη νύχτα. Ευτυχώς ο Κώστας παρόλη την κούρασή του θα βγάλει το φίδι από την τρύπα και θα στήσει όλα τα ρελέ. Η μαλακία της υπόθεσης, γιατί πάντα υπάρχει και μια τέτοια, είναι ότι ο Αλέκος με τον Κώστα είχαν αποφασίσει να πάρουν εβδομηντάρια σχοινιά, ενώ οι υπόλοιποι είχαμε εξηντάρια. Κανείς μας βέβαια δε σκέφτηκε να πάρουν οι τρεις που υποχωρούσαν τα μικρότερα. Κάτω στη βάση το κλίμα είναι λίγο παρανοϊκό. Εγώ με μια βρεγμένη πετσέτα στο στόμα προσπαθώ να περιορίσω το βήχα και παρακολουθώ το Ζιμπέ να καίει με περισσή ικανοποίηση τα μυγάκια που πλησιάζουν το κερί, ακούγοντας ταυτόχρονα μια μακάβρια μουσική. Εν τω μεταξύ ένα κομμάτι πάγου χτυπάει το Βασίλη στο μπιβουάκ και τελειώνει άδοξα την προσπάθειά τους, αφού πρωί πρωί τα μαζεύουν και φεύγουν. Κατά την κατάβαση χρησιμοποιούν τα ήδη υπάρχοντα ρελέ χωρίς να χαροπαλέψουν ιδιαίτερα. Την επομένη το πρωί υποδεχόμαστε ένα ένα τα κουρασμένα παλικάρια. Ο Νικηφόρος έχει άγριες διαθέσεις, προειδοποιεί ότι θα φάει όλες τις προμήθειες. Ακούμε με προσοχή τι έχει να πει ο καθένας. Ο Κώστας με ρίχνει πολύ με τα λεγόμενά του, αλλά ευτυχώς ο Βασίλης έρχεται φουριόζος και με απίστευτη σιγουριά λέει ότι η ορθοπλαγιά είναι στα μέτρα μας. Λίγο πιο σκληρό σκαρφάλωμα από ότι περιμέναμε, αλλά όπως είπε κι ο Ζιμπέ είμαστε αναρριχητές και θα κάνουμε ότι χρειαστεί. Οι υπόλοιπες αμφιβολίες θα διαλυθούν στη κάπνα της μάχης. Αύριο ξεκινάμε οι δυο μας.

Μετράμε και το τελευταίο γραμμάριο, δεν παίρνουμε υπνόσακους παρά μόνο βέστες και μπίβισακ, γκαζάκι, καύσιμα και πολλά power-gel. Ο Ζιμπέ επιμένει να ξυριστεί, όπως έκαναν οι Σπαρτιάτες πριν τη μάχη, αλλά του θυμίζω ότι θα χρειάζεται πολύ αντηλιακό και αλλάζει γνώμη. Οι καθιερωμένες χαιρετούρες και σε λίγο χανόμαστε μες την ομίχλη. Από δω και πέρα είμαστε ολομόναχοι. Φτάνουμε στη βάση της ορθοπλαγιάς, τρώμε κάτι και πέφτουμε για ύπνο. Ο καιρός φαίνεται κλειστός και με βάζει σε σκέψεις. Από την υπερένταση δεν κλείνω μάτι.

Kusum Kanguru.

12: 30 ξημερώματα 11ης Μαΐου και ξεκινάμε. Βήχω ακόμα όμως αισθάνομαι δυνατός. Προχωράω πρώτος για να περάσω το bergschund, λίγο ανασφάλιστο, αλλά … τι στο διάολο είναι όλα αυτά τα νερά; Όσο προχωράω συνειδητοποιώ ότι είμαι σ’ ένα ρυάκι μεγάλης κλίσης. Βρισίδια. Με την ψυχή στο στόμα και μετά από λίγο κολύμπι, φτάνω στο ρελέ και έρχεται κι ο Ζιμπέ. Η βραδινή συννεφιά είχε κάνει το θαύμα της. Συνεχίζω καχύποπτος και τώρα σκαρφαλώνουμε ταυτόχρονα, με σχετικά γρήγορο ρυθμό. Ευτυχώς η συννεφιά διαλύθηκε οπότε η θερμοκρασία έπεσε και η ποιότητα του χιονιού είναι τέλεια. Χάνομαι μες τη μαγεία της στιγμής και το ασταμάτητο μοτίβο των κινήσεών μου. Απλά και αγνά σκαρφαλώνουμε. Η μοναξιά μας δε με τρομάζει πια, ίσα ίσα μου προκαλεί μια λανθάνουσα ευφορία. Οι όποιες αμφιβολίες είχα, για μένα ή το σχοινοσύντροφό μου, διαλύθηκαν κάτω από τα χτυπήματα των κραμπόν και των πιολέ μου. Θα μου πεις ρε φίλε εσύ είσαι ψωνάρα, αλλά τι να κάνω, αλπικό στυλ στα Ιμαλάια είναι αυτό.

Έχει πλέον ξημερώσει για τα καλά και τα παιδιά κάτω μας παρακολουθούν και μιλάμε στον ασύρματο. Φτάνουμε στη δύσκολη σχοινιά κι ο Ζιμπέ θέλει να την πάει μπροστά. Του παραχωρώ ευγενικά και με μια ισχνή ανακούφιση τη θέση μου. Εγώ πάω την επόμενη, που έχει παρόμοια δυσκολία μα μικρότερη διάρκεια. Επιτέλους είμαστε κάτω από την περίφημη ράμπα, το τελευταίο εμπόδιο πριν το τελικό κομμάτι της ορθοπλαγιάς. Στην ουσία πρέπει να βρούμε δρόμο μέσα από ένα τεράστιο ζωνάρι βράχων. Το μεροκάματο βγήκε όμως για σήμερα και αρχίζουμε να ψάχνουμε κάποιο προφυλαγμένο μέρος να την πέσουμε. Μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, αναγκαζόμαστε να σκάψουμε δυο μικρά καθίσματα στην μια πλευρά μιας κόψης με μεγάλη κλίση. Ο Ζιμπέ αποδεικνύεται γρήγορο φτυάρι και η θέση του είναι κυριλέ, ενώ η δικιά μου μικρή και μίζερη. Ως γνωστός γρόθος χάζευα από δω κι από κει και δεν έσκαβα το λάκκο μου σαν καλό παιδί. Ο Ζιμπέ παλεύει με το γκαζάκι του και την αναθεματισμένη κηροζίνη. Με το ζόρι γεμίζουμε τον ασκό μου και τρώμε το αηδιαστικό αφυδατωμένο γεύμα. Φυσικά το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Βίωσα όμως τη φοβερή εμπειρία του να ονειρεύεσαι ξύπνιος. Δόξα τω Θεώ δεν έχω παράπονο, μόνος δεν ήμουν. Άνοιξα μια φοβερή συζήτηση με όλους τους γνωστούς και φίλους που έχω.

Το ξημέρωμα έρχεται, όπως πάντα την ώρα που με παίρνει ο ύπνος. Τα μαζεύουμε με βαριά καρδιά και αρματωνόμαστε. Το πρώτο πράγμα που μου λέει ο Ζιμπέ είναι ότι είναι κουρασμένος, αλλά προτείνει να συνεχίσουμε. Ξεκινάω πρώτα εγώ και πηγαίνουμε ένα εύκολο κομμάτι ταυτόχρονα. Όταν τα πράγματα ζορίζουν κάνουμε σχοινιές. Ο Ζιμπέ λέει αριστερά, εγώ δεξιά. Τελικά πηγαίνει δεξιά και γρήγορα καταλαβαίνει ότι είναι λάθος.

Έχει ήδη αποφασίσει όμως να γυρίσουμε. Αισθάνεται πολύ κουρασμένος και το πρόσωπό του είναι λίγο χλωμό, οπότε δεν το συζητάω καν. Κοιταζόμαστε για λίγο, με χτυπάει στην πλάτη και παίρνουμε το δρόμο του γυρισμού. Στα ραπέλ δείχνει πάλι να παίρνει τα πάνω του. Μετά από λίγο ενεργοποιούμε τον ασύρματο και μαθαίνουμε τι βρίσιμο φάγαμε που τον είχαμε κλειστό και δεν μπορούσαν να μας ειδοποιήσουν ότι πήγαμε λάθος. Με την ευκαιρία θα μας καθοδηγούν να βρίσκουμε και τα ρελέ καθώς κατεβαίνουμε. Τα πράγματα μοιάζουν σχετικά απλά. Ο Ζιμπέ μου κάνει νόημα να φύγει πρώτος και δεν του αρνούμαι. Παίρνει μαζί του και τον ασύρματο και μετά από λίγο ακούω «ελεύθερο». Ένα σύννεφο, όμως, μας κόβει την οπτική επαφή με τη βάση. Φτάνοντας κάτω βρίσκω μόνο ένα πιολέ, παγώνω. Αρχίζω να φωνάζω ασταμάτητα, μα τίποτα. «Που είναι ο μαλ…. !». Δεν μπορώ να δεχτώ τι έχει συμβεί, θα τον βρω παρακάτω σκέφτομαι. Σύντομα επικεντρώνω την προσοχή μου στο να βρίσκω τα ρελέ, μιας και δεν έχω και τον ασύρματο, και κάθε τόσο φωνάζω το όνομα του φίλου μου. Πιο κάτω βρίσκω και το άλλο πιολέ καρφωμένο. Βαθιά μέσα μου ξέρω τι συμβαίνει, αλλά αρνούμαι να το βγάλω έξω. Πρέπει οπωσδήποτε να φύγω από δω πάνω. Ευτυχώς ο Αλέκος έχει ακόμα την καλή συνήθεια να με προσέχει, όπως παλιά και μου είχε πει στα γρήγορα πριν φύγω τα σημεία που έπρεπε να προσέχω στα ραπέλ. Σ’ ένα ρελέ, πριν προλάβω ακόμα να αυτασφαλιστώ, αρχίζει να πέφτει spindrift ασταμάτητα και σε μεγάλες ποσότητες. Πέφτω πάνω στα πιολέ μου και περιμένω να έρθει κάτι μέγαλύτερο. Ευτυχώς δεν έφτασε ποτέ. Σε κάποια ανάκληση το σκοινί μου κολλάει και δώστου πάλι 60 μέτρα πάνω. Απελπισία. Με λίγη υπομονή όμως φτάνω επιτέλους στο τελευταίο ραπέλ. Τη γλίτωσα σκέφτομαι. Κατεβαίνοντας γυρίζω το κεφάλι μου κι ετοιμάζομαι να φωνάξω το Ζιμπέ. Οι λέξεις όμως πεθαίνουν στα χείλη μου, καθώς διακρίνω μια μαύρη φιγούρα να κείτεται λίγα μέτρα μακριά. Παρατάω τα σκοινιά και πηγαίνω προς το μέρος του…

Ο Γιάννης Κινατίδης (αριστερά) και ο Γιάννης Κωνσταντάκης.

Με το Γιάννη Κινατίδη (Zιμπέ) κυνήγησα το μεγαλύτερό μου όνειρο, και γούσταρα πολύ που το έκανα με αυτόν. Δεν έχει περάσει μέρα να μην τον πιάσω στη σκέψη μου κι ούτε θα περάσει μάλλον ποτέ. Θα συνεχίσω να κυνηγάω τα όνειρά μου με περισσότερο πάθος απ’ ότι πριν, μόνο και μόνο γιατί κατάφερε να μου μεταδώσει και λίγο από το δικό του. Στο επανειδείν.

Κείμενο – φωτό: Γιάννης Κωνσταντάκης. Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ τ.28/2004
SHARE
Οι εκδόσεις ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ξεκίνησαν την άνοιξη του 98 με την έκδοση του πρώτου ομώνυμου τεύχους. Από τότε έχουν εκδοθεί 73 τεύχη, 9 τίτλοι βιβλίων με ανάλογο περιεχόμενο και συνεχίζουμε...