Το ζενίθ της γήινης λιθόσφαιρας βρίσκεται στα 8850 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η κορυφή του Έβερεστ εκτός από το ότι αντιπροσωπεύει το απόλυτο υψόμετρο, κρύβει και πολύ μεγάλη ιστορία από πίσω της. Από το 1953 μέχρι σήμερα∗ πολλά έχουν αλλάξει στο προφίλ των αναβάσεων στο βουνό πολύ περισσότερο τα τελευταία 15 χρόνια.
Η δική μας προσπάθεια δεν πρέπει να είχε και πολλά κοινά με εκείνες των πρωτοπόρων τόσο από υλική, όσο και από ψυχολογική και ιδεολογική άποψη. Από το πως φανταζόμουν αυτήν την αποστολή μέχρι το πώς πραγματοποιήθηκε ή καλύτερα από το πόσο ορειβάτες νιώσαμε, σε σχέση με το πόσο πραγματικά είμαστε, υπάρχει κάποια διαφορά. Το στήσιμο των σύγχρονων αποστολών είναι προκαθορισμένο. Ο αριθμός των ταξιδιών πάνω από τη κατασκήνωση βάσης, οι μέρες αναμονής στην προωθημένη κατασκήνωση βάσης, η σχετικά καλή πρόγνωση του καιρού, το ανύπαρκτο κουβάλημα εξοπλισμού και ο πολύς κόσμος, είναι λίγα από τα πολλά που συνθέτουν το τοπίο μιας σύγχρονής αποστολής. Με την πάροδο των χρόνων και την αύξηση των εμπορικών αποστολών, το Έβερεστ έχει αποκτήσει ένα μόνιμο προσωπικό (τους icefall doctors) και σε μεγάλο βαθμό όλα γίνονται για να ανέβουν όσο περισσότεροι γίνεται στην κορυφή.
Η συμπεριφορά των sherpa επίσης έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες ως προς τους δυτικούς ορειβάτες, μιας που από το ρόλο του βαστάζου υψομέτρου, έχουν πάρει το ρόλο του οδηγού και συμβούλου. Σαφώς πιο δυνατοί από τους άλλους ορειβάτες, οι sherpas έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην διεκπεραίωση μιας σύγχρονής αποστολής και όπως είναι φυσικό και τις μεγαλύτερες απαιτήσεις. Καμιά φορά τους χαρακτηρίζει και το ύφος
“΄Άντε γρήγορα να τελειώνουμε να φύγουμε…”.
Οι μάγειρες και το προσωπικό στην κατασκήνωση βάσης κάνουν το παν για ποιοτική και άμεση εξυπηρέτηση. Όλα είναι δυνατά με το ανάλογο tip (φιλοδώρημα). Και μετά είμαστε εμείς, οι κοινοί θνητοί ορειβάτες με μικρή σε μεγάλα υψόμετρα δράση, που θέλουμε να βιώσουμε μια ξεχωριστή για τα δικά μας δεδομένα εμπειρία.
Everest 2004. Περνώντας το icefall.
Η φετινή ανάβαση ήταν σίγουρα ξεχωριστή εμπειρία, αλλά οι ξεχωριστές αυτές στιγμές ήταν λίγες. Η ελεύθερη διέλευση μας από το Khumbu icefall νωρίς το πρωί, ήταν από τις πιο όμορφες στιγμές, ιδιαίτερα στις αρχές του Απρίλη, όπου οι συνθήκες πάγου ήταν ιδανικές και η μετακίνηση προς τα κάτω αυτής της παγετώδους δομής, σαφώς αργότερη του συνηθισμένου (1μέτρο/ημέρα). Χωρίς να είναι απαραίτητη η χρήση σταθερών σκοινιών κατά την ανάβαση, το παιχνίδι με ένα τεχνικό πιολέ ήταν παραπάνω από ευχάριστο με το πρωινό κρύο. Η διέλευση από τις σκάλες, μετά από μερικές φορές είχε γίνει διαδικασία ρουτίνας, αλλά μας έδινε πάντα την ευκαιρία να νιώσουμε ένα δέος για των τρόπο σχηματισμού και μετακίνησης των crevasse. Στο τελείωμα του Khumbu icefall βρίσκεται η Κ1, στην οποία τελικά περάσαμε 4 νύχτες. Η διαδρομή από την Κ1 ως την Κ2 είναι σχεδόν επίπεδη και διασχίζει το Western Cwm όπου υπάρχουν πάρα πολλά σταθερά σκοινιά και μερικές σκάλες. Σε όλα τα ταξίδια η προσέγγιση των sherpa ήταν η ίδια
“Κουβαλάμε εμείς τα πάντα και εσείς μόνο τον προσωπικό σας εξοπλισμό”
Η διαδρομή αυτή εκφράζει απόλυτα την μικρότητα του ορειβάτη μπροστά στο μεγαλείο της νοτιοδυτικής πλευράς του Everest, του Lhotse και του Nuptse. Την απόλυτη ησυχία που επικρατεί μέσα στην πεταλοειδή αυτήν κοιλάδα, διακόπτουν είτε οι χιονοστιβάδες είτε ομάδες sherpa που έχουν ήδη αποθέσει τα φορτία τους στην Κ2 ή στην Κ3 και βιάζονται να επιστρέψουν την κατασκήνωση βάσης.
Στα μέσα Απρίλη φτάσαμε και για πρώτη φορά στην προωθημένη κατασκήνωση βάσης στα 6400μ. Παρά την ανακούφιση για την άφιξη στην δεύτερη κατασκήνωση, το σκηνικό σε κάνει να χάσεις τον αρχικό ενθουσιασμό που έχεις. Σκουπίδια και κατεστραμμένος εξοπλισμός από παλιότερες αποστολές, είναι εμφανή σε όλα τα σημεία της Κ2. Βαρέλια, τσαγιέρες και ότι μπορεί να φανταστεί κανείς, βρίσκονται σφηνωμένα μέσα σε crevasse, κάνοντας το τοπίο να θυμίζει ότι πολύς κόσμος έχει περάσει από εδώ και ακόμα περισσότερος θα περάσει στο μέλλον. Οι πρώτες εξορμήσεις μας στο βουνό στα πλαίσια του εγκλιματισμού ήταν και οι λιγότερο κοσμικές, μιας και αρκετές από τις 17 συνολικά αποστολές, δεν είχαν φτάσει ούτε στη βάση του βουνού. Στην αρχή μετακινούμαστε πάνω κάτω και συναντούσαμε μόνο την ομάδα του David Breashears οι οποίοι κινηματογραφούσαν αμερικάνικη υπερπαραγωγή με θέμα την τραγωδία του 1996 και είχαν το ίδιο ρυθμό εγκλιματισμού με εμάς.
Πριν την τελική φάση του εγκλιματισμού που σηματοδοτούνταν από την ανάβαση και παραμονή μας στην Κ3 (7300μ), το αρχικό σκηνικό στην κατασκήνωση βάσης είχε αλλάξει. Όλες οι αποστολές είχαν αφιχθεί και ο κόσμος είχε γίνει αισθητά πιο πολύς. Αρκετές από τις εμπορικές αποστολές είχαν βάλει σκάλες ανάμεσα σε βράχια τις μοραίνας έξω από τη σκηνή που χρησίμευε ως τραπεζαρία, ώστε οι πελάτες να εξασκούνται στην διέλευση τους. Όταν το δεύτερο αυτό κύμα αποστολών άρχισε τον εγκλιματισμό τους, υπήρχαν μέρες που το icefall είχε μέχρι και 80 άτομα.
“Hi I am Jim from Iowa, it’s my first time here, the highest I have been is Aconcagua…but I think I am fit enough to make it up there if weather will be OK. I have run a 3:30 marathon…”
Ήταν μια συνηθισμένη πρόταση. Ιδιαίτερα ο ματαιόδοξος τρόπος που ο περισσότερος κόσμος που βρισκόταν εκεί αντιμετώπιζε την ανάβαση σε έκανε να αναρωτηθείς
“Τελικά για ποιους είναι το βουνό αυτό;”
Φυσικά υπήρχαν και οάσεις, όπως αυτή του Robert Schauer και αρκετών άλλων ορειβατών, ο οποίος ήταν φιλικότατος και ομιλητικότατος και πάντα ήθελε να μιλήσει για τις περιπέτειες του στις δυσκολότερες ορθοπλαγιές των Ιμαλαΐων.
Η ανάβαση στην Κ3 ήταν χωρίς καθόλου κόσμο μιας και οι περισσότεροι βρισκόταν σε αρχικά στάδια του εγκλιματισμού τους. Όλη η ομάδα (πλην των sherpa) πέρασε δύο νύκτες στο οριακό αυτό υψόμετρο, ενώ η έλλειψη σταθερών σκοινιών πάνω από την Κ3 μας εμπόδισε να πάμε λίγο ψηλότερα. Η θέα είχε αλλάξει και βουνά τα οποία τις προηγούμενες μέρες ορθωνόταν από επάνω μας, τώρα φαινόταν χαμηλότερα. Το ατελείωτο πλατώ του Cho Oyu που διασχίσαμε στις 27 του Σεπτέμβρη της προηγούμενης χρονιάς ήταν ορατό στο βάθος. Η θέα ήταν πανέμορφη και η ησυχία της Κ3 σε έκανε να το απολαύσεις πιο πολύ. Τα κατεστραμμένα αντίσκηνα πολλά, με τις σκισμένες τέντες να κινούνται ρυθμικά με τον ρυθμό του ανέμου. Ένα νεκροταφείο από κολλημένα στον πάγο αντίσκηνα και θαμμένα γκαζάκια προηγουμένων αποστολών.
Στο South Col (7950). Ένας χαμός.
Κατά την ανάβαση στο Lhotse face καταλαβαίνει κανείς την επιπολαιότητα των sherpa στην τοποθέτηση σταθερών σκοινιών. Ρελέ με δύο παγόβιδες, από τις οποίες καμιά δεν είναι καλά βαλμένη και όταν μεσημεριάζει συγκρατούνται στη θέση τους μόνο σαν μοχλός. Και όμως, οι ίδιοι χοροπηδάνε πάνω σε αυτά τα σκοινιά κατά την κατάβαση τους, θεωρώντας τα ρελέ bombproof. Μέχρι και την ολοκλήρωση του εγκλιματισμού δεν είχαμε νιώσει την πολυκοσμία. Η καθυστέρηση για την απόπειρα κορυφής λόγω επιδείνωσης του καιρού μας έφερε στα ίδια στάδια εγκλιματισμού με πολλές άλλες αποστολές.
Έτσι, κατά την τελική προσπάθεια δεν είχαμε την πολυτέλεια να είμαστε οι πέντε μας, αλλά είχαμε μαζί μας του Χιλιανούς, μία ομάδα τις IMG (International Mountain Guides) εταιρίας του Eric Simonson, μέλη της ομάδας του Henry Todd (Himalayan Mountain Guides) και αρκετούς άλλους. Ξεκινήσαμε μόνοι μας και οι sherpa, μας συναντήσανε στην Κ3 την 14η Μάη, μία μαύρη μέρα καθώς την προηγουμένη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του Γιάννη Κινατίδη∗ και το ηθικό είχε πέσει όσο ποτέ. Η ανάβαση από την Κ3 στο South Col χαρακτηρίζεται από μία μόνο λέξη: ΚΟΣΜΟΣ, πολύς κόσμος. Παντού υπάρχόυν σταθερά σκοινιά ενώ η θέα από τη τραβέρσα προς το Geneva Spur είναι μοναδική. Η Κ4 στο South Col παρουσιάζει το ίδια σκηνικό. Σκουπίδια και απομεινάρια αποστολών κυριαρχούν το τοπίο, ενώ πλέον φαίνεται καθαρά η διαδρομή ως τη νότια κορυφή.
Οι (από αριστερά) Κοτρωνάρος, Στύλλας και Αντωνόπουλος στην κορυφή του Everest, φωτογραφημένοι από τον Παύλο Τσιαντό.
Η τύχη μας χαμογέλασε την 16η του Μάη αφού ο καιρός ήταν παραπάνω από ιδεατός. Το βραδινό ρεσιτάλ κεραυνών πάνω από τον κόλπο της Βεγγάλης το οποίο προμήνυε την έναρξη των μουσώνων και που όταν άστραφτε και φώτιζε το γειτονικό Makalu, έδωσε χώρα στην ανατολή. Ένας τεράστιος ήλιος γεννιόταν πάνω από την Άπω ανατολή μιας και η οροσειρά της Kachejunga φαινόταν αρκετά μπροστά του.
Αίσθηση μοναδική, η φύση σε όλο της το μεγαλείο με εμάς τους περαστικούς να χαζεύουμε με ανοιχτό το στόμα. Οι εικόνες του πρωινού εκείνου, τα βουνά τριγύρω μας, πράγματα που δεν χωράνε και δεν καταγράφονται εύκολα πουθενά. Η αίσθηση αυτή διακόπτονταν κάθε φορά που σταματούσαμε να βγάλουμε μία φωτογραφία και είχε τόσο κόσμο στα σταθερά σκοινιά που μας περνούσαν 7-8 άτομα. Μετά από πίσω τους και με το ρυθμό του νεκρού πάμε πιο πάνω. Όπου ήθελε ο καθένας να αλλάξει μπουκάλα οξυγόνου σταματούσε και το έκανε, χωρίς να ενδιαφέρεται για το ότι αρκετός κόσμος περιμένει κρεμασμένος σε ένα jumar από ένα αμφιβόλου ποιότητας καρφί, μέχρι να αλλαχτεί η πηγή τροφοδοσίας της ζωής. Εμείς, ρομαντικοί ιδεολόγοι, κάναμε δεξιά για να κάνουμε κάτι ανάλογο, χαζοί ήμασταν ή έτσι μάλλον πρέπει να γίνεται; Στη νότια κορυφή με τον Παναγιώτη αλλάξαμε μπουκάλες οξυγόνου και προχωρήσαμε προς τη νότια κόψη και τη βάση του Hillary Step. Άδειες μπουκάλες οξυγόνου πετιόταν η μία μετά την άλλη, στο λούκι που πριν 17 χρόνια οι Doug Scott και Dougal Haston ολοκλήρωσαν την ανάβαση τους από την καινούργια διαδρομή στην Southwest face και έγραψαν ένα νέο κεφάλαιο ιστορίας για το βουνό. Στο σημείο αυτό οι τρεις μας (Αντώνης Αντωνόπουλος, Παναγιώτης Κοτρωνάρος και εγώ) συναντήσαμε τον Γιώργο (Βουτυρόπουλο), ο οποίος με γρήγορο ρυθμό είχε ήδη φτάσει στην κορυφή και είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής, ενώ ο Παύλος (Τσιαντός) έπαιρνε πλάνα λίγο κάτω από τη νότια κορυφή.
Ο Γ. Βουτυρόπουλος ξεκινά την τελική προσπάθεια για την κορυφή.
Η διέλευση από το Hillary step, θύμιζε κεντρική αρτηρία της Αθήνας της πρωινές ώρες. Κόσμος περίμενε να πάει κάτω, κόσμος περίμενε να πάει πάνω, ένας χαμός. Τελικά, με σύμμαχο μας τον υπέροχο καιρό, οι τρεις μας καθόμασταν σε μία κορνίζα από την άλλη πλευρά της οποίας φαινόταν το Θιβέτ και είχε ένα μεταλλικό κολονάκι και πολλές σημαίες προσευχών. Η στέγη του κόσμου όπως αποκαλείται. Προσωπικά πολύ ανάμεικτα συναισθήματα μπροστά στο χαμό του Γιάννη, λίγο χαρά και πολύ θλίψη, δεν υπήρχε αυτό το σούπερ συναίσθημα της φοβερής κατάκτησης. Στα 40 λεπτά που ξοδέψαμε στην κορυφή αντίκρισα την Βόρεια του Kusum Kangguru και οι λυγμοί δεν άρχισαν να εμφανιστούν. Η θέα πάλι εκπληκτική, τα βουνά σβήνανε βόρεια προς το πλατώ του Θιβέτ. Κορυφές αμέτρητες όπου και αλλού να κοιτούσαμε. Μετά ο δρόμος της επιστροφής με ένα αίσθημα έντασης και εγρήγορσης για την κατάβαση, αλλά και ικανοποίησης για την επιτυχημένη ανάβαση.
Τα μέλη της αποστολής (normal ανάβαση), με τους sherpa.
Η ανάβαση αυτή αφιερώνεται στον φίλο Γιαννη Κινατίδη και σε κανένα άλλο.
∗Το κείμενο αυτό του Μ. Στύλλα, δημοσιεύτηκε στο ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ Νο27/2004, στα πλαίσια ενός μεγάλου αφιερώματος γι’ αυτήν την ιστορική -για την ελληνική ορειβασία- ανάβαση.
∗ Ο Γιάννης Κινατίδης, ορειβάτης από τη Θεσσαλονίκη σκοτώθηκε στο Kusum Kanguru τo 2004, λίγες ημέρες πριν την επιτυχημένη ελληνική ανάβαση στο Everest.
Η αποστολή “Everest 2004”, είναι η πρώτη ελληνική που κατάφερε να ανεβάσει μέλη της στο Everest. Ήταν χωρισμένη σε δυο ομάδες που επιχειρούσαν ταυτόχρονα από την νότια (normal) διαδρομή και από την βόρεια (τη διαδρομή που επιχείρησε ο Mallory).
ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ Νο 27/2004. Ο Γ. Βουτυρόπουλος στην κορυφή του Everest.
Στις 16/5/2004, πέντε μέλη της νότιας ομάδας, οι Γιώργος Βουτυρόπουλος, Παναγιώτης Κοτρωνάρος, Παύλος Τσιαντός, Αντώνης Αντωνόπουλος και Μιχάλης Στύλλας πάτησαν την κορυφή, ακολουθούμενοι δυο μέρες μετά από τους Γιώργο Τσιάνο, Γιώργο Αργύρη και Κώστα Αποστολόπουλο της βόρειας ομάδας (όπου είναι και οι μόνοι έλληνες που κατάφεραν να ανέβουν στο Everest από διαδρομή άλλη της κλασικής). Μεταξύ των δυο αυτών ομάδων, την κορυφή πάτησε και ο Νίκος Μαγγίτσης (17/5/2004), μέλος άλλης αποστολής και στα πλαίσια της (επιτυχημένης) προσπάθειας του για τις 7 summits.
Ο πρώτος Έλληνας που πάτησε το Everest, είναι ο Κ. Νιάρχος την άνοιξη 1999. Το Everest έχουν ανέβει ακόμα οι Αντώνης Συκάρης και Mike Ευφμορφοίδης, την άνοιξη του 2017.
Όλες οι παραπάνω αναβάσεις έγιναν με τη χρήση συμπληρωματικού οξυγόνου.