Για όλους εμάς που προλάβαμε τα πέτρινα χρόνια της ελληνικής ορειβασίας, τα Ιμαλάια ήταν ένα μύθος, ήταν τα βουνά που δεν τολμούσαμε ούτε καν να τα ονειρευτούμε.
Μόλις το 1985 έγινε η πρώτη αποστολή Ελλήνων ορειβατών σ’ αυτούς τους γίγαντες των Ιμαλάϊων, συγκεκριμένα στην Annapurna South. Μια αποστολή του ΕΟΣ Αθήνας, που μετά από δυο μήνες προσπάθειας έχασε στο βουνό δυο από τα μέλη της, τον Κλήμη Τσατσαράγκο και το Δημήτρη Μπουντόλα. Το γεγονός ήταν σοκαριστικό, όμως αυτή η αποστολή έκανε πολλούς Έλληνες ορειβάτες να ονειρευτούν αυτά τα βουνά. Και έτσι, σιγά – σιγά, κάθε χρόνο, ελληνικές αποστολές βρισκόντουσαν εκεί, στα βουνά, ζώντας το όνειρο.
Ένα από τα πρώτα που έβαλαν στόχο πολλοί, ήταν και το Dhaulagiri. 8167μ. χωρίς τεχνικές δυσκολίες, αλλά αρκετά επικίνδυνο. Οι ορειβάτες πρέπει να ξεκινήσουν από τα 4700μ. να διασχίσουν έναν κατακερματισμένο παγετώνα, κατόπιν να μπουν σε μια ατελείωτη κόψη χιονιού με κλίση 30-40º, μέχρι να βγουν στην άκρη ενός τεράστιου πλατό και να στήσουν την τρίτη και τελευταία κατασκήνωση κάπου στα 7400μ. Από εκεί πρέπει να τραβερσάρουν διαγώνια, μέχρι να βγουν κάτω από τα λούκια της κορυφής στα 8000μ. που είναι το τελευταίο εμπόδιο. Αυτή η τεράστια τραβέρσα, η Διαγώνιος, είναι το πρόβλημα. Όχι τόσο στην ανάβαση, όσο στην κατάβαση: αν σε πιάσει καιρός ή είσαι εξαντλημένος και δεν βρεις την είσοδο της τραβέρσας στην επιστροφή συνεχίζοντας για κάτω, σε περιμένει το χάος. Εδώ αναγκάστηκε να κάνει bivouac ένας Kukuczka, να χαροπαλέψει ο Messner, να σωθεί τελευταία στιγμή ο Lowe!

Η πρώτη αποστολή του ΕΟΣ Αθηνών
Είναι 1990 και ο δραστήριος ΕΟΣ Αθηνών, οργανώνει αποστολή στο Dhaulagiri. Είναι η πρώτη επαφή Ελλήνων με το βουνό. Οι Νίκος Μπρόκος, Γιάννης Κατριβάνος, Πάνος Χλωροκώστας, Δημήτρης Καραγιάννης, Δημήτρης Τιτόπουλος, Βαγγέλης Βρούτσης και Χρήστος Λάμπρης, μένουν πάνω από ένα μήνα στο βουνό. Οι δυο τελευταίοι καταφέρνουν να φτάσουν στα 7600 πριν κρυοπαγήματα και αρχή πνευμονικού οιδήματος τους κάνουν να εγκαταλείψουν.
Οι αποστολές του 98. Ο χαμός των Παπανδρέου και Τσουπρά
Οκτώ χρόνια μετά, την άνοιξη του 98, είναι η σειρά του ΣΕΟ Αθήνας. Αρχηγός της αποστολής είναι ο Αντώνης Συκάρης. Η αποστολή έχει μέλη από πολλούς συλλόγους. Οι Αλέξανδρος Μπουγιουκλού, Κώστας Ρούτσιας, Γιώργος Βουτυρόπουλος, Νίκος Παπανδρέου, Δημήτρης Κάλλος και Μπάμπης Τσουπράς, μένουν στο βουνό σχεδόν δυο μήνες. Την 1η Μάη οι Μπάμπης Τσουπράς, Δημήτρης Κάλλος και Νίκος Παπανδρέου ξεκινούν για την τελική προσπάθεια. Φτάνουν στα 7500, είναι κουρασμένοι. “Περνάμε δύσκολες στιγμές, έχουμε πολύ δυνατό αέρα και κούραση“. Αλλά είναι αισιόδοξοι, το βουνό θα πατηθεί. Σε μια αλλαγή στα σταθερά σχοινιά, ο Παπανδρέου γλιστρά και χάνεται. Ο Τσουπράς που πηγαίνει μπροστά δεν κατάλαβε τίποτα, ο Κάλλος που πρόλαβε να τον δει, στέλνει το δυσάρεστο νέο κάτω: «ο Νίκος σκοτώθηκε». Η ομάδα είχε αποφασίσει από πριν ότι σε περίπτωση θανάτου, θα διέκοπτε κάθε προσπάθεια. Έτσι κι έγινε: ο Κάλλος φωνάζει πίσω τον Τσουπρά: «πάμε πίσω. Τελειώσαμε». Κατεβαίνουν, ο Τσουπράς όμως φεύγοντας από το BC, δίνει μια υπόσχεση: «θα γυρίσουμε».
Ο Τσουπράς είναι αναμφισβήτητα ο καλύτερος ορειβάτης εκείνων των χρόνων. Τριάντα έξη χρονών, ακατάβλητος, επίμονος , με εξαιρετικές τεχνικές ικανότητες. Τα Ιμαλάια είναι η φυσική συνέχεια των σπουδαίων αναβάσεων του στις ορθοπλαγιές των Άλπεων. Είχε φτάσει λίγο κάτω από την ποθητή κορυφή, ήξερε ότι θα μπορούσε να είχε ανέβει. Και τήρησε την υπόσχεση του, γιατί επέστρεψε λίγους μήνες μετά, το φθινόπωρο του 98. Αυτή τη φορά με τον ΕΟΣ Αθήνας και τους Γιάννη Κατριβάνο (αρχηγός), Παύλο Τσιαντό, Νίκο Χατζή και Παναγιώτη Κοτρωνάρο. Η ομάδα εγκλιματίζεται σιγά – σιγά, ο καιρός δεν είναι τέλειος, αλλά δεν είναι και κακός. 30 Σεπτέμβρη οι Κοτρωνάρος και Τσουπράς ξεκινούν για την τελική προσπάθεια. Κοιμούνται στην Κ2 το βράδυ και συνεχίζουν μέσα σε βαθύ χιόνι για πάνω την επόμενη. Συναντούν μια ομάδα Γιαπωνέζων που πανευτυχείς κατεβαίνουν από την κορυφή που μόλις ανέβηκαν. Αυτό τους δίνει πίστη για την επιτυχία. Φτάνουν κατάκοποι στην Κ3 στα 7500. Αφυδάτωση και κούραση.

Αργούν να ξεκινήσουν το πρωί. Ο Κοτρωνάρος προτείνει να μην το επιχειρήσουν, ο καιρός κάθε απόγευμα έκλεινε. «Μπορεί να μην έχουμε άλλη ευκαιρία» του απαντά ο Τσουπράς. Του αφήνει τον ασύρματο και παίρνει μόνο το αλτίμετρο ώστε να μη χάσει την τραβέρσα στην επιστροφή. Ο Τσουπράς ρισκάρει, αλλά πιστεύει στις ικανότητες του, πιστεύει ότι και να χαλάσει ο καιρός θα είναι κάτι παροδικό. Ο Κοτρωνάρος τον βλέπει να προχωρά αργά αλλά σταθερά. Προσπαθεί να τον ακολουθήσει, αλλά κάνει δυόμισι ώρες για 150μ. υψομετρική. Εγκαταλείπει.
Από το BC ο Κατριβάνος παρακολουθεί με τηλεσκόπιο την προώθηση του Τσουπρά. Περνά τη Διαγώνιο, ανεβαίνει, είναι μόλις λίγα μέτρα κάτω από την κορυφή. Τα μέλη των άλλων αποστολών των συγχαίρουν, ναι έφτασε, αλλά τι είναι σίγουρο σε ένα βουνό 8000 μέτρων; Ένα σύννεφο σκεπάζει την κορυφή και κανείς δεν τον ξαναείδε. Ο Κοτρωνάρος τον περιμένει όλο το βράδυ μέσα σε μια σκηνή που η χιονοθύελλα προσπαθούσε να πετάξει απ’ το βουνό. Φτιάχνει τσάι να υπάρχει ζεστό, ο Τσουπράς είναι σκληρό καρύδι μπορεί να αντέξει ένα βράδυ έξω στα 8000μ. Θα γυρίσει. Την επόμενη μέρα (3/10) ξεκινά βοήθεια. Ο Τσιαντός φτάνει τελικά δυο μέρες μετά μέχρι τα 7900 μέσα σε βαθύ χιόνι. Μάταιο.
Ο Κοτρωνάρος μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, γράφει ένα κείμενο για το ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ που εξιστορεί την ανάβαση. Του δίνει τον τίτλο «Dhaulagiri – το βουνό των Ελλήνων». Έχει δίκιο, κανένα άλλο βουνό δεν έχει σημαδέψει τόσο τη μικρή ελληνική ορειβατική κοινότητα.
Οι προσπάθειες του Συκάρη
Τα χρόνια περνούν, οι αποστολές των Ελλήνων μετά την επιτυχία του Everest 2004 αραιώνουν. Ίσως η οικονομική κρίση, τα κόστη που ανεβαίνουν, η έλλειψη ενδιαφέροντος, η παρακμή των συλλόγων ή όλα αυτά μαζί. Αλλά ο Συκάρης θέλει να ξαναγυρίσει στο βουνό που είχε προσπαθήσει πριν 21 χρόνια και το 2019 είναι πάλι εκεί. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε: μεγαλύτερη εμπειρία (έχει ανέβει ήδη σε Everest, Lhotse, Manaslu και Kangchenjunga), καλύτερος εξοπλισμός και καλύτερη οργάνωση αφού η αποστολή είναι οργανωμένη από γραφείο. Μόλις φτάνει στο BC τοποθετεί δυο αναμνηστικές πλάκες για τους δυο Έλληνες που έμειναν για πάντα εκεί. Φτάνει η μέρα της τελικής προσπάθειας. Έχει για σχοινοσύντροφο τον Dawa. Φτάνουν ψηλά στη Διαγώνιο κάπου στα 7800. Είναι μόνοι τους χωρίς σταθερό σχοινί, δεμένοι σε σχοινοσυντροφιά. Ο καιρός δεν είναι καλός, αμφιβάλλουν για το σωστό δρομολόγιο, σίγουρα δεν είναι η μέρα του και αποφασίζουν να επιστρέψουν.
Επιστρέφει ξανά το 21, αλλά ο covid δεν αφήνει κανέναν να προσπαθήσει. Και ξαναέρχεται πάλι με τον Dawa, αρχές Απρίλη του 22. Βρίσκει μόνο μια ομάδα που οδηγεί ο Mingma. Έχουν ήδη εξοπλίσει με σταθερά σχοινιά τη διαδρομή και η ομάδα του που είναι εδώ από το Μάρτη, είναι καλά εγκλιματισμένη. Στις 10/4 κάνουν κορυφή. Το βουνό έχει παγωμένο χιόνι, προσφέροντας ιδανικές συνθήκες. Ο Mingma τους προτρέπει για πάνω: «το βουνό είναι τέλειο, ο καιρός τέλειος, τα σταθερά σχοινιά εκεί. Δύσκολα θα βρείς καλύτερη ευκαιρία. Είναι η ευκαιρία σου». Όμως ο Συκάρης με μόνο 10 μέρες στο βουνό, δεν είναι εγκλιματισμένος, ο οργανισμός χρειάζεται αρκετές μέρες ακόμα, άλλωστε το πλάνο για κορυφή είναι μετά τις 20 του μήνα. Είναι λογικό να περιμένουν, αλλά αισθάνεται δυνατός και το βουνό είναι εκεί, λαμποκοπά μέσα σε ένα εκτυφλωτικό μπλε του ουρανού. Πώς να αντισταθεί; Είναι η ευκαιρία του.
Ο Mingma και η ομάδα του φεύγουν. Είναι πια μόνοι στο βουνό. Να περιμένουν την επόμενη αποστολή της SST που θα φτάσει σε λίγες μέρες; Αλλά θα έχουν ευκαιρία τότε; Όχι, τώρα είναι η στιγμή. Παίρνουν από μια μπουκάλα οξυγόνο και ανεβαίνουν πολύ γρήγορα. Την επόμενη μέρα είναι στο camp3. Παραπονιέται λίγο για την αφυδάτωση και την κούραση, αλλά νωρίς στις 11/4 ξεκινούν. Πάνε λίγο πιο σιγά, όμως ναι, φτάνουν κορυφή. Στην κορυφή του Dhaulagiri, στο Όνειρο.

Μας στέλνει τον ενθουσιασμό του, αφιερώνει την ανάβαση στο Νίκο, το Μπάμπη, τον αδικοχαμένο Ερμή και στην οικογένεια του. Στέκονται στην κορφή για πάνω από μισή ώρα. Ίσως η κούραση, ίσως το Όνειρο. Ξεκινούν την κατάβαση. Η κούραση είναι πια μεγάλη, το σώμα δεν ανταποκρίνεται, οξυγόνο δεν υπάρχει για να βοηθηθεί, οι ώρες περνούν αργά, η κατάβαση όλο και πιο αργή. Ο Dawa προσπαθεί να τον τραβήξει, ειδοποιεί για βοήθεια, αλλά δεν υπάρχει κανείς στο βουνό να προστρέξει, είναι μάταιο πια, ο Αντώνης είναι τώρα με το Νίκο, το Μπάμπη, τον Ερμή και όλους αυτούς που δεν γύρισαν απ’ τις κορφές.
Έτσι κάπου εκεί στα 7400 μέτρα, αργά το βράδυ προς ξημέρωμα της 12/4, τελειώνει προς το παρόν η ιστορία μας. Μια ιστορία σε ένα βουνό που έχει σημαδέψει την ελληνική ορειβασία αλλά και μια ιστορία που έχει παιχτεί αναρίθμητες φορές πάνω στα βουνά. Κι αν σε κάποιους από εσάς όλα αυτά φαίνονται παρανοϊκά και παράλογα, σας διαβεβαιώνω ότι δεν έχετε δίκιο, όμως –το ξέρω- δεν έχω και κανένα επιχείρημα για το αντίθετο.