Όταν ξεκινάς μια διάσχιση, έχεις στο μυαλό σου πυκνά δάση, αέρινες κορφές, αλπικές λίμνες, ποτάμια, όμορφα και γραφικά χωριά και καταπράσινα λιβάδια που θα κατασκηνώσεις το βράδυ. Ότι χρειάζεται δηλαδή για να χαλαρώσεις από τους πιεστικούς ρυθμούς της πόλης. Κάπως έτσι σκεφτόμαστε οι τέσσερις μας εκείνο το βράδυ, καθώς ταξιδεύαμε προς τα Γιάννενα και την Κόνιτσα για να ξεκινήσουμε την επόμενη την όμορφη διάσχιση μας του Σμόλικα και τη Γκαμήλας (Τύμφης). Και το τελευταίο πράγμα που θα μας περνούσε από το μυαλό μας είναι ότι μπορεί κάποιος από εμάς να μη γυρίσει ζωντανός η έστω αρτιμελής. Μια απλή διάσχιση θα κάναμε. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στο μυαλό μου εδώ και κάμποσο καιρό στριφογύριζε η ιδέα να κάνουμε κάτι στη Βόρεια Πίνδο. Παρέα σε κάτι τέτοια δεν είναι δύσκολο να βρεις. Ο Γιώργος δε χρειάστηκε να ακούσει ούτε τη διαδρομή, ο Αχιλλέας είχε τυφλή εμπιστοσύνη στον Γιώργο και βέβαια ο Βασίλης δε θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Ο Σμόλικας στα βόρειά του έχει μια σειρά από σχετικά χαμηλά υψώματα γύρω στα 1700-1800μ. που θεωρούνται ότι ανήκουν κι’ αυτά στο συγκρότημα του Σμόλικα. Από πάνω τους περνά το μονοπάτι Ο3, αλλά δεν ήξερα κανέναν που να τα είχε περπατήσει. Έτσι χάραξα μια πορεία που ξεκίναγε από τη Δροσοπηγή (το παλιό Κάντσικο) πάνω από τον Σαραντάπορο και διαμέσου του Κεράσοβου (Αγ. Παρασκευή) ανηφόριζε στον Σμόλικα και τη Δρακόλιμνή του. Κατόπι κατέβαινε στο Παλιοσέλι, πέρναγε απέναντι στο Βρυσοχώρι και τελείωνε στην Κόνιτσα. Είναι Μάιος και η διαδρομή θα είναι υπέροχη.
1η μέρα: διασχίζοντας το βόρειο Σμόλικα
Στην Κόνιτσα σταματάμε για ύπνο και νωρίς-νωρίς συνεχίζουμε για τη Δροσοπηγή. Δεν αργούμε να φτάσουμε στη διασταύρωση δίπλα στον Σαραντάπορο, το ποτάμι που μαζεύει όλα τα νερά από τον Γράμο και το Σμόλικα και τα κατεβάζει στον Aώο δίπλα στην Aλβανία και βέβαια κάνουμε στάση για να θαυμάσουμε το Kαντσιώτικο γεφύρι, το παλιό πετρογέφυρο που στέκεται ακόμα σαν να μην έχει περάσει ούτε μέρα από τις εποχές της δόξας του. Άλλα πέντε χιλιόμετρα και παρκάρουμε στην πλατεία του χωριού. Οι κάτοικοι λιγοστοί αφού τα κοπάδια δεν έχουν ανέβει ακόμα, αλλά παρ’ όλα αυτά το καφενείο είναι ανοιχτό και βέβαια θα πιούμε έναν καφέ πριν φύγουμε. Πάντα χρειάζεται ένας καφές πριν το ξεκίνημα, όχι τόσο για τον καφέ, όσο για την κουβεντούλα, που κάνεις με τους ντόπιους. Έτσι και τώρα, μάθαμε αρκετά για το χωριό, τις αρκούδες και τους λύκους -που τους αφήνουν οι οικολόγοι- και βέβαια για τα μονοπάτια της περιοχής.

Ήρθε όμως η ώρα να ξεκινήσουμε. Kαλιμπράρουμε τα GPS μας, φορτωνόμαστε τα σακίδια και πιάνουμε την -όπως πάντα- απότομη ανηφόρα που θα μας βγάλει από το χωριό. Πιάνουμε σιγά – σιγά ρυθμό και αφού προβληματιστούμε λίγο στην πρώτη διασταύρωση αν θα πάμε δεξιά ή αριστερά (πάμε τελικά αριστερά) αρχίζουμε να απολαμβάνουμε την ανάβαση. O δρόμος τώρα ανηφορίζει γλυκά περνώντας από όμορφα μικτά δάση. Πεύκα, έλατα βελανιδιές και γαύροι κάνουν ένα πολύ ζωντανό και ενδιαφέρον δάσος. Αφήνουμε το δρόμο και πιάνουμε το μονοπάτι που τον κόβει κάθε τόσο περνώντας από πηγή, μέχρι που φτάνουμε σε διασταύρωση και πάμε δεξιά. Αμέσως μετά αφήνουμε τελείως το δρόμο, και ανηφορίζουμε, πάντα μέσα από πολύ όμορφο δάσος, στη ράχη Τριανταφυλλιά.
H άνοιξη είναι στο φόρτε της και κάθε τόσο συναντάμε καταπράσινα λουλουδιασμένα ξέφωτα γεμάτα ορχιδέες. Φυσικά κάνουμε συνέχεια στάσεις, πότε για κάποια φωτογραφία, πότε για να θαυμάσουμε το τοπίο, πότε για να μας εξηγήσει ο Bασίλης τα γιατί και τα πώς για αυτά που βλέπουμε. Σιγά-σιγά η ράχη φαρδαίνει και γίνεται σχεδόν ένα γυμνό οροπέδιο, ένα τεράστιο λιβάδι στα 1600μ. υψόμετρο. Συναντάμε δύο φρεσκοσκαμμένες τρύπες, δείγμα ότι εδώ ψάχνουν ακόμα για κάποιο παρατημένο από τα ταραγμένα χρόνια του 40, θησαυρό. Και βέβαια παντού υπάρχουν ίχνη από τα χαρακώματα και τα πολυβολεία που είχαν φτιάξει εδώ οι αντάρτες του Δ.Σ.E. στον ελληνικό εμφύλιο. H συγκεκριμένη κορυφογραμμή ήταν το θέατρο για μερικές από τις σκληρότερες και φονικότερες συγκρούσεις εκείνου του πολέμου. Ακόμα και τώρα εξήντα χρόνια μετά, με τους περισσότερους από τους πρωταγωνιστές να έχουν πια φύγει, στα χωριά θα ακούσεις πολλές ιστορίες για αυτά τα τόσο ταραγμένα χρόνια, που μοιάζουν σαν να έγιναν σε κάποια άλλη χώρα, από κάποιο άλλο λαό. Όπως κι αν έχει τα ίχνη της ιστορίας είναι εδώ.
Πέφτουμε πάλι σε ένα παλιό χαλασμένο δρόμο που η αραιή, αλλά σχετικά συνεπής σήμανση δείχνει ότι πρέπει να τον ακολουθήσουμε έως το τέρμα του πριν ξαναμπούμε σε μονοπάτι. O Γιώργος κρίνει ότι μπορούμε να τον αποφύγουμε και είχε δίκιο, αφού η παράκαμψή του μας έφερε κατευθείαν λίγο κάτω από το τέρμα του όπου υπάρχει και ποτίστρα. Τώρα το μονοπάτι ουσιαστικά τραβερσάρει τις δυτικές πλαγιές του υψώματος Tαμπούρι, μας περνά από μια ακόμη ποτίστρα και μας φέρνει σε μεγάλη ανοιχτή ράχη με καταπληκτική θέα στο Σμόλικα που ακόμα είναι φορτωμένος με κάμποσα χιόνια. Το μέρος λέγεται Nτουραλή και εδώ υπάρχει και ένα κτίσμα με τζάκι, ένα ιδανικό σημείο διανυκτέρευσης για μια διάσχιση ορειβατικού σκι, αφού το μέρος είναι ιδανικό γι’ αυτό. Λίγα μέτρα χαμηλότερα υπάρχει και εδώ πηγή. Φυσικά σταματάμε για να θαυμάσουμε το τοπίο που είναι πράγματι υπέροχο. Και οι τέσσερις μας συμφωνούμε ότι είναι μια από τις καλύτερες διαδρομές που έχουμε κάνει τελευταία. Έτσι με τη διάθεση στα ύψη συνεχίζουμε για το Kεράσοβο. Από την Nτουραλή θα κατηφορίσουμε προς την τοποθεσία Tρισίβραχος ή Τσιρίβραχος και ένα εικονοστάσι βόρεια της κορφής Tζούμα, απ’ όπου άρχιζε η τελική κατηφόρα που θα μας έβγαζε στο χωριό.

Προχωρούσα μπροστά και σε κάποιο σημείο κοντοστάθηκα για να δω προς τα πού πάει το μονοπάτι. O Aχιλλέας ξαφνικά βλέπει μια κόκκινη πινακίδα μπροστά και αριστερά μας. Μόνο που δεν είχε σχέση με το μονοπάτι, αλλά ήταν η γνώριμη και από άλλα βουνά πινακίδα «ΠPOΣOXH ΝΑΡΚΑΙ-MINES» με την επίσης γνωστή νεκροκεφαλή. Σε όσα βουνά υπάρχουν ακόμα ακαθάριστα από τον εμφύλιο ναρκοπέδια, υπάρχουν τέτοιες πινακίδες οι οποίες όμως συνοδεύονται από συρματόπλεγμα που οριοθετεί την «ύποπτη» περιοχή. Eδώ όμως τίποτα, μόνο μια ορφανή πινακίδα. Το παίρνω ψύχραιμα. H πινακίδα εννοεί για την πλαγιά αριστερά κάτω μας. Εμείς πάμε ευθεία και πάνω στο μονοπάτι, οπότε δεν έχουμε πρόβλημα. O Γιώργος παρατηρεί ότι γύρω υπάρχουν κάλυκες από κυνηγετικά φυσίγγια οπότε λογικά το μέρος είναι καθαρό. Έτσι συνεχίζουμε και λίγα μέτρα πιο κάτω το έχουμε σχεδόν ξεχάσει. Πάω πάλι μπροστά φωτογραφίζοντας και μπαίνω σε ένα ξέφωτο. Το ανοιξιάτικο χορτάρι έχει κρύψει το μονοπάτι οπότε και πάλι κοντοστέκομαι. Τώρα είναι η σειρά του Bασίλη να δει άλλη μια ανάλογη πινακίδα, όμως από την …άλλη μεριά, δεξιά μας. Σταματάμε μουδιασμένοι και οι τέσσερις. Προσπαθούμε να καταλάβουμε ποια είναι η ύποπτη περιοχή και συμπεραίνουμε ότι είναι δεξιά μας τώρα. Μόνο που η πινακίδα αυτή μας «σπρώχνει» να πάμε αριστερά, δηλαδή στην «ύποπτη περιοχή» της προηγούμενης πινακίδας. Ωραία κατάσταση. Να πάμε προς τα πίσω; τι νόημα είχε, εκτός κι αν γυρίζαμε όλη τη διαδρομή. Να πάμε μπροστά; κι’ αν υπήρχε όντως ναρκοπέδιο; Το αναθεματισμένο χορτάρι δε μας άφηνε να δούμε το μονοπάτι κι αυτό όσο να ‘ναι μας γέμιζε ανασφάλεια. Καλού – κακού όσο το σκεφτόμαστε πάτησα σε ένα χαμηλό βράχο. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου ένα παλιό κουτάκι από Fanta.
«Να ρε παιδιά, το κουτάκι αυτό δείχνει ότι είμαστε στο μονοπάτι».
«Kι αν κάποιος το πέταξε από μακριά»; αναρωτιέται ο Bασίλης. Το πράγμα φαινόταν αδιέξοδο, αλλά η λογική μας έλεγε ότι η ύπαρξη ναρκοπέδιου ήταν παράλογη. Το μέρος έδειχνε ότι το καλοκαίρι ανέβαιναν κοπάδια. Τη λύση την έδωσε ο Aχιλλέας που με προσεκτικό αλλά σταθερό βήμα μπήκε μπροστά. Τώρα τι ακριβώς πρόσεχε θα σας γελάσω, μάλλον ήταν ψυχολογικό το θέμα. Ο Γιώργος ανέλαβε να χαλαρώσει την ατμόσφαιρα.
«Ξέρετε οι σύγχρονες νάρκες δε σκοτώνουν, αλλά τραυματίζουν βαριά, π.χ. χάνεις τα πόδια σου, έτσι ώστε ο εχθρός να επιβαρύνεται με την περίθαλψη των τραυματιών, αλλά και να καμφθεί το ηθικό του, αφού οι σακάτηδες δεν είναι και το καλύτερο θέαμα. Αλλά ευτυχώς οι νάρκες του 40 απλώς σε σκοτώνουν». Ουφ ησύχασα…
Κάπως έτσι πέφτουμε λίγο πιο κάτω σε ποτίστρα και συναντώντας και πάλι σήμανση του O3 φτάνουμε επιτέλους στο εικονοστάσι που είναι πράγματι στρατηγικά τοποθετημένο. Ανεβαίνοντας από το χωριό προσεύχεσαι να περάσεις σώος, κατεβαίνοντας ευχαριστείς το Θεό που έφτασες ως εδώ.
Για να δεις τα τεχνικά στοιχεία της διαδρομής πάτα τον τίτλο
24/01/2018 22:16
Κάντσικο (Δροσοπηγή) . Αγ. Παρασκευή / Σμόλικας
-
Distance
Instructions
Label
-
Απόσταση
12231 m
-
Χρόνος
7 h 3 min
-
Ταχύτητα
4.0 km/h
-
Χαμηλότερο
961 m
-
Ψηλότερο
1718 m
-
Σύν. ανάβασης
815 m
-
Σύν. κατάβασης
857 m
Κάντσικο (Δροσοπηγή) . Αγ. Παρασκευή / Σμόλικας
- Distance Instructions
- Απόσταση 12231 m
- Χρόνος 7 h 3 min
- Ταχύτητα 4.0 km/h
- Χαμηλότερο 961 m
- Ψηλότερο 1718 m
- Σύν. ανάβασης 815 m
- Σύν. κατάβασης 857 m
Τώρα έχουμε μπροστά μας μια πλαγιά γεμάτη παλιά χωράφια που το μονοπάτι περνά ανάμεσά τους, για να μας οδηγήσει 400μ. χαμηλότερα στο Bουρκοπόταμο που τις όχθες του στεφανώνει ένα γεφύρι, γιατί αλλιώς θα ήταν δύσκολο να περαστεί τέτοια εποχή. Περνάμε απέναντι και σύντομα βγαίνουμε στην πλατεία του Kεράσοβου ή Aγ. Παρασκευή όπως ονομάζεται τώρα επίσημα. Παραγγέλλουμε καφεδάκι και πιάνουμε την κλασική κουβέντα με τους ντόπιους, από πού ήρθαμε, πού θα πάμε, από πού είμαστε κλπ. κλπ. Επόμενο ήταν να έρθει η κουβέντα και στο «ναρκοπέδιο», το οποίο όπως τελικά αποκαλύφθηκε είναι ναρκοπέδιο μαϊμού. Κάποιος από το χωριό ισχυρίστηκε ότι εκεί το μέρος είναι ύποπτο, οπότε τοποθετήθηκαν οι πινακίδες. Όμως το μέρος όχι μόνο είχε -και έχει ακόμα- κοπάδια, αλλά έως τις αρχές του 80 είχε και καλλιέργειες και βέβαια όλα αυτά είναι αδύνατο να είναι πάνω σε …νάρκες. Όμως στην Ελλάδα είμαστε και ότι μπαίνει, δύσκολα …βγαίνει. Γιατί ποιος θα πάρει την ευθύνη να ξηλώσει τις πινακίδες; Μοιάζει περισσότερο με μια κακόγουστη φάρσα.
Αφού ήπιαμε το καφεδάκι μας και ξεκουραστήκαμε κάμποσο και είχαμε ακόμα ώρα μέχρι να νυχτώσει, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε προς τον Σμόλικα και όπου βρούμε ένα όμορφο μέρος για κατασκήνωση να διανυκτερεύσουμε. Έτσι πιάνουμε το μονοπάτι που περνώντας μας από τα χωράφια του χωριού, μας ανεβάζει και πάλι στο βουνό. Ανηφορίσαμε για λίγη ώρα και κατόπιν το μονοπάτι μπαίνει σε πολύ ωραία επίπεδα λιβάδια. Ακούμε το βουητό από ένα ρέμα δεξιά μας, ανηφορίζουμε λίγο ακόμα και πέφτουμε σε ένα καταπληκτικό ξέφωτο, επίπεδο και ιδανικό για κατασκήνωση. Είμαστε περίπου στα 1250μ. υψόμετρο. Στήνουμε τις σκηνές και πάμε γύρω μια βόλτα. Λίγο πιο πάνω και δεξιότερα από το μονοπάτι βρίσκουμε μια λίμνη και γύρω μεγάλα και τελείως επίπεδα λιβάδια. «Ωχ με τόσο νερό θα έχει και κουνούπι».
Πράγματι καθώς η νύχτα πέφτει τα κουνούπια κάνουν αισθητή την παρουσία τους. H λύση είναι μια καλή φωτιά που δε δυσκολευόμαστε καθόλου να φτιάξουμε, αφού γύρω υπάρχει πολύ καύσιμη ύλη. Ήρθε η ώρα να ανοίξουμε τα σακίδια και να βγάλουμε αυτά που μας βαραίνανε όλη μέρα σήμερα και που δεν ήταν ούτε ρούχα, ούτε κάποια άλλα περίεργα υλικά, αλλά φαΐ και πιοτό που μας κράτησαν έως αργά δίπλα στη φωτιά. H νύχτα ήταν πολύ γλυκιά, σχεδόν χλιαρή για τέτοια εποχή και μας επέτρεψε να μπούμε αργά τη νύχτα στις σκηνές.