Αν και ο Ταΰγετος, από τα πιο δημοφιλή βουνά της πατρίδας μας, έχει πολλά σημασμένα μονοπάτια και υπάρχουν αξιόπιστοι χάρτες, δε παύει να είναι ένα δύσκολο και άγριο βουνό με πολλά «κρυφά» κομμάτια. Έτσι όταν καθίσαμε με το Φαέθωνα να χαράξουμε μια διάσχιση του από δύση σε ανατολή, προσπαθήσαμε να βάλουμε μέσα κομμάτια που δεν ήταν και πολύ γνωστά. Στο μέτρο του δυνατού πάντα.

Καταλήξαμε το σημείο εκκίνησης να είναι η Βέργα, ένα χωριό λίγο έξω από τη Καλαμάτα, ουσιαστικά ένα προάστιό της. Θα ανηφορίζαμε το Καλάθιο, ένα μικρό βουνό ή μάλλον ένα πρόβουνο του Ταύγετου και θα βγαίναμε στα μικρά και έρημα Πηγάδια. Από εκεί θα ανηφορίζαμε τη Κοσκάραγα, θα περνάγαμε από τη Παναγιά τη Καψοδεματούσα και ανηφορίζοντας μέσα από την κάπως άγνωστη χαράδρα νότια από τη κορφή Κόζα θα βγαίναμε στη κορυφογραμμή και το Βοτανικό Σταθμό. Έπειτα θα κατηφορίζαμε Αναβρυτή και κατόπι περνώντας από τη Μ. Φανερώμένης θα καταλήγαμε στο Μυστρά. Μια πράγματι ενδιαφέρουσα και αρκετά ασυνήθιστη πορεία. Είχαμε στη διάθεσή μας όμως μόνο δύο μέρες και έτσι ορίσαμε τη διανυκτέρευση στην Καψοδεματούσα που είναι σχεδόν στη μέση της πορείας. Θα θέλαμε άλλη μία ημέρα για να ήμασταν κάπως πιο χαλαροί, άλλωστε ήταν ακόμα Μάρτης και η μέρα ήταν μικρή.

1η μέρα: από τη Βέργα στην Καψοδεματούσα

Έτσι Παρασκευή βράδυ απλώναμε τους υπνόσακούς μας λίγο πάνω από τη Βέργα και κάτω από ένα καθαρό έναστρο ουρανό. Κάτω τα φώτα της Καλαμάτας και η θάλασσα, έδιναν ένα πολύ ευχάριστο τόνο. Κουρασμένοι, μετά από μια εβδομάδα δουλειάς –και σχολείου- κοιμηθήκαμε αποκαμωμένοι.

Ανηφορίζοντας προς την πάνω Βέργα

Με το πρώτο φως ήμασταν όρθιοι. Η διαδρομή ήταν αρκετά μεγάλη και καλό ήταν να αρχίζαμε όσο νωρίτερα μπορούσαμε. Ένα γρήγορο πρωινό, λίγη κουβεντούλα με τους περαστικούς που ξεκίναγαν για το κλάδεμα της ελιάς –που εδώ είναι παντού- γέμισμα των σακιδίων και είμαστε έτοιμοι. Το μονοπάτι ξεκινά λίγο μετά τα πάνω σπίτια του χωριού και είναι σημασμένο με κόκκινο σημάδι, πράγμα που κάνει τα πράγματα πολύ εύκολα. Αρχίζουμε την ανηφόρα. Είμαστε περίπου στα 300μ. υψόμετρο και θα ανέβουμε έως τα 1300μ. περίπου. Το μονοπάτι ελίσσεται ανάμεσα στις πεζούλες πάνω από το χωριό, πεζούλες που είναι φυτεμένες αποκλειστικά με ελιές, ουσιαστικά είναι ο ελαιώνας του χωριού. Σε πολλά σημεία περπατάμε πάνω σε λιθόστρωτο, κάτι που μαρτυρεί ότι ήταν η κύρια οδός επικοινωνίας της Πάνω Βέργας με τη Κάτω και βέβαια την Καλαμάτα. Το τοπίο είναι πολύ γλυκό και ήμερο. Ακόμα ο ήλιος δε μας έχει πιάσει, αλλά η ζέστη έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή.

Βγαίνουμε σε καινούργιο φαρδύ δρόμο που κόβει το μονοπάτι. Το πρανές από πάνω μας είναι πολύ ψηλό και ανησυχούμε κατά πόσο θα μπορέσουμε να βρούμε τη συνέχειά του μονοπατιού. Αλλά τι έκπληξη: ο εργολάβος έχει χαράξει μια ράμπα που μας επιτρέπει να ξεπεράσουμε το εμπόδιο και μας οδηγεί κατευθείαν στη συνέχεια του μονοπατιού. Ομολογώ ότι τέτοιες ευαισθησίες είναι σπάνιες. Ένα παράδειγμα για το πώς μερικά απλά πράγματα, με μηδενικό κόστος, μπορούν να κάνουν τη ζωή μας ευκολότερη, αλλά πάνω απ’ όλα να μας κάνουν να νιώσουμε ότι υπάρχουμε σαν πολίτες (και εμείς οι πεζοπόροι). Συνεχίζουμε λοιπόν στο ίδιο μοτίβο, ανάμεσα σε ελιές και ξερολιθιές, μόνο που σιγά-σιγά ο ήλιος ανεβαίνει και ο ιδρώτας αρχίζει να κυλά. Κι’ όμως είναι μόλις Μάρτης. Τελικά όπως δείχνουν τα πράγματα, ο χειμώνας σιγά-σιγά αρχίζει να εκλείπει από το ελληνικό κλίμα και το μόνο που μένει είναι κάποια διαλείμματα κρύου, μεταξύ της ζέστης.

Φαίνονται τα πρώτα σπίτια της Πάνω Βέργας. Βγαίνουμε σε ξωκλήσι με καταπληκτική θέα και με λίγη ακόμα ανηφόρα στο χωριό. Είναι Σάββατο, το χωριό είναι άδειο από κατοίκους. Πράγματι δε βλέπουμε κανέναν. Όμως δεν υπάρχει ανάγκη να ρωτήσουμε για τη συνέχεια του μονοπατιού αφού η σήμανση είναι κάτι παραπάνω από προφανής.

Στα σοκάκια της πάνω Βέργας

Έτσι περνώντας μέσα από τα στενά σοκάκια γρήγορα βρισκόμαστε να το αγναντεύουμε από ψηλά. Το μονοπάτι δεν είναι πλέον λιθόστρωτο, αλλά παραμένει καλοπατημένο και ευκρινές και μας οδηγεί στα εγκαταλελειμμένα πλέον χωράφια του χωριού. Εδώ είμαστε σε μια λάκα, με εντυπωσιακές, καλοφτιαγμένες ξερολιθιές, το απαραίτητο αλώνι και ένα – δυο γκρεμισμένα πλέον αγροτόσπιτα. Όσες φορές και αν έχουμε αντικρίσει  ένα τέτοιο τοπίο,  πάντα εντυπωσιαζόμαστε από την επιμονή και την υπομονή των παλιών.

Πάνω από τη λάκα αρχίζει το ελατόδασος. Το μονοπάτι κάνει ένα δύο καγκέλια και χώνεται σ’ αυτό. Περπατάμε σιωπηλοί, όπως και το χειμωνιάτικο ακόμα δάσος, κερδίζοντας συνεχώς ύψος, χωρίς όμως η ανηφόρα να είναι έντονη και σύντομα συναντάμε διασταύρωση. Δεξιά επάνω, το σημασμένο μονοπάτι φεύγει προς τον πρφ. Ηλία, ένα ξωκλήσι πάνω από το χωριό με καταπληκτική θέα. Εμείς το αγνοούμε αφού ο χρόνος μας πιέζει και συνεχίζουμε ευθεία σε όχι πια και τόσο ευκρινές μονοπάτι με αραιή κόκκινη μπογιά για σήμανση. Πέφτουμε αμέσως σε λάκες και κατόπι σε δρόμο που έρχεται από το χωριό. Εδώ χρειάζεται να βγει ο χάρτης. Πρέπει να πάμε αριστερά και έτσι κάνουμε. Ακολουθούμε το δρόμο για λίγες εκατοντάδες μέτρα και μόλις βρίσκουμε δεξιά μας άνοιγμα, βρίσκουμε και το μονοπάτι. Τώρα βέβαια μην περιμένετε και κανένα φοβερό μονοπάτι. Ένα συνονθύλευμα από γιδόστρατα που είναι ότι πρέπει για να αμφιβάλλεις μονίμως για το δρόμο σου. Τα αραιά σημάδια όμως βοηθάνε τη κατάσταση και πάνω που αρχίζουμε να ψαχνόμαστε αυτά μας βοηθούν να βρούμε τη συνέχεια. Ο Φαέθωνας δίπλα μου μονολογεί. «Ωχ πάλι ταλαιπωρία μου μυρίζετε». Ελπίζω να μην τον απογοητεύσω.

Σε μια λάκα νότια από το Καλάθιο: «Βαγγέλης Χειλάς, 1910-1943. Έπεσε υπέρ πατρίδος 17-8-1943».

Έχουν περάσει κάμποσες ώρες από την ώρα που ξεκινήσαμε και αρχίζουμε να πεινάμε. «Μόλις βρούμε ένα όμορφο μέρος σταματάμε», απαντάω στις εκκλήσεις του Φαέθωνα για στάση και κολατσιό. Πράγματι σχεδόν αμέσως βγαίνουμε σε ένα πολύ όμορφο και τελείως επίπεδο λιβάδι, ανάμεσα στις κορφές 1393 και 1386. Εδώ είναι ότι πρέπει. Έχουμε έτοιμα από το σπίτι δυο λαχταριστά σάντουϊτς. Στην άλλη μεριά του ξέφωτου υπάρχει ένα γκρεμισμένο αγροτόσπιτο. Μας φαίνεται αδιανόητο ότι εδώ ζούσαν κάποτε εκατοντάδες ή μάλλον χιλιάδες κόσμος. Σιγά – σιγά βάζει συννεφιά και ο καιρός αρχίζει και ψυχραίνει. Φοράμε ένα λεπτό φλις και σηκωνόμαστε για να συνεχίσουμε. Τόσα χρόνια στα βουνά, όλα μου φαίνονται πια «χαλαρά»: το μονοπάτι θα βρεθεί, ο καιρός όσο και να χαλάσει κάπου θα βρούμε καταφύγιο, το σακίδιο πρέπει να περιέχει τα απολύτως απαραίτητα κλπ. κλπ. Πιάνουμε το μονοπάτι που διασχίζει το ξέφωτο και κατεβαίνει σε παλιά χωράφια. Από εκεί χωνόμαστε σε μια δασωμένη ρεματιά, όμως το μονοπάτι χάνεται τελείως. Συνεχίζουμε τελείως χύμα, το ελατόδασος τελειώνει και βγαίνουμε σε μια πλαγιά με αραιούς θάμνους. Παντού γιδόστρατες, αλλά μονοπάτι πουθενά.

Για να δεις τα τεχνικά στοιχεία της διαδρομής πάτα τον τίτλο


02/05/2018 09:48

Άνω Βέργα - Κοσκάραγα - Αναβρυτή / Ταΰγετος

Επικόλησε τον παρακάτω κώδικα HTML iframe στην ιστοσελίδα ή το blog σου:

  • Distance Instructions
Label
  • Απόσταση 25997 m
  • Χρόνος 16 h 14 min
  • Ταχύτητα 4.0 km/h
  • Χαμηλότερο 684 m
  • Ψηλότερο 1764 m
  • Σύν. ανάβασης 2230 m
  • Σύν. κατάβασης 2313 m

Στο βάθος χαμηλότερα, διακρίνουμε ένα μεγάλο οροπέδιο. «Εντάξει, καλά πάμε», καθησυχάζω το Φαέθωνα. Σύντομα κατεβαίνουμε στην άκρη του οροπεδίου. Οι πεζούλες (παντού στη Μάνη υπάρχουν πεζούλες) είναι φτιαγμένες αμφιθεατρικά, κάνοντάς τις ακόμα πιο εντυπωσιακές. Περνάμε δίπλα από ένα μαρμάρινο σταυρό ακουμπισμένο πάνω στο κορμό μιας γκορτσιάς. «Βαγγέλης Χειλάς, 1910-1943. Έπεσε υπέρ πατρίδος 17-8-1943». Κατηφορίζουμε ελαφρά στο οροπέδιο που είναι πολύ μεγάλο. Κάτι δε μου πήγαινε καλά. Είχαμε κατέβει πολύ χαμηλά και η κατεύθυνσή μας μάλλον δεν ήταν σωστή. Στο βάθος βλέπαμε θάλασσα, κάτι που δεν έπρεπε. Στο τέρμα του οροπεδίου ψάχνουμε για τη συνέχεια του μονοπατιού, αλλά το μόνο που καταφέρνουμε είναι να βρούμε ένα πηγάδι. Κάτι ήταν κι’ αυτό. «Μήπως να κοιτάζαμε το χάρτη;». Σωστή η σκέψη του Φαέθωνα. Άνοιγμα του χάρτη κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο που ξανάκανε την εμφάνισή του και ναι, απ’ ότι φαίνεται είμαστε τελείως …λάθος. Μετά το λιβάδι που κολατσίσαμε, έπρεπε να κατέβουμε μια ρεματιά, μόνο που πρώτα έπρεπε να περάσουμε από μια δεύτερη λάκα και το κυριότερο, η πορεία μας έπρεπε να είναι ανατολική και όχι …νότια. Σπουδαία τα κατάφερα.

«Δηλαδή πρέπει να ξανανέβουμε όλη αυτή τη πλαγιά;». «Όχι – όχι, υπάρχει ένα μονοπάτι που συναντά τη διαδρομή μας λίγο πιο πέρα από εκεί που τη χάσαμε. Το είδα λίγο πιο πριν, κοντά στο σταυρό». Πράγματι ένα χτιστό μονοπάτι μας οδηγεί νότια από τη κορφή Χαρανάκι (από την οποία έπρεπε κανονικά να περάσουμε βόρεια της) σε μια λάκα με έλατα. Από εκεί ακολουθώντας την κοίτη μιας ρηχής ρεματιάς ένα μονοπάτι που πότε χανόταν και πότε γινόταν καλό βγήκαμε σε ένα ξέφωτο ανάμεσα στις κορφές Χαρανάκι και Πέρα Ράχη στα 1150μ. υψόμετρο.

Πριν τη Μεγάλη Λάκα, κάτω από το Χαρανάκι.

Μπροστά μας τώρα είχαμε τη ρεματιά ή μάλλον τη κοιλάδα που έπρεπε να ήμασταν. Δε χρειαζόταν παρά να τη διασχίσουμε κάθετα έως να βρούμε το μονοπάτι μας, κλείνοντας έτσι ένα τρίγωνο. Το τοπίο είναι παράξενο, αλλά και πολύ όμορφο. Μικρές καταπράσινες λάκες, με έλατα και ξεκομμένα βράχια. Ελισσόμαστε ανάμεσα σ’ όλα αυτά και πέφτουμε επιτέλους στο μονοπάτι που έρχεται από τα δυτικά. Είμαστε πλέον στη σωστή πορεία μας. Έχουμε περάσει στην ανατολική πλευρά του Καλάθιου και μακριά στην ανατολή βλέπουμε τον  Ταΰγετο. Είναι Μάρτης, αλλά από ότι φαίνεται η κορυφογραμμή είναι ξέχιονη. Ξεραΐλα. Κατηφορίζουμε μέσα από λάκες και λιβαδάκια χωρίς πολύ σαφές μονοπάτι. Ξαφνικά συναντάμε ένα κόκκινο σημάδι. Το μονοπάτι από εδώ και κάτω και έως το δρόμο χαμηλότερα είναι σημαδεμένο. Αν όμως κάνετε τη διαδρομή ανάποδα, μη τα ακολουθήσετε, γιατί θα σας ανεβάσουν όχι στη λάκα βόρεια από το Χαρανάκι απ΄ όπου περνά η πορεία μας, αλλά στη ράχη Συρόκο. Έτσι πότε βρίσκοντας και πότε χάνοντας τα σημάδια και προσέχοντας να μη πέσουμε στη Μεγάλη Λάκα, ένα μεγάλο βύθισμα-δολίνη, φτάνουμε σε πηγάδι και αμέσως μετά σε δρόμο. Ο δρόμος αυτός έρχεται από τα Αλτομιρά και οδηγεί προς τα βόρεια. Εμείς δε θα τον περπατήσουμε καθόλου, αφού θα περάσουμε κατευθείαν απέναντι και θα συνεχίσουμε σε μια ρηχή ρεματιά διαμορφωμένη από ξερολιθιές. Κάπου μακριά ακούγονται κουδούνια. Μέχρι τώρα δεν έχουμε συναντήσει ψυχή. Πηδάμε από πεζούλα σε πεζούλα και αφήνοντας ένα μαντρί στο αριστερό μας χέρι πέφτουμε σε δρόμο και πάμε δεξιά. Το τοπίο είναι πολύ όμορφο με το ελατόδασος γύρω, τις καταπράσινες λάκες και στο βάθος τον Ταΰγετο, που από εδώ φαίνεται μακρινός. Το μεσημέρι έχει ήδη φύγει και το απογευματινό φως μας θυμίζει ότι πρέπει να βιαστούμε. Υπολογίζω ότι έχουμε χάσει λόγω του λάθους ένα περίπου δίωρο. Άραγε θα προλάβουμε να φτάσουμε στη Καψοδεματούσα; Περνάμε έξω από ένα κτήμα με σπίτι, το μοναδικό που δείχνει να κατοικείται. Πράγματι δε πέφτουμε έξω, ένα μεγάλο τσοπανόσκυλο μας γαβγίζει βαριεστημένα.

Στα έρημα Πηγάδια. Η αποθέωση της πέτρας.

Ο δρόμος λίγο πιο κάτω τελειώνει. Υπάρχουν χωράφια και ένα μεγάλο σύγχρονο μαντρί. Όλα όμως είναι έρημα. Τα Πηγάδια είναι κρυμμένα πίσω από τη ράχη δεξιά μας. Μέχρι εκεί περπατάμε ανάμεσα από παλιά χωράφια, ξερολιθιές και πουρνάρια, παράλληλα με το δρόμο ψηλότερα. Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο μονοπάτι, απλά βρίσκουμε το πιο βατό δρόμο, φροντίζοντας να μη πέσουμε πολύ δεξιά. Το μονοπάτι, όλο με νοτιοανατολική κατεύθυνση, μας ανεβάζει λίγο και μας φέρνει κάτω από το δρόμο. Μπροστά μας έχουμε ένα λόφο που πίσω του είναι τα Πηγάδια. Εδώ είχε φτάσει η φωτιά πριν δέκα χρόνια. Περπατάμε ανάμεσα σε καμμένα πουρνάρια και πέφτουμε πάνω στο λιθόστρωτο που οδηγεί σε ράχη με ξωκλήσι και πολύ όμορφη θέα. Πίσω από τη ράχη βλέπουμε πια τα Πηγάδια. Μπαίνουμε στο χωριό. Όλα κι’ όλα καμιά δεκαριά όρθια σπίτια, τα υπόλοιπα είναι πια ερείπια. Θαυμάζουμε μερικά από αυτά που είναι πραγματικά πολύ αξιόλογα. Κάνουμε μια μικρή βόλτα τριγύρω, αλλά στο χωριό δεν υπάρχει κανείς. Απόλυτη ερημιά. Βρίσκουμε ένα λάστιχο που φέρνει νερό και καθόμαστε να κολατσίσουμε. Είναι ήδη πέντε. Τρώμε βιαστικά. Ο Φαέθωνας με ρωτά πόσο μακριά είναι η Καψοδεματούσα. «Κανένα τρίωρο, αλλά η πορεία είναι μέσα στο φαράγγι και έτσι είναι αδύνατο να χαθούμε. Αλλιώς θα κοιμηθούμε εδώ, άλλο νερό ενδιάμεσα δεν υπάρχει». «Να συνεχίσουμε τότε».

Όχι δεν είναι πύργος. Είναι το΄τείχος που στηρίζει ένα αλώνι!

Πιάνουμε την κατηφόρα για το Πηγαδιώτικο Γεφύρι. Περνάμε καταπληκτικά σπίτια που ερειπώνονται και αλώνια χτισμένα σε απότομα σημεία για να μη χάνετε ο παραμικρός επίπεδος χώρος που θα μπορούσε να καλλιεργηθεί. Πραγματικά αξιοθαύμαστο. Βγαίνουμε από το χωριό και πέφτουμε πάνω σε δρόμο που έχει κόψει το μονοπάτι και μας εμποδίζει να κατέβουμε χαμηλότερα. Ένας δρόμος χωρίς κανένα νόημα. Τον περνάμε όπως – όπως και λίγο πιο κάτω μπαίνουμε στο καταπληκτικό λιθόστρωτο που θα μας κατεβάσει στο γεφύρι. Αφήνουμε ένα μικρότερο γεφύρι στα δεξιά μας και συνεχίζουμε στην αριστερή πλευρά της ρεματιάς που τώρα γίνεται φαράγγι που θα καταλήξει πιο κάτω στη Κοσκάραγα. Πράγματι ο μουλαρόδρομος μετεωρίζεται κυριολεκτικά πάνω από τη κοίτη κάνοντας εντυπωσιακά καγγέλια. Παρά το ότι περπατάμε στο τελευταίο φως της ημέρας, δε μπορούμε παρά να σταματάμε κάθε τόσο για να το θαυμάζουμε και να το φωτογραφίζουμε.

Το Πηγαδιώτικο γεφύρι, με το διπλό τόξο του. Ο κορμός δεν έπεσε από πάνω, αλλά τον έφερε το νερό. Περιττό να σας πω τι γίνεται εδώ όταν ανοίγουν οι ουρανοί.

Όμως ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεφύρι. Εγώ είχα περάσει πριν καμιά δεκαριά χρόνια, αλλά ο Φαέθωνας έμεινε εντυπωσιασμένος. Και δεν είχε άδικο, αφού το γεφύρι είναι περίπου τριάντα μέτρα πάνω από την κοίτη και στεφανώνει τα τοιχώματα που απέχουν το ένα από το άλλο μόλις πέντε-έξι μέτρα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μπήκαμε στο φαράγγι της Κοσκάραγας σχεδόν νύχτα. Το φεγγάρι δεν είχε ακόμα βγει, αλλά οι άσπρες κροκάλες μας έδειχναν κατά κάποιο τρόπο το δρόμο. Η κοίτη του φαραγγιού είναι σχεδόν επίπεδη και έτσι δε χρειαζόμαστε ούτε φακούς. Σιγά – σιγά το φαράγγι ανοίγει και γίνετε πλέον χαράδρα, όμως φτάνουμε σε ένα σκαλί. Δε θυμόμουν κάτι τέτοιο, σίγουρα υπήρχε παράκαμψη, αλλά τώρα μέσα στο σκοτάδι άντε να τη βρεις. Έτσι απλά σκαρφαλώνουμε τα βράχια. Ευτυχώς ο χειμώνας ήταν ξερός και δεν υπήρχε καθόλου νερό. Ο Φαέθωνας είχε αρχίσει να αγχώνετε. «Πρόσεξε μη γλιστρήσεις και χτυπήσεις, γιατί μόνος μου δε θα βγω από εδώ και το κινητό δε πιάνει». Το σκαρφάλωμα ήταν εύκολο και έτσι αφού περάσαμε τρία σκαλιά της κοίτης φτάσαμε σε αδιέξοδο. Μέσα στο σκοτάδι φαινόταν αδύνατο να περαστεί και ήταν. Δεξιά μας ακούσαμε ήχο δεξαμενής. Πράγματι εκεί βρήκαμε το μονοπάτι και σημάδι του «32» που μας οδήγησε ψηλότερα, παρακάμπτοντας το σκαλί από δεξιά. Το «32» είναι ένα μονοπάτι που διασχίζει την Πελοπόννησο και η Κοσκάραγα είναι ένα κομμάτι του. Ανηφορίζουμε κάμποσο, αλλά τι είναι εδώ; Πέτρες που έχουν πέσει από ψηλότερα σίγουρα από διάνοιξη δρόμου. Και ναι, λίγο πιο πάνω επιβεβαιωνόμαστε. Ένα δρόμος έρχεται από τη πλαγιά και κατεβαίνει στην Κοσκάραγα, ακριβώς μετά το σκαλί. Τώρα δεν έχουμε παρά να ακολουθήσουμε το δρόμο που είναι χαραγμένος στη κοίτη. Αθάνατη Ελλάδα. Περπατάμε ξεχαρβαλωμένα πια, μετά από τόσες περπάτημα. Ο Φαέθωνας αρχίζει να αδημονεί. «Αμάν, που είναι αυτή η εκκλησία», «έλα, λίγο ακόμα», «ναι καλά». Για να είμαι ειλικρινής είχα αρχίσει να αδημονώ και εγώ. Όμως να, επιτέλους φτάσαμε.

Στη Παναγιά τη Καψοδεματούσα. Ένας άχρηστος δρόμος που ανοίχθηκε προς χάρη των προσκυνητών! Καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε.

Ψάχνουμε κατευθείαν για νερό. Όλα στεγνά και τα παγούρια μας δε έχουν σταγόνα. Δεν είναι δυνατόν, υπάρχει σίγουρα νερό. Ακολουθώ ένα σωλήνα που έρχεται από ψηλότερα και ξεκινά από το μεγάλο σωλήνα που κατεβάζει νερό χαμηλότερα. Εκεί υπάρχει μια βάνα. Την ανοίξαμε και αμέσως άρχισε να τρέχει δροσερό νεράκι. Επιστροφή στην εκκλησία, μαγείρεμα και κατευθείαν ύπνος. Το βράδυ, σηκώθηκε ένας ζεστός αέρας που μας ξύπνησε και μας έβγαλε έξω από τους υπνόσακους.

2η μέρα: από την Καψοδεματούσα στο Μυστρά.

Ξύπνημα αξημέρωτα, αφού είχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Μετά από ένα γρήγορο πρωινό, φορτωνόμαστε και ξεκινάμε προς τα πάνω. Παίρνουμε το αριστερό παρακλάδι (δεξιά ανεβαίνει για Ρίντομο και Χαλασμένο Βουνό) και πιάνουμε πάλι την κοίτη που είναι τελείως ομαλή. Δεξιά – αριστερά υπάρχουν παλιές καλλιέργειες και ερείπια αγροτόσπιτων, αλλά η φωτιά έχει φτάσει έως εδώ κάτω και μάλιστα έχει περάσει και στην απέναντι πλαγιά στο Χαλασμένο Βουνό. Πραγματική καταστροφή. Περνάμε τη ρεματιά της Βίντολης που ακολουθεί το «32» και μετά από ένα στρίψιμο της κοίτης, διακρίνουμε στο δεξί μας χέρι ένα πολύ στενό παρακλάδι. «Είναι δυνατό να ανέβουμε από εδώ;» απορεί ο Φαέθωνας. Για να είμαι ειλικρινής κι εγώ αμφέβαλα, μου φαινόταν πολύ στενή και απότομη η ρεματιά αυτή. Στη συμβολή της με τη ρεματιά που ήμασταν (και εδώ λέγετε ρέμα Σωποτού και όχι Κοσκάραγα πια) η φωτιά είχε κάψει κάμποσα δένδρα. Περνάμε ανάμεσα και ανεβαίνουμε ευθεία επάνω την κοίτη, πάνω σε τεράστιες κροκάλες. Μπροστά μας είχαμε ένα σκαλί ή μάλλον τοίχο. «Μα είναι δυνατό;» επέμενε ο Φαέθωνας. «Ας ανέβουμε λίγο πιο ψηλά».

Ω ναι…από εδώ ανεβαίνει.

Πράγματι, μόλις ξεπερνάμε το απότομο σκαλί, η ρεματιά ανοίγει και το κυριότερο γίνεται ομαλή. Η κοίτη είναι ουσιαστικά μια γλώσσα σάρας που κατεβαίνει από το βουνό. Εννοείται ότι δεν υπάρχει το παραμικρό σημάδι, αλλά απλά που και πού ένα ίχνος πάνω στα χαλίκια. Κερδίζουμε ύψος πολύ γρήγορα και πέφτουμε σε αδιέξοδο. «Ελπίζω να περνάει από κάπου, δεν έχω καμιά όρεξη να το κατέβω», λέει όλο δυσπιστία ο Φαέθωνας. Ευθεία σίγουρα δε πάει, αριστερά όμως υπάρχει μια δευτερεύουσα ρεματιά και εδώ υπάρχει μονοπάτι. Ανηφορίζουμε για λίγο και το μονοπάτι μας περνά δεξιά και μας βάζει στη πλαγιά. Είναι αρκετά πατημένο και πολύ σαφές. Περνάμε πάλι ένα μικρό ρέμα που έρχεται από αριστερά και βγαίνουμε σε ράχη πάνω από το σκαλί. Κατηφορίζουμε σιγά – σιγά προς το ρέμα και μένοντας πάντα στην αριστερή μεριά πέφτουμε σε ένα γκρεμισμένο μαντρί. Το μέρος είναι πολύ άγριο και απομονωμένο. Έχουμε να συναντήσουμε άνθρωπο, από την Πάνω Βέργα, ενώ από την ώρα που περάσαμε το Καλάθιο την προηγούμενη μέρα, τα κινητά έχουν σιγήσει (ευτυχώς). Όλα αυτά έδιναν την αίσθηση ότι είμαστε σε ένα πολύ – πολύ απομονωμένο μέρος. Και μάλλον δεν είναι αίσθηση, είναι πραγματικότητα.

Στο διάσελο της Κόζας. Κάτω φαίνεται η απότομη ρεματιά που ανεβήκαμε και απέναντι το Χαλασμένο Βουνό.

Από το μαντρί διακρίνουμε ψηλά αριστερά το διάσελο Κόζα – Σπανακάκι στα 1730μ. Εμείς είμαστε στα 1450μ. οπότε έχουμε μια 300άρα για πάνω. Έ το πολύ μια ώρα. Πιάνουμε τη ρεματιά με βόρειο – βορειανατολικό προσανατολισμό και ανηφορίζουμε εύκολα αλλά χύμα. Μονοπάτι ούτε για δείγμα. Βγαίνουμε στα γυμνά και πιάνουμε τη πλαγιά αριστερά από τη ρεματιά. Πολύ πίκρα. Απότομη και γεμάτη χαλίκι μας ταλαιπωρεί. Όμως το τοπίο είναι επιβλητικό. Η χιονισμένη κορυφογραμμή και οι απότομες πλαγιές, οι χαράδρες στο βάθος, παντού βουνά, άγρια βουνά και ερημιά. Βήμα το βήμα και επιτέλους πατάμε την κορυφογραμμή. Νοιώθουμε σαν να βγήκαμε πάλι στο κόσμο. Το μάτι μπορεί τώρα να φεύγει ανεμπόδιστα. Αλλά τη προσοχή μας κλέβει η εντυπωσιακή από εδώ Νεραϊδοβούνα. Πραγματικά όμορφο βουνό ο Ταΰγετος. Λίγο πριν το διάσελο, από τη πλευρά της Κοσκάραγας υπάρχει και η πηγή Αϊνίκος, αλλά εμείς δε μπορέσαμε να τη βρούμε κάτω από το χιόνι.

Το Νεραϊδοβούνι, όπως το αντικρίζουμε τραβερσάροντας βόρεια από το Σπανακάκι.

Από εδώ περνά και το μονοπάτι της κορυφογραμμής. Με αρκετή προσοχή, αφού ο μόνος μας εξοπλισμός είναι ένα μπατόν, τραβερσάρουμε τη βορινή πλαγιά με τα βράχια που έχουμε δεξιά μας (κοιτώντας ανατολικά) μέχρι να βρούμε  πιο ομαλό πεδίο και να βγούμε στη ράχη πάνω από τον Τσάρκο και το Βοτανικό περίπτερο. Κάτω η Σπάρτη και ο πολιτισμός. Τα πράγματα τώρα είναι κάτι παραπάνω από απλά. Αρκεί να ακολουθήσουμε την πολύ καλή σήμανση του ΕΟΣ Σπάρτης (κίτρινος κύκλος) προς τα κάτω. Γρήγορα μπαίνουμε στο δάσος και φτάνουμε στη διασταύρωση για Ισώματα και καταφύγιο. Συνεχίζουμε προς τα κάτω πολύ εύκολα πια. Φτάνουμε στο δρόμο και συνεχίζουμε προς Αναβρυτή που τώρα πια μπορούμε να τη διακρίνουμε λίγο χαμηλότερα. Μια στάση στο χωριό για κολατσιό και έναν καφέ επιβάλλεται.

Από τη μεριά της Σπάρτης, όλα είναι τυφλοσούρτης.

Το καλό από εδώ και κάτω είναι ότι δε χρειάζεται να ψαχνόμαστε για τη πορεία, αφού ο ΕΟΣ Σπάρτης έχει κάνει καταπληκτική δουλειά. Περνάμε το μοναστήρι της Φανερωμένης και κατηφορίζουμε το χωματόδρομο για Μυστρά. Φτάνουμε στη ρεματιά της Λαγκάδας και αφήνουμε το δρόμο για να κατηφορίσουμε από την κοίτη, περνώντας από το ξωκλήσι της Παναγιάς. Το μονοπάτι είναι υπέροχο και εντυπωσιακό, αφού σε πολλά σημεία είναι σκαμμένο στα βράχια και μας κατεβάζει στο όμορφο Παρόρι, λίγες εκατοντάδες μέτρα από το Μυστρά. Ξεφορτωνόμαστε τα σακίδια στην πλατεία, δροσιζόμαστε στο κεφαλάρι και κατευθείαν στην ταβέρνα. Έ, το χρειαζόμασταν μετά από 20 ώρες πορεία.

SHARE
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1964. Μικρός κοίταζα την Πάρνηθα από το πατρικό μου με τις ώρες. Ήταν για μένα ένας άγνωστος μαγικός κόσμος που άφηνε ελεύθερη τη φαντασία μου. Πεζοπορώ, ορειβατώ, σκαρφαλώνω και φωτογραφίζω στα βουνά από το 1984 και άρχισα να αρθρογραφώ σε ανάλογα περιοδικά από το 1990. Η αγάπη μου για το βουνό με έκανε το 1998 να εκδώσω το περιοδικό ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (1998 – 2015), ενώ από το 2006 έως το 2010 πρόσθεσα και το περιοδικό ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ. Έχω γράψει πεζοπορικούς οδηγούς για την Πάρνηθα, τον Όλυμπο, τον Παρνασσό, τα Βαρδούσια κ.α.