Ήταν μεσημέρι, στις 22/10/85 γύρω στις 11. Ψηλά στις πλαγιές της Annapurna Sud, στο camp III στα 6400μ. τέσσερις Έλληνες και τέσσερις Γερμανοί είναι ένα βήμα πριν την κατάκτηση της κορφής. Ο καιρός είναι ηλιόλουστος, το ηθικό των δύο ομάδων υψηλό, όλοι τους περιμένουν τη μεγάλη  μέρα.

Δυο από τους πιο ξεκούραστους, οι Δημήτρης Μπουντόλας και Robert (Rufus) Wohlschlager, αποφασίζουν να εξοπλίσουν ένα απότομο πέρασμα λίγων μέτρων πάνω ακριβώς από την κατασκήνωση. Εύκολα το ξεπερνούν και μπήγουν αλουμινογωνιές για να φιξάρουν σχοινί. Οι Μιχάλης Τσουκιάς, Κλήμης Τσατσαράγκος και Χρήστος Λάμπρης, ξεκουράζονται χαμηλότερα απολαμβάνοντας τον όμορφο καιρό, ενώ οι τρεις Γερμανοί προσπαθούν να βρουν ένα καλό σημείο λίγα μέτρα μακρύτερα, για να στήσουν την κατασκήνωση τους.

Λίγα λεπτά πριν τις 12, το βουνό χτύπησε. Μια πλάκα χιονιού που πάνω της πάταγαν οι δύο ορειβάτες ξεκόλλησε, ρίχνοντάς τους κάτω στην κατασκήνωση παρασέρνοντας και τους άλλους τρεις Έλληνες, ενώ οι Γερμανοί, λίγα μέτρα πιο δίπλα έμειναν άθικτοι. Ο Κλήμης Τσατσαράγκος σκοτώνεται ακαριαία, ο Rufus Wohlschlager τραυματίζεται βαριά και ξεψυχά λίγη ώρα αργότερα, ο Μιχάλης Τσουκιάς προλαβαίνει και πετάγεται ξυπόλητος από το αντίσκηνο σταματώντας άθικτος λίγα δεκάδες μέτρα χαμηλότερα, ενώ οι Δημήτρης Μπουντόλας και Χρήστος Λάμπρης παρασέρνονται και τραυματίζονται, αλλά όχι θανάσιμα.

Το B.C. πριν την κακοκαιρία. Φωτό: Λ. Γιαννακούλης.

Είναι η κορυφαία και πιο συγκλονιστική στιγμή της πρώτης ελληνικής Αποστολής στα Ιμαλάια.

Μια αποστολή που είχε αρχίσει μήνες ή μάλλον χρόνια πριν, όταν οι φιλοδοξίες των νέων – τότε – αναρριχητών του ΕΟΣ Αθηνών, άρχισαν να ξεπερνούν τις έστω και δύσκολες διαδρομές του Αυγούστου στις Άλπεις και να στρέφονται στο φυσικό επακόλουθό τους: τα Ιμαλάια. Τα Ιμαλάια που τότε ήταν ακόμα «άγνωστα». Οι ορειβάτες και οι trekkers ήταν κλάσμα των σημερινών, οι ανέσεις πολύ λιγότερες, οι επικοινωνίες πρωτόγονες, οι γνώσεις για τα βουνά – ακόμα και για τις οχτάρες – ελάχιστες, οι καιρικές προγνώσεις γίνονταν επιτόπου από τους ορειβάτες, ούτε internet, ούτε δορυφορικά τηλέφωνα. Έτσι ο ΕΟΣ Αθηνών ξεκινά ένα πρόγραμμα για αποστολές ψηλού βουνού και αποφασίζει να πάρει «άδεια» για ένα βουνό λίγο πάνω από τα 7000μ. που όμως να έχει τεχνικές δυσκολίες. Εκείνη την εποχή, δινόταν μόνο μια άδεια από τη νεπαλέζικη κυβέρνηση για κάθε διαδρομή (δεν είχε αρχίσει ακόμα η εμπορική εκμετάλλευση των βουνών) και αυτή που ήταν ανοιχτή για το φθινόπωρο του ’85, ήταν η Annapurna Sud ή Annapurna Dakshin στα 7219μ. από την ανατολική όψη της.

Κι αν η επιλογή του βουνού δεν δημιούργησε κανένα πρόβλημα, η επιλογή των μελών της ομάδας σύντομα θα δημιουργούσε πολλά. Πρόεδρος του Συλλόγου ήταν ο Μιχάλης Τσουκιάς, 28 μόλις χρόνων στο τιμόνι του πλέον ιστορικού ορειβατικού συλλόγου. Ο Τσουκιάς ήταν άνθρωπος με αναμφισβήτητες οργανωτικές αλλά και αρχηγικές ικανότητες. Τι πιο φυσικό, να είναι αυτός ο αρχηγός της αποστολής. Ο Τσουκιάς δε δυσκολεύτηκε να επιλέξει τους συντρόφους του. Οι Δημήτρης Καραγιάννης, Δημήτρης Σωτηράκης, Κλήμης Τσατσαράγκος, Χρήστος Λάμπρης, Νίκος Μπρόκος, Άκης Λελεδάκης και Τ. Καβαλιεράτος, είναι από τους καλύτερους ορειβάτες. Μαζί τους και ο Πάνος Χλωροκώστας που εκτελούσε και χρέη γιατρού, ενώ αργότερα προστέθηκε και ο Γιάννης Κατριβάνος παίρνοντας τη θέση του Άκη Λελεδάκη και του Τ. Καβαλιεράτου που αποχώρησαν.

Το πρώτο όνομα όμως της εποχής ήταν ο Τάκης Μπουντόλας. Παλιότερο μέλος του ΣΕΟ (καμία σχέση με το σημερινό ΣΕΟ Θεσ/κης), ο Μπουντόλας ήταν τώρα μέλος του ΕΟΣ Θεσσαλονίκης, ενός συλλόγου που του έδινε περισσότερες δυνατότητες. Ο ΣΕΟ, ένας «αριστερός» σύλλογος με πενιχρά οικονομικά μέσα, είχε εκείνη την εποχή σχεδόν διαλυθεί και πολλά μέλη του εντάχθηκαν στους κατά τόπους ΕΟΣ (για τα αίτια διάλυσης του ΣΕΟ δες “Όλυμπος – 30 ώρες στη θύελλα”). Ο πληθωρικός, ταλαντούχος και δοσμένος «ψυχή τε και σώματι» στο βουνό Μπουντόλας, βρήκε στην πρόταση του Τσουκιά ένα στόχο αντάξιο των δυνατοτήτων του. Μια κίνηση που δεν αντιμετωπίστηκε καθόλου ευνοϊκά από τους συντρόφους του. Μαζί του, έφερε κι έναν ταλαντούχο αναρριχητή, τον βενιαμίν της αποστολής τον Λουκά Γιαννακούλη. Τέλος στην ομάδα προστέθηκε και ο Αλέκος Τσιλογιώργης από τον ΕΟΣ Καβάλας.

Η κατασκήνωση βάσης τελείως αλλαγμένη μετά τις βαριές χιονοπτώσεις.

Σίγουρα πολλοί ακόμα θα ήθελαν να είναι μέλη αυτής της αποστολής. Τι πιο φυσικό άλλωστε. Υπήρχαν όμως δυο οι οποίοι δεν εννοούσαν να αποδεχθούν τον «αποκλεισμό» τους. Οι Στράτος Παρασκευαΐδης και Κώστας Τσιβελέκας (επίσης μέλη του ΕΟΣ Αθηνών), με τον «αέρα» της ανάβασης τους στα 7495μ. των Παμίρ το ’83, απαίτησαν την ένταξή τους στην ομάδα. Το σκεπτικό ήταν απλό: «είμαστε οι μόνοι που έχουμε ξεπεράσει τα 7000μ. οι μόνοι που έχουμε εμπειρία ψηλού βουνού». Για κάποιον που δεν ξέρει και πολλά από βουνό, είναι ένα πράγματι πειστικό επιχείρημα. Μόνο που η ομάδα ήξερε και με το παραπάνω. Και ο Τσουκιά επέμεινε στην απόφαση του.

Έτσι αφού δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στην αποστολή, αποφάσισαν – απλά – να τη διαλύσουν. Συνέταξαν ένα – πραγματικά κακόβουλο – κείμενο, έπεισαν μερικές δεκάδες μέλη του Συλλόγου να το υπογράψουν και το προώθησαν από τη Γ.Γ.Α. έως την εφημερίδα Αυριανή. Το πανελλήνιο διάβαζε ότι μία κλίκα μέσα στον Ορειβατικό ετοιμαζόταν να πάει για τουρισμό στο Νεπάλ με λεφτά του ελληνικού δημοσίου, ενώ κίνησαν νομικές διαδικασίες για διορισμό προσωρινής διοίκησης. Όλα αυτά, τα λίγο απίστευτα σήμερα, είχαν ένα και μοναδικό αποτέλεσμα. Την απίστευτη πόλωση. Οι έντεκα ορειβάτες δεν πήγαιναν απλώς μία αποστολή στην οποία μπορούσαν να πετύχουν ή να αποτύχουν• έπρεπε να αποδείξουν ότι δεν ήταν αυτό που τους κατηγορούσαν, όσο για τους κατηγόρους τους, αυτοί δε χρειαζόταν να κάνουν τίποτα περισσότερο από το να περιμένουν. Ένα όχι και τόσο καλό ξεκίνημα.

Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Υπήρχε όμως και η άλλη, η ευχάριστη. Δεκάδες άνθρωποι και όχι μόνο του ΕΟΣ, στήριξαν αφιλοκερδώς την προσπάθεια, προσφέροντας από εργασία έως χρήματα. Τον τελευταίο μήνα πριν την αναχώρηση, τα γραφεία του ορειβατικού ήταν ένα πραγματικό εργοτάξιο με «υπεύθυνο» τον Κλήμη Τσατσαράγκο που παραιτήθηκε από τη δουλειά του προκειμένου να ασχολείται αποκλειστικά με την αποστολή. Το μεγάλο και πρωτόγνωρο εγχείρημα κατόρθωσε να κινητοποιήσει πολύ – πολύ περισσότερους από τους έντεκα.

Ξεχιόνισμα.

Έτσι στις 8/9/85 η ομάδα φεύγει επιτέλους από το Ελληνικό για το πολυπόθητο Νεπάλ. Τρεις ημέρες στην Κατμαντού ήταν αρκετές για τις προμήθειες και τη γραφειοκρατία και στις 13/9 ένα καραβάνι από 119 άτομα, ορειβάτες, βοηθητικό προσωπικό και αχθοφόρους ξεκινούν από την Ποκάρα την πεζοπορία για το Base camp. Έλειπαν βέβαια οι sherpa. Μπορεί η αποστολή να ήταν – ειδικά με τα σημερινά δεδομένα – βαριά, αλλά όλη η δουλειά από το Base camp και πάνω θα γινόταν αποκλειστικά από τους 11. Το  καραβάνι μπαίνει στην υγρή ζούγκλα με άσχημο καιρό. Βροχή, χαμηλή συννεφιά, λάσπη – πολύ λάσπη – και βδέλλες, βδέλλες που τρύπωναν από παντού «ακόμα και από τις τρύπες των κορδονιών μας».

Το ηθικό και η διάθεση δεν ήταν στο κατακόρυφο, όλοι έλπιζαν σε κάτι καλύτερο, κάτι καλύτερο που όμως αργούσε να έρθει. Τελευταία μέρα του trekking και ο Δημήτρης Σωτηράκης χτυπάει τη μέση του πέφτοντας σε ένα απότομο σημείο του μονοπατιού. Λίγες μέρες μετά, το ελικόπτερο τον κατέβασε στην Κατμαντού. Η ομάδα όμως συνέχισε κανονικά και στις 18/9 όλοι έφτασαν στο Base camp στα 4100μ. σε ένα μεγάλο κοίλωμα της μοραίνας του παγετώνα, κάτω από την κορφή. Η τοποθεσία αυτή είχε προεπιλεγεί από τον Μ. Τσουκιά και τον Α. Λελεδάκη, όταν το καλοκαίρι είχαν φτάσει έως εδώ κάνοντας ένα αναγνωριστικό trekking.

Η διαδρομή που θα ακολουθούσαν είχε ήδη χαραχτεί. Από το B.C. ανέβαινε ψηλότερα στη μοραίνα έως τα 4200μ. έφτανε δίπλα στο παγετώνα της Annapurna, κατέβαινε απότομα σ’ αυτόν, πέρναγε απέναντι και μέσα από ένα επικίνδυνο λούκι που κατέβαζε χιονοστιβάδες, ανέβαινε στη βάση μιας χωμάτινης κόψης που οδηγούσε στο Camp Ι. Στη βάση της κόψης αποφασίστηκε να φτιαχτεί μία προωθημένη κατασκήνωση ή μάλλον μια αποθήκη υλικού, ώστε να μη χρειάζεται να περνάνε συνεχώς το δύσκολο και επικίνδυνο παγετώνα. Έτσι, σχεδόν όλα τα υλικά υψομέτρου μεταφέρονται στην «αποθήκη» αυτή και ξεκινά η προσπάθεια για την I. στα 4700μ. στη βάση της όψης.

Ο καιρός συνέχιζε να είναι κακός. Βροχή σχεδόν όλη τη μέρα. Κάτι που οπωσδήποτε δεν βοηθούσε, μιας και κούραζε τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά «Δεν ξέραμε τι ακριβώς καιρό να περιμένουμε. Η βροχή μας έριχνε τη διάθεση, αλλά στο παραμικρό άνοιγμα το ηθικό ανέβαινε. Σκεφτόμασταν ότι απλά έτσι είναι εδώ, οπότε κάναμε υπομονή». Παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες η δουλειά προχωρούσε. Όμως η κακοτυχία ξαναχτύπησε. Μια τεράστια χιονοστιβάδα που παρέσυρε μεγάλους όγκους σεράκ, εξαφάνισε την αποθήκη. Ευτυχώς κανείς δεν υπήρχε εκεί, όμως τα 2/3 των υλικών και των τροφίμων για τις κατασκηνώσεις III και IV είχαν θαφτεί κάτω από χιλιάδες τόνους χιονιού. Κάθε προσπάθεια ανεύρεσης τους ήταν μάταιη.

Νέα προβλήματα έπρεπε να λυθούν. Τα εναπομείναντα τρόφιμα και υλικά έπρεπε να ξαναμοιραστούν, αλλά και το πέρασμα του παγετώνα να αλλαχτεί. Έπρεπε να βρεθεί ασφαλέστερο δρομολόγιο. Και αυτό βρέθηκε λίγο ψηλότερα στον παγετώνα και επέτρεπε να παρακαμφθεί τόσο η περιοχή της αποθήκης, όσο και το λούκι που οδηγούσε στη χωμάτινη κόψη και από το οποίο κατέβηκε η χιονοστιβάδα. Βέβαια το πέρασμα του – πολύ δύσκολου – παγετώνα δεν ήταν απλή υπόθεση. Ο Δημήτρης Μπουντόλας, στην επίμονη προσπάθειά του να βρει το σωστό δρομολόγιο, έβγαλε – λόγω συννεφιάς – τα γυαλιά του κι έπαθε μερική τύφλωση. Ήταν σαφές σε όλους ότι το βουνό δεν θα «πατηθεί» εύκολα.

Όμως αργά αλλά σταθερά υπήρχε πρόοδος. Ο καιρός καλυτέρεψε, το ηθικό ανέβηκε και η ομάδα, εξοπλίζοντας τα επικίνδυνα σεράκ στη βάση της ανατολικής όψης με 220 μέτρα φιξαρισμένο σχοινί, κατορθώνει να στήσει στις 4/10 το camp II στα 5400μ. Επιτέλους τα πράγματα πήγαιναν καλά. Καλά για πολύ λίγο. Μία μέρα μετά ο καιρός γύρισε. Τώρα δε βρέχει πια, αλλά χιονίζει έως και κάτω από το B.C. Τα γενέθλια του Γιαννακούλη στις 5/10 έδωσαν την ευκαιρία στην ομάδα να το «ρίξει έξω». Όλοι φαινόντουσαν αισιόδοξοι και με κέφι. Παρ’ όλη τη κακοκαιρία η δουλειά συνεχιζόταν.

Πάνω από τη II υπάρχει ένα λούκι 250μ. με δυσκολίες τόσο σε πάγο (55ο), όσο και σε βράχο (III). Ο Μπουντόλας με το Γιαννακούλη κατορθώνουν να το εξοπλίσουν. Η επιμονή τους ήταν μεγάλη: «για να κάνουμε το τελευταίο κομμάτι χιονιού που ήταν πολύ μαλακό και αδύνατο να σκαρφαλωθεί, χρειαστήκαμε ώρες. Στο τέλος βρήκαμε ένα στενό κούφωμα μεταξύ του βράχου και του χιονιού, γδυθήκαμε, μένοντας μόνο με τα θερμοεσώρουχα και το Goretex για να χωράμε και συρθήκαμε έως πάνω από τις δυσκολίες».

Ο Δημήτρης Καραγιάννης, μεταφέροντας φορτίο στο camp 1. Φωτό: Χρ. Λάμπρης.

Έτσι στήθηκαν σχοινιά έως τα 6100μ. Όμως ο καιρός χειροτερεύει συνεχώς και οι έξη αποκλείονται στη II. Για τις επόμενες ημέρες, έως και τις 12/10, ίσως η χειρότερη χιονόπτωση της δεκαετίας χτυπά το Νεπάλ. Στο Base Camp πέφτει πάνω από μισό μέτρο χιόνι, στη II όμως τα πράγματα είναι δραματικά. «Το χιόνι έπεφτε σε απίστευτη ποσότητα. Κάθε δύο με τρεις ώρες έπρεπε να βγαίνουμε έξω και να μετακινούμε το αντίσκηνο για να μη θαφτεί». Τα τρόφιμα σιγά – σιγά τελειώνουν και οι έξη αρχίζουν να έχουν πρόβλημα: «Είχαμε καραμέλες βουτύρου. Μια καραμέλα όμως τι να σου κάνει; Έτσι τη ρίχναμε σε ζεστό νερό και τη κάναμε «σούπα». Το περίεργο είναι ότι κι αυτή η «σούπα» μας δυνάμωνε. Τελείως trans κατάσταση».

Με τη κακοκαιρία αμείωτη, οι έξη άρχισαν να απελπίζονται. Πως θα κατέβαιναν από εδώ; Το φρέσκο χιόνι ήταν κοντά τρία μέτρα. Όμως η παραμονή εδώ πάνω ήταν πια αδύνατη. Έτσι αποφασίζουν στις 12/10 να επιχειρήσουν την κατάβαση με άμεσο τον κίνδυνο από τις χιονοστιβάδες. Ευτυχώς εδώ πήγαν όλα καλά.

Η γλώσσα της χιονοστιβάδας. Χάος!

Κάτω στο B.C. τα πράγματα δεν πήγαιναν καλύτερα. Μέσα στην ομίχλη ένας τρομερός θόρυβος ακούγεται. Μια τεράστια χιονοστιβάδα φεύγει από το γειτονικό βουνό Hiunchuli, σαρώνει τη μοραίνα και σταματά 5 – 6 μέτρα από το ακριανό αντίσκηνο. Όλοι πάγωσαν. Έξω από το αντίσκηνο υπήρχε ένας καθρέπτης για ξύρισμα. Ο Τσιλιγιώργης αλαφραίνει την ατμόσφαιρα: «ευτυχώς η χιονοστιβάδα είδε τον εαυτό της στο καθρέπτη, φοβήθηκε και σταμάτησε. Ο καθρέπτης μας γλίτωσε». Φεύγουν όλοι από το B.C. και κατεβαίνουν χαμηλότερα σε κάποιες καλύβες, μισή ώρα απόσταση.

Στις 13/10 ο καιρός βελτιώνεται και ξαναστήνεται το Base Camp. Όλα πρέπει να γίνουν από την αρχή. Τα πάντα ήταν θαμμένα κάτω από το χιόνι. Όλοι σκεφτόντουσαν ότι τα περιθώρια στενεύουν. Το βουνό φορτωμένο, ήταν πια πολύ επικίνδυνο. Ο καιρός καλυτέρευε όλο και περισσότερο και στις 16/10 έξη Γερμανοί που εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους στη νότια ορθοπλαγιά, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους 12. Οι Γερμανοί ήρθαν, αλλά έφυγαν ο Τσιλογιώργης, ο Γιαννακούλης με κρυοπαγήματα (οι μπότες του ήταν στενές) και ο Mauro, ο μόνος που είχε εμπειρία Ιμαλαΐων. Φεύγοντας μονολογούσε: «οι Έλληνες είναι τρελοί».

Οι καλύβες, μισή ώρα κάτω από το B.C, ήταν το καταφύγιο της αποστολής τις μέρες της κακοκαιρίας. Στο βάθος η Annapurna south. Φωτό: Λ. Γιαννακούλης.

Παρά τις λογικές πλέον αμφιβολίες, όλοι πίστευαν ότι άξιζε να προσπαθήσουν ακόμα. Σιγά – σιγά το δρομολόγιο ξαναφτιάχνεται, ενώ δημιουργείται και η ομάδα κορυφής από τους Τσουκιά, Μπουντόλα, Λάμπρη, Τσατσαράγκο και τέσσερις Γερμανούς.

Στις 21/10 κατορθώνουν να στήσουν την κατασκήνωση III στα 6100μ. Η κορφή δεν θα ξέφευγε.

Φωτό: Χρ. Λάμπρης

Όσοι έχουν μείνει στο B.C. άρχισαν να μαζεύουν τα υλικά. Το πρωί στις 22/10 από το κιάλια παρακολουθούσαν τους δύο συνορειβάτες τους να φιξάρουν σχοινί πάνω από την III. Το βουνό όμως δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Η χιονοστιβάδα άφησε πίσω της δύο νεκρούς, τον Τσατσαράγκο και τον Wohlschlager και δύο τραυματίες το Μπουντόλα (σπασμένος αστράγαλος) και το Λάμπρη (γόνατο, κλείδα, πλευρά). Οι Γερμανοί μόλις βρίσκουν τον σύντροφό τους νεκρό φεύγουν γρήγορα για κάτω. Ο Τσουκιάς βρίσκει τα παπούτσια του και κατεβαίνει έως τον Μπουντόλα εκατό μέτρα χαμηλότερα που έχει τις αισθήσεις του. Πιο κάτω ακούει το Λάμπρη και δίπλα του βρίσκει υλικά της κατασκήνωσης. Τον βάζει σ’ ένα στεγνό υπνόσακο, τον τοποθετεί σ’ ένα αντίσκηνο και του δίνει τροφή και φάρμακα.

Το απόγευμα γύρω στις 6 κατορθώνει να γυρίσει στον Μπουντόλα. Τον φροντίζει κι αυτόν. Τον βάζει σε υπνόσακο, του δίνει φάρμακα και τροφή και τότε άλλη μία χιονοστιβάδα πέφτει. Ο Τσουκιάς πηδά στο πλάι. Ο Μπουντόλας φεύγει 250μ. χαμηλότερα. Θα βρεθεί νεκρός την επόμενη.

Φωτό: Χρ. Λάμπρης

Ο Τσουκιάς κάνει στα 6100 μπίβουακ και την άλλη μέρα εξαντλημένος φτάνει στη II. Εκεί βρίσκει τους Καραγιάννη, Μπρόκο και Χλωροκώστα, που αψηφώντας κάθε κίνδυνο ανέβαιναν για βοήθεια.

Χρειάστηκαν τέσσερις ημέρες και σκληρή δουλειά, τόσο από την Ελληνική ομάδα όσο και από τους Γερμανούς, για να φτάσει ο Λάμπρης σώος στην ασφάλεια του B.C. Ήταν ο επίλογος μιας συγκλονιστικής προσπάθειας.

Πίσω στην Ελλάδα, οι εννέα ορειβάτες κατηγορήθηκαν για «πείσμα και υπερβολή». Είκοσι χρόνια μετά η εξήγηση φαίνεται απλή: «είμαστε νέοι, άπειροι και ενθουσιώδεις. Κανένας μας δεν είχε ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Πιστεύαμε ότι έτσι ήταν τα Ιμαλάια. Υπομέναμε τα πάντα. Δεν γνωρίζαμε τα όρια. Τα μάθαμε με τον πιο τραγικό τρόπο».

Διαβάστε ακόμα:  72 ώρες στις Droites

ANNAPURNA SUD 85 – Logistics

Η διοργάνωση της αποστολής δεν ήταν απλή υπόθεση. Κατ’ αρχήν ήταν τα ορειβατικά υλικά. Τα αντίσκηνα τα σχεδίασε ο Μιχάλης Τσουκιάς, το σκελετό τους τον έφτιαξε ο Κλήμης Τσατσαράγκος και την υλοποίηση ανέλαβε η POLO. Η POLO επίσης έφτιαξε και τα σακίδια. Ήταν μια πολύ καλή συνεργασία με εξαιρετικά αποτελέσματα. Τα crampons και τα piolet ήταν όλα Camp. Υπήρχε ακόμα ένα χιλιόμετρο σχοινί, 50 παγόβιδες και εκατό καραμπίνερ (κι αυτά Camp). Ο ρουχισμός ήταν όλος Mountain Equipment εκτός από τους υπνόσακους και τις βέστες που τους έφτιαξε το ιταλικό εργοστάσιο Technoalp. Τα άρβυλα ήταν τα Ιταλικά BRIXIA.
Οι επικοινωνίες βασίστηκαν σε πέντε φορητούς ασυρμάτους, έναν ασύρματο βάσης και τέσσερις ηλιακούς φορτιστές. Το όλο σύστημα το σχεδίασε επίσης ο Κλήμης Τσατσαράγκος και λειτούργησε άψογα.
Για μαγείρεμα στις κατασκηνώσεις χρησιμοποιήθηκαν τα απλά (για σήμερα) γκαζάκια της Camping Gas, ενώ υπήρχαν σε εφεδρεία και καμινέτα ξηρού οινοπνεύματος.
Ακόμα υπήρχαν δεκάδες υλικά, από κουτιά εργαλείων έως σκούπες, λαμαρίνες (για τραπέζια), βιβλία, ντουζιέρες κλπ. Οτιδήποτε μπορούσε να προβλεφθεί ότι θα χρειαζόταν.
Ακόμα υπήρχε μια κινηματογραφική μηχανή 16mm με τέσσερις φακούς και τρίποδο καθώς και εκατοντάδες φιλμ για τις φωτογραφικές μηχανές των μελών.
Εκτός όμως από τα υλικά υπήρχαν και τα τρόφιμα. Αποφασίστηκε τα φαγητά υψομέτρου να αγοραστούν και να συσκευαστούν στην Ελλάδα ενώ του Base Camp στο Νεπάλ. Έτσι φτιάχτηκαν 300 μερίδες υψομέτρου που χωρίστηκαν σε τέσσερα μενού και μια συσκευασία υποστήριξης. Το κάθε μενού περιελάμβανε σούπες MAGI, πουρέ, κονσέρβες κρέατος ή ψαριού, μπισκότα, σοκολάτες, σε ποσότητες για δύο άτομα. Η συσκευασία υποστήριξης περιείχε τα αναγκαία για την παραγωγή έξι λίτρων νερού ανά δύο άτομα. Μπορούσαν να παρασκευαστούν καφές, γάλα, τσάι, χυμός, ισοτονικό διάλυμα και επιπλέον υπήρχαν ξηροί καρποί. Όλα αυτά πακεταρίστηκαν σε έγχρωμες συσκευασίες ανάλογα με τον προορισμό τους: καφέ για το camp I, πράσινο για το II, μπλε για το ΙΙΙ, κόκκινο για το IV.
Έτσι μαζεύτηκαν 1200 κιλά τρόφιμα, συν 600 κιλά υλικά. Σ’ αυτά προστέθηκαν άλλα 1200 κιλά τρόφιμα και κουζινικά από την Κατμαντού. Σύνολο τρεις τόνοι σε βαρέλια των 30 κιλών.
Όλα αυτά βέβαια έπρεπε να μεταφερθούν.
Χρειάστηκαν, ένα φορτηγό έως την Ποκάρα απ’ όπου άρχισε η πεζοπορία και από εκεί και πάνω το κουβάλημα ανέλαβαν 97 αχθοφόροι.
Σ’ αυτούς, προσθέστε δύο φύλακες, ένα μάγειρα, το βοηθό του, έναν αγγελιοφόρο (είπαμε ότι οι τηλεπικοινωνίες ήταν ανύπαρκτες), ένα Νεπαλέζο αξιωματικό – σύνδεσμο, συν τρία άτομα που ακολουθούσαν με δικά τους έξοδα την αποστολή. Σύνολο 108 άτομα μαζί με τους 11 της αποστολής 119. Εντυπωσιακό!

Κείμενο: Μίλτος Ζέρβας, Φωτό: Λ. Γιαννακούλης, Χρ. Λάμπρης
Διαβάστε ακόμα:  Όλυμπος - Κλασικές αναβάσεις και πεζοπορίες (2η έκδοση - 2022)

Το κείμενο αυτό (μαζί με μια συνέντευξη του Μιχάλη Τσουκιά στο Γ. Βουτυρόπουλο), δημοσιεύτηκε με αφορμή την επέτειο των 20 χρόνων από την ιστορική αυτή αποστολή, στο ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ Νο34/2005.

SHARE
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1964. Μικρός κοίταζα την Πάρνηθα από το πατρικό μου με τις ώρες. Ήταν για μένα ένας άγνωστος μαγικός κόσμος που άφηνε ελεύθερη τη φαντασία μου. Πεζοπορώ, ορειβατώ, σκαρφαλώνω και φωτογραφίζω στα βουνά από το 1984 και άρχισα να αρθρογραφώ σε ανάλογα περιοδικά από το 1990. Η αγάπη μου για το βουνό με έκανε το 1998 να εκδώσω το περιοδικό ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (1998 – 2015), ενώ από το 2006 έως το 2010 πρόσθεσα και το περιοδικό ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ. Έχω γράψει πεζοπορικούς οδηγούς για την Πάρνηθα, τον Όλυμπο, τον Παρνασσό, τα Βαρδούσια κ.α.